Αυτές τις μέρες, η Κάτια Γκουλιώνη είναι σίγουρο πως απαντάει διαρκώς στην ίδια συγκεκριμένη ερώτηση: πώς άντεξε να πέσει στα παγωμένα νερά του ποταμού στη Σιβηρία για τις ανάγκες της ταινίας «Ακίνητο Ποτάμι» του Άγγελου Φραντζή; Ξεπερνώντας τα όρια της, είναι, φυσικά, η απάντηση. Όρια κάθε είδους, ψυχικά και σωματικά, «όρια που δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα ξεπερνούσα», όπως λέει η ίδια η πρωταγωνίστρια. Και τα κατάφερε.
Γιατί η Κάτια Γκουλιώνη δεν φοβάται τα δύσκολα ούτε δέχεται να τα αντικαταστήσει με μια «πράσινη οθόνη». Από τότε που την είδα, πρώτη φορά, πριν 10 χρόνια περίπου, στην ταινία «Μέσα Στο Δάσος» -του Άγγελου Φραντζή, επίσης-, κατάλαβα ότι η φιγούρα της θα έπαιζε δυνατά στη σκηνή τα επόμενα χρόνια. Όπως και έγινε. Με ένα πρόσωπο ιδιαίτερο και μια φωνή βαθιά που μένουν στο μυαλό από την πρώτη στιγμή που την βλέπεις, αλλά, πάνω από όλα, με ερμηνείες ξεχωριστές, όπως εκείνη πρόπερσι στην ταινία «Πολυ ξένη» της Δώρας Μασκλαβάνου που της χάρισε βραβεία και διακρίσεις, η ηθοποιός συνεχίζει σταθερά την ανοδική της πορεία στο θέατρο και στον κινηματογράφο, εντός και εκτός Ελλάδας.
Αριστούχος της Δραματικής Σχολής του Γ. Θεοδοσιάδη, προσκεκλημένη πριν λίγα χρόνια του “Berlinale talent campus” (“Berlinale Talents” σήμερα) και του “Sarajevo talent campus” -στα οποία καλούνται να λάβουν μέρος ταλαντούχοι νέοι από το χώρο του κινηματογράφου-, συμμετοχές σε μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, σε θεατρικές παραστάσεις αλλά και σε πειραματικές κινηματογραφικές και εικαστικές performances, καθώς και λίγες αλλά σημαντικές σκηνοθετικές απόπειρες, συνθέτουν το πολύχρωμο παζλ της καριέρας της ως σήμερα. Κι ενώ αυτές τις μέρες την βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη, στο εξαιρετικό «Ακίνητο Ποτάμι», όπου πρωταγωνιστεί μαζί με τον Ανδρέα Κωνσταντίνου, σύντομα θα την δούμε και στη μικρή, στην τηλεοπτική σειρά «Η Ζωή Εν Τάφω» του Τάσου Ψαρρά.
