Στο νησάκι Χαρτ Αιλαντ μπροστά από το Μπρόνξ, θάβονταν τα τελευταία 150 χρόνια οι νεκροί, των οποίων οι συγγενείς δε μπορούν να καλύψουν τα έξοδα για την κηδεία. Πλέον στον ίδιο χώρο έχουν ανοιχτεί μαζικοί τάφοι για τους νεκρούς της πανδημίας. Πάνε μήνες τώρα που περνάνε από δίπλα μας αριθμοί. Καθένας από αυτούς σκεπάζει την ιστορία ενός ανθρώπου που πέθανε μοναχικά. Αυξάνονται με καταιγιστικούς ρυθμούς.
Σχεδόν δεν προλαβαίνουμε να τους θάψουμε, να τους κλάψουμε, να τιμήσουμε τη μνήμη τους. Δεν επιτρέπεται κιόλας να το κάνουμε, με τον τρόπο τουλάχιστον που οι κοινωνίες παραδοσιακά αποχαιρετούν αυτούς που φεύγουν. Έτσι, στη μακριά σήραγγα που άξαφνα και ακούσια εκτροχιάστηκε η πραγματικότητα μας, συνυπάρχουν η ρουτινοποίηση του θανάτου και η αδυναμία του πένθους. Χάνουμε ανθρώπους, σχέσεις, επικοινωνίες, αγγίγματα, σταθερές και δεν προλαβαίνουμε ή δε μπορούμε να επεξεργαστούμε τις απώλειες μας. Το πένθος της πανδημίας είναι εκ των πραγμάτων ατελές.
Αυτό στοχάζεται η Κατερίνα Μάτσα στο τελευταίο της βιβλίο «Νιόβη: Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας» (εκδόσεις Αγρα). Εξαιρετική ψυχίατρος με ανεκτίμητο έργο ως επιστημονική υπεύθυνη της θεραπευτικής μονάδας απεξάρτησης «18 ΑΝΩ» και πλέον ενεργό μέλος των Κοινωνικών Ιατρείων, η Κατερίνα είναι πολυγραφότατη. Τη γνώση, την ευαισθησία, την κοινωνική και κλινική της εμπειρία τη λεκτικοποιεί. Σ’ αυτό το βιβλίο σκάβει στο υπόστρωμα της πιο στυγνής επικαιρότητας.
«Η ανθρωπολογική κρίση ως πλευρά της συνολικής κρίσης που αποτελεί η πανδημία, ήταν το έναυσμα μου. Με συγκλόνιζε η εικόνα των μαζικών τάφων στο Μπρονξ, στο Μπέργκαμο, στη Βραζιλία. Και το γεγονός ότι αυτοί οι νεκροί θάβονταν μέσα σε σφραγισμένα φέρετρα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μαρτυρικά και ολομόναχοι. Οι συγγενείς αγωνιούν και δε μπορούν να κάνουν τίποτα. Ούτε να πλησιάσουν. Είναι μια ολότελα καινούργια συνθήκη. Μια φίλη νοσηλεύτρια που εργάζεται σε μεγάλο νοσοκομείο αναφοράς με καλούσε στο τηλέφωνο και μου διηγούνταν πως οι οδηγίες που είχαν ήταν να πλένουν γρήγορα τους νεκρούς από τον κορωνοϊό με χλωρίνη και να τους βάζουν σε μεγάλες μαύρες σακούλες. Ακόμα και τώρα, όταν το σκέφτομαι, ανατριχιάζω γιατί αντιλαμβάνομαι ότι συντελείται μια πραγμοποίηση των νεκρών. Όταν η κοινωνία δε μπορεί να θάψει τους νεκρούς της, δε μπορεί να κάνει δηλαδή το πένθος συλλογικό, υπάρχει πρόβλημα. Γιατί το πένθος – που ένα κομμάτι του είναι και οι ταφικές τελετές, ο θρήνος, η συμμετοχή στην κηδεία, το μετά την κηδεία, είναι κομμάτι του κοινωνικού δεσμού. Μέσα από τη συμμετοχή του άλλου στο πένθος του πενθούντα ενισχύονται οι δεσμοί αλληλεγγύης. Η απόδοση τιμής στο νεκρό επανανοηματοδοτεί την πορεία των ζωντανών. Δεν είναι ατομικό ζήτημα. Όταν δε μπορεί να επιτελεστεί, δε μπορεί να περάσει στο κοινωνικό σώμα, προκαλείται κενό και διαταράσσεται η ψυχική υγεία. Αυτό είναι το αδύνατο πένθος και θα αποτιμηθεί σ’ ένα βάθος χρόνου» λέει.