Δύο χρόνια κράτησε το ταξίδι στη Ρωσία και τη Λετονία για τα γυρίσματα της ταινίας του Άγγελου Φραντζή. Δύο χρόνια που θα μείνουν για πάντα μέσα της, αξέχαστα, γεμάτα απίστευτες εικόνες και συναισθήματα, όπως και η ίδια η ταινία. Από τη μία το κρύο των -20 στην απέραντη στέπα της Σιβηρίας, από την άλλη η ζεστασιά της ομάδας, του κινηματογραφικού συνεργείου που δημιουργεί έργο σαν ένα σώμα μια ψυχή, στη μέση του πουθενά. Από τη μία τα παγωμένα νερά του ποταμού όπου βύθισε το σώμα της, ερμηνεύοντας την Άννα η οποία βυθίζεται με τη σειρά της στον κυκεώνα της πίστης, μετά από μία απρόσμενη εγκυμοσύνη. Και από την άλλη οι έντονες εκρήξεις, οι «φωτιές» που τυλίγουν την Άννα, όταν μένει έγκυος χωρίς να γνωρίζει πώς, και τον Πέτρο, τον άνδρα της που βρίσκεται στη Σιβηρία σε επιστημονική αποστολή η οποία τον φέρνει αντιμέτωπο, ως ιερόσυλο, με την μικρή και βαθιά θρησκευόμενη κοινωνία, μέσα στο ατέλειωτο λευκό του χιονιού και το ατέλειωτο γκρι του ουρανού. Τελικά, τα ρωσικά που έμαθε η Κάτια Γκουλιώνη για τις ανάγκες του ρόλου (όπως άλλωστε είχε μάθει τουρκικά για την «Πολυ ξένη»), ήταν μάλλον το πιο απλό πράγμα σε όλη αυτή την περιπέτεια…
Τι έμεινε περισσότερο μέσα σου από την εμπειρία δύο χρόνων στη Ρωσία και τη Λετονία; Είναι πάρα πολλά όσα με γοήτευσαν και τα κρατάω μέσα μου. Όχι το καθένα ξεχωριστά, αλλά όλα μαζί -πραγματικά δεν μπορώ να τα διαχωρίσω. Στη Ρωσία, αυτό το απέραντο των εκτάσεων αλλά και των πόλεων-εργοστασίων, σε κάνει να νιώθεις μικρός και ανήμπορος. Όπως επίσης νιώθεις ανήμπορος απέναντι σε αυτές τις καιρικές συνθήκες και θερμοκρασίες. Στη Λετονία πάλι, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μείναμε πολύ καιρό, δεθήκαμε αλλιώς με τους ανθρώπους, χτίσαμε φιλίες. Ήταν εντυπωσιακό πόσο ενωμένο και οργανωμένο ήταν το γύρισμα εκεί. Νομίζω πάντως ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος άλλος τόπος για να γυριστεί αυτή η ταινία. Δηλαδή, θεωρώ ότι η επιλογή του Άγγελου να γίνουν τα γυρίσματα εκεί, είχε να κάνει τόσο με τον πυρήνα του σεναρίου όσο και με τον πυρήνα των χαρακτήρων. Με κάποιο τρόπο το εξωτερικό συμπληρώνει το εσωτερικό των ηρώων. Και μόνο το γεγονός ότι βρισκόμασταν εκεί, επηρέαζε και τον δικό μας υποκριτικό πυρήνα. Μπαίναμε μέσα στις σκηνές με εντελώς διαφορετικό τρόπο…
Ποια ήταν η πιο όμορφη στιγμή για σένα στα γυρίσματα; Για κάποιο λόγο, οι αναμνήσεις και οι εικόνες που μου έχουν μείνει περισσότερο, είναι οι συλλογικές. Ο τρόπος που μαζευόμασταν όλοι γύρω από ένα τραπέζι στην αρχή και στο τέλος κάθε γυρίσματος. Μια ιεροτελεστία που δεν είχε να κάνει μόνο με το φαγητό, αλλά και με το «μοίρασμα» και με την ιδέα ότι πετύχαμε κάτι σημαντικό. Ακόμη και οι μεγάλες δυσκολίες του γυρίσματος, τεχνικές ή άλλες -δυσκολίες στις οποίες όλες οι ειδικότητες έπαιρναν μέρος-, έμοιαζαν να ξεπερνιούνται από αυτό το κύμα συλλογικότητας που είχαμε. Νιώθαμε ότι ο σκοπός τού να βγει το πλάνο έτσι όπως πρέπει, μας ένωνε απίστευτα. Και παρ’ ότι είμασταν ένα συνεργείο Γάλλων, Ρώσων, Λετονών και Ελλήνων, η ιερότητα του κινηματογραφικού στόχου μάς έκανε να ξεπερνάμε αντιξοότητες καιρικές, τεχνικές ή άλλες. Πολλές φορές οι πιο δύσκολες στιγμές μετατρεπόντουσαν σε πολύ ευτυχισμένες στιγμές. Σε μικρούς συλλογικούς θριάμβους, θα τολμούσα να πω.
Ποιά ήταν η πιο δύσκολη στιγμή; Ίσως η σκηνή της βάπτισης στο ποτάμι; Παρότι η σκηνή της βάπτισης στο ποτάμι ήταν αυτή που με άγχωνε πάρα πολύ, εκείνη που τελικά με δυσκόλεψε πιο πολύ απ’ όλες, ήταν η τελευταία σκηνή του ζευγαριού. Κι αυτό γιατί έπρεπε να κρατήσουμε εντάσεις και υψηλές θερμοκρασίες για πάρα πολύ ώρα, μέσα από επαναλήψεις που έμοιαζαν ατελείωτες. Ήταν μια σκηνή που ψυχικά με πήγε κάπου πολύ μακριά και την κουβαλούσα για πολύ καιρό μέσα μου.
Τι προετοιμασία έκανες για να αντέξεις τα παγωμένα νερά του ποταμού για τη σκηνή της βάπτισης; Ήταν τελικά όσο δύσκολο θεωρούσες ότι θα ήταν; Ήταν μια σκηνή που φοβόμουν πάρα πολύ να την κάνω, παρότι ήταν δική μου επιλογή να μην γυριστεί η σκηνή σε green screen (πράσινη οθόνη) μέσα σε studio και να γίνει μετά, στο post-production η ένθεσή της μέσα στο αληθινό τοπίο, όπως πρότεινε η παραγωγή για λόγους ασφάλειας. Όλοι φοβόμασταν για αυτή τη σκηνή. Είχε βοηθήσει βέβαια το γεγονός ότι έκανα χειμερινά μπάνια εδώ στην Ελλάδα, όπως και οι συναντήσεις με αθλίατρους στη Λετονία που μου έκαναν μια ειδική προετοιμασία. Κάναμε επίσης τεστ σε πισίνα με παγωμένο νερό κάποιες μέρες πριν. Η μεγάλη δυσκολία δεν ήταν τόσο η βουτιά όσο ο χρόνος αναμονής ανάμεσα στις λήψεις. Ήταν κάτι δύσκολο, όμως ένιωσα ότι ξεπέρασα κάποια πολύ σημαντικά όρια -και όχι μόνο σωματικά. Όρια που δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα τα ξεπερνούσα…
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισες στην ενσάρκωση της Άννας, της ηρωίδας σου; Ποια είναι η γνώμη σου για αυτήν, αλλά και για τη σχέση της με τον Πέτρο και για τη σχέση του ζευγαριού που χλομιάζει; Συνήθως όταν διαβάζω σενάρια, ο χαρακτήρας μού ξεκλειδώνεται από πράγματα που δεν μπορώ να καταλάβω με τις πρώτες αναγνώσεις. Στο «Ακίνητο Ποτάμι» δεν μπορούσα να καταλάβω πώς η Άννα, ένας χαρακτήρας που έχει μια στωικότητα και μια γλυκύτητα, φτάνει σε ξεσπάσματα και εντάσεις απρόβλεπτες ίσως και για εκείνη την ίδια. Αυτό το κενό προσπάθησα να γεμίσω. Να καταλάβω ποιά είναι η διαδρομή της για να φτάσει ως εκεί. Μου αρέσει πολύ η παραδοξότητα των αντιδράσεων της. Έχει μια αθωότητα μωρού στην παρατήρησή της, σαν να κοιτάει τα πάντα από την αρχή.