Η Κατερίνα διαπραγματεύεται το ζήτημα του ανεκπλήρωτου πένθους μέσα από την παραλληλία δύο ιστοριών, μιας βγαλμένης από το μύθο και μιας από το σκληρό φλοιό της αληθινής ζωής. Η Νιόβη, κόρη του Ταντάλου της Φρυγίας και της Διώνης, απέκτησε δεκατέσσερα παιδιά. Προκάλεσε τη Λητώ και οι θεοί αποφάσισαν να την τιμωρήσουν. Ο Απόλλωνας σκότωσε τα αγόρια και η Άρτεμις τα κορίτσια. Τα νεκρά σώματα των παιδιών έμειναν άταφα για εννέα ημέρες. Η Νιόβη στεκόταν στο πλάι, άφωνη, δίχως τροφή, δίχως νερό και με στεγνά μάτια. Οι θεοί τελικά τη λυπήθηκαν και έθαψαν τα παιδιά της. Μετά ο Δίας τη μεταμόρφωσε πέτρα, απ’ όπου αναβλύζουν ασταμάτητα τα δάκρυα της.
Η άλλη Νιόβη ήταν μια γυναίκα 38 ετών. Δε γνώρισε τον πατέρα της, ο οποίος εγκατέλειψε τη μητέρα της λίγο μετά τη γέννα. Στο σχολείο έλεγε ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει. Σε ηλικία 13 ετών εμφάνισε ψυχογενή ανορεξία. Στα 18 της έμεινε έγκυος και αποφάσισε να κρατήσει το παιδί. Λίγο αργότερα ξεκίνησε τη χρήση ηρωίνης που την οδήγησε σε έναν γκρεμό, καθώς η ίδια εξαθλιωνόταν και λειτούργησε κακοποιητικά ως προς το παιδί της. Ολοκλήρωσε με επιτυχία το πρόγραμμα απεξάρτησης στο 18 ΑΝΩ. Ωστόσο, πάλι δε βρήκε χαρά. Ο γιος της πήγε να μείνει στην επαρχιακή πόλη που ζούσε η γιαγιά του. Ώσπου πριν ένα χρόνο περίπου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα ότι ο γιος της έπεσε θύμα τροχαίου. Κλονίστηκε και περιπλανήθηκε μόνη της στους δρόμους. Δεν πρόλαβε να αποχαιρετίσει το γιο της. Όταν έφτασε, είχε τελειώσει η κηδεία. Επισκέφτηκε την Κατερίνα στο Κοινωνικό Ιατρείο. «Η ψυχή μου πέτρωσε από τον πόνο» της είπε σε μια συνάντηση. Με το ξέσπασμα της πανδημίας διακόπηκε η λειτουργία του Κοινωνικού Ιατρείου.
Άρχισε πάλι να περιπλανιέται και να γίνεται επιθετική. Νοσηλεύτηκε για έναν μήνα σε ψυχιατρική κλινική. Όταν βγήκε, επισκέφτηκε τη μητέρα της και τον τάφο του παιδιού της. Γύρισε στην Αθήνα, ανέβηκε σ’ ένα λόγο με τα δύο της σκυλιά. Την εντόπισαν κάποιοι περαστικοί και κανείς δεν ξέρει αν ήταν ατύχημα ή αυτοκτονία. Η Κατερίνα αναλύει πως αυτή η γυναίκα κουβαλούσε δύο κρύπτες, του απόντος πατέρα και του νεκρού γιου, δύο τραύματα που δε μπόρεσε να επεξεργαστεί και εγκιβωτίστηκαν μέσα της.
Η κοινή συνισταμένη των δύο ιστοριών είναι ο μη επιτελεσμένος θρήνος, η αδυναμία επεξεργασίας της απώλειας που μπλοκάρει την ψυχική αναδιοργάνωση. Πρόκειται για διεργασίες πολύ κρίσιμες και συνυφασμένες με την ανθρωπογένεση. Το πένθος και οι επικήδειες τελετές εντοπίζονται στα βάθη των αιώνων από τα ομηρικά έπη μέχρι το χρέος της Αντιγόνης να αποδοθεί σεβασμός στο νεκρό. Μάλιστα στην προνεωτερική εποχή οι νεκροί καταλάμβαναν πολύ περισσότερο χώρο στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Η νεωτερικότητα με το αέναο κυνήγι