Όσο για το ζευγάρι, μ’ ενδιέφερε πολύ το γεγονός ότι έχει να αντιμετωπίσει δυο «ξένους». Ένα καινούριο μέρος κι ένα καινούριο μέλος. Και μάλιστα, ένα καινούργιο μέλος που δεν γνωρίζουμε την προέλευσή του. Το ξαφνικό και καθοριστικό γεγονός της ύπαρξής του φαίνεται σαν να τους οδηγεί στην αναζήτηση της προέλευσης της σχέσης τους. Υπάρχει μία σκηνή στο σενάριο που με βοήθησε αρκετά να καταλάβω αυτό το χλόμιασμα της σχέσης τους. Μια σκηνή που δεν μπήκε τελικά στην ταινία: η Άννα ξυπνάει και παρατηρεί τον Πέτρο λες και δεν έχει ξαναδεί ποτέ το πρόσωπό του. Σαν να βλέπει από την αρχή τα χαρακτηριστικά του. Κάτι που ίσως να έχει και διπλή σημασία: από τη μια δηλαδή είναι σαν να βλέπεις τα χαρακτηριστικά κάποιου για πρώτη φορά, ακριβώς επειδή μπορεί να νιώθεις ότι, τελικά, δεν τον γνωρίζεις καθόλου. Όμως από την άλλη, αυτό το βλέμμα μπορεί να είναι και μία καινούργια θέση πάνω στη σχέση -να κοιτάξεις δηλαδή κάποιον με μία καθαρότητα που δεν υπήρχε προηγουμένως. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο προχωράει η Άννα -και γίνεται μία κουκίδα σε ένα λευκό τίποτα…
Εδώ και πολλά χρόνια ζεις στη δουλειά σου, άρα και στη ζωή σου, μία «περιπέτεια», ένα ταξίδι σε τόπους-σταθμούς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. Πώς το βιώνεις όλο αυτό; Από την ταινία «Μέσα στο δάσος», στο «Σύμπτωμα» και μετά στο «Ακίνητο Ποτάμι» η επιλογή των χώρων για τις ταινίες του Άγγελου έχουν να κάνουν με ένα ταξίδι -και άρα με μια αλλαγή. Οι χώροι γίνονται εσωτερικά τοπία και αντίστροφα. Κάθε ταινία είναι ένας ξεχωριστός σταθμός, μια ξεχωριστή εμπειρία που αναδεικνύει τον πυρήνα του σεναρίου. Από την Φακίστρα στο Πήλιο, την παραλία στο «Μέσα στο δάσος» που ήτανε το πιο ζεστό και ασφαλές τοπίο, σαν μήτρα, μέχρι τα απότομα φαράγγια ή τον δυνατό αέρα της χειμωνιάτικης Αμοργού που δημιουργούσε έναν βόμβο στο κεφάλι σου ή μέχρι την τελευταία εμπειρία στην Ρωσία, τα ταξίδια και οι τόποι γίνονται ήρωες όσο κι εμείς που παίζουμε. Και είναι σαν να έχουμε ένα συνεχή διάλογο μαζί τους.
Πριν λίγο καιρό συμμετείχες στην παράσταση “Symposium” σε σκηνοθεσία Krzystof Garbaczewski, στην Πολωνία. Έχεις κάποια ιδιαίτερη σχέση ίσως με τη χώρα; Tον Οκτώβριο συνεργαστήκαμε με την ομάδα του Krzystof Garbaczewski στην Πολωνία, στο Nowy Teatr του Warlikowski. Έπαιξα τον ρόλο της Διοτίμας στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Με τον Krzystof γνωριστήκαμε πριν χρόνια στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βρότσλαβ όπου παιζόταν το «Μέσα Στο Δάσος». Είχαμε συνεργαστεί ξανά πριν από χρόνια σε μια παράσταση στο Lodz. Δεν μιλάω πολωνικά αλλά με την συγκεκριμένη δουλειά και με τη συγκεκριμένη ομάδα νιώθω ότι υπάρχει ένας διάλογος που ξεκίνησε με αφορμή εκείνη την ταινία και μεταφέρθηκε στο θέατρο ως άλλη διαδικασία. Είναι ένας διάλογος που αφορά τη συνεχή αναζήτηση μεθόδων οι οποίες μπορούν να κρατήσουν και να αναπαράγουν έναν αυθορμητισμό και μια ενέργεια που μπορεί να δώσει αναπάντεχα αποτελέσματα.
Τι είναι εκείνο που αναζητάς περισσότερο στην πορεία σου ως ηθοποιός; Τι είναι για σένα η υποκριτική, πώς θα την καθόριζες; Ποιος ρόλος, από όσους έχεις ερμηνεύσει ως τώρα, ήταν καθοριστικός για σένα; Δεν μπορώ να καθορίσω και να εξηγήσω τι σημαίνει για μένα υποκριτική, γιατί για μένα κάθε φορά έχει άλλη διαδικασία και παίρνει άλλες διαστάσεις. Εννοώ ότι κάθε φορά δουλεύεις εντελώς διαφορετικά για να προσεγγίσεις τον ρόλο, να νιώσεις πιο κοντά σε κάτι που το θεωρείς σημαντικό ώστε να κατανοήσεις όσο το δυνατόν καλύτερα έναν χαρακτήρα. Ένας ρόλος που ήταν καθοριστικός για μένα ήταν αυτός της Ηλέκτρας στην ταινία «Σύμπτωμα», γιατί όταν μου δόθηκε το σενάριο υπήρχε τόση ελευθερία στο να σκεφτείς τις σκηνές και να βουτήξεις σε πράγματα δικά σου, που θα μπορούσε όλο αυτό να ξεφύγει και να μην έχει ειρμό. Η οριοθέτηση της ελευθερίας ήταν η ίδια η δομή του χαρακτήρα εν τέλει. Το συγκεκριμένο και το απτό γίνονταν τελικά πιο ποιητικά. Υπήρχαν σκηνές της Ηλέκτρας στο «Σύμπτωμα» που ήταν πολύ συγκεκριμένες, αλλά, με κάποιον περίεργο τρόπο, ενώ ακριβώς ήταν τόσο συγκεκριμένες, ήταν ταυτόχρονα εντελώς ποιητικές. Δεν θα ξεχάσω μία σκηνή στο «Ακίνητο Ποτάμι» όπου η Άννα παρατηρεί μία γυναίκα να διασχίζει την τεράστια χιονισμένη έκταση. Αυτή η πορεία της άγνωστης γυναίκας σε αυτό το άγνωστο τοπίο, μου έφερνε στο νου τη διαδρομή της Ηλέκτρας -ήταν λες και η Άννα αυτήν κοιτούσε. Ήταν μία αίσθηση πολύ παράξενη…
Θέατρο-κινηματογράφος: ποιό από τα δύο σε γοητεύει περισσότερο; Και τα δύο! Για μένα σημασία έχουν οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που καλούμαι να ερμηνεύσω και οι συνεργασίες που μου αποκαλύπτουν διαφορετικές εκδοχές μου. Πόσες φορές έχουμε δει το ανέβασμα του ίδιου θεατρικού έργου ή μιας ταινίας που έχει το ίδιο βασικό θέμα με άλλες! Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ματιά του σκηνοθέτη και των μελών που συνθέτουν την ομάδα η οποία δημιουργεί το έργο. Η μεγάλη διαφορά του θεάτρου με τον κινηματογράφο είναι ότι παίρνεις απόφαση ότι στον δεύτερο πάντα θα υπάρχουν αποτυπωμένες οι ερμηνείες σου -και μπορείς να ανατρέξεις σε αυτές και να τις ξανασυναντήσεις όσο τρομακτικό και γοητευτικό μπορεί να είναι αυτό ταυτόχρονα. Η «εγγραφή» αυτή είναι για μένα μεταφορική και κυριολεκτική.
Στο θέατρο έχεις ήδη περάσει και στο βήμα της σκηνοθεσίας. Θα ήθελες να συνεχίσεις και στο μέλλον; Αν έπρεπε να επιλέξεις μεταξύ υποκριτικής και σκηνοθεσίας, τι θα διάλεγες; Οι πρώτες σκηνοθετικές απόπειρες που είχα κάνει ήταν όταν τελείωνα τη δραματική σχολή. Η πιο πρόσφατη ήταν με τις «Ευτυχισμένες μέρες στους τεφρούς κήπους» (2013). Με ενδιέφερε τρομερά το ντοκιμαντέρ «Grey Gardens» των αδερφών Maysles και μπήκα στη διαδικασία να φανταστώ πώς θα μπορούσα να το ζωντανέψω με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Δεν θεωρώ ότι είμαι σκηνοθέτης. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Διαλέγω την υποκριτική, γιατί, στο σκηνοθετικό κομμάτι, ο σκηνοθέτης πρέπει να μιλάει με όλες τις ειδικότητες, να συνεννοείται για τα πάντα και, στο τέλος, μπορεί να μη του μείνει ο χρόνος που θα ήθελε για να κατορθώσει να κάνει αυτό το οποίο είχε οραματιστεί. Μπορεί να χάσεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα συνεννοήσεων και επικοινωνίας. Οπότε, επιλέγω σίγουρα την υποκριτική.
Για την ερμηνεία σου στην «Πολυ ξένη» της Δώρας Μασκλαβάνου, βραβεύτηκες με το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου της Ακαδημίας Κινηματογράφου, όπως και με τα βραβεία ερμηνείας στα φεστιβάλ του Λος Άντζελες και της Νέας Υόρκης. Τι σημαίνουν για σένα αυτά τα βραβεία; Είναι ευχάριστο και τιμητικό να αναγνωρίζεται η δουλειά σου. Χάρηκα πολύ και, για να είμαι ειλικρινής, τα βραβεία σίγουρα τονώνουν τον εγωισμό και μειώνουν την ανασφάλειά σου. Αλλά δεν ξέρω σε τι ακριβώς διαγωνιζόμαστε. Εννοώ ότι ένας αθλητής έχει κάποια ρεκόρ που τα ξεπερνάει. Στις τέχνες δεν μπορώ να καταλάβω ποιά είναι αυτά…
Πολυξένη και Άννα -οι δύο τελευταίοι και σημαντικότατοι ρόλοι σου στον κινηματογράφο. Και οι δύο τελείως διαφορετικά, αλλά μοναχικά πλάσματα τελικά. Υπάρχει, θεωρείς, κοινό σημείο ανάμεσά τους; Είναι ενδιαφέρον αυτό που λες, γιατί η Πολυξένη αναζητά την ταυτότητά της κατά τη διάρκεια όλης της ταινίας, καθώς οι συγκυρίες την έχουν φέρει σε ένα περιβάλλον συγκεκριμένο: υιοθετημένη από πολύ μικρή ηλικία δεν μπορεί να καταλάβει ποιά είναι η ταυτότητά της. Αντίθετα, η Άννα γνωρίζει πολύ καλά την ταυτότητά της στην αρχή της ταινίας, αλλά παίρνει απόφαση να την πετάξει. Για μένα κοινό σημείο στις δύο ηρωίδες είναι το γεγονός ότι αφήνονται ελεύθερες και, όσο ξεπερνούν την κοινωνική επιταγή, χειραφετούνται, δυναμώνουν, η κάθε μία με το δικό της τρόπο.
Ένα άλλο κοινό τους σημείο, πάντως, είναι ότι και οι δύο μένουν έγκυες και υπερασπίζονται «μέχρι θανάτου» το δικαίωμά τους στη μητρότητα. Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τη μητρότητα; Ως κάτι πάρα πολύ φυσικό, την εξέλιξη και ολοκλήρωση μιας γυναίκας. Όμως δεν μου αρέσει η μητρότητα να καθορίζει και το φύλο της γυναίκας. Νιώθω αμήχανα απέναντι στο βάρος της κοινωνικής πίεσης που συνεχίζει να υπάρχει. Γιατί δυστυχώς, ακόμη, μετά από κάποια ηλικία, η γυναίκα αντιμετωπίζει την ερώτηση «γιατί δεν έχεις κάνει παιδί;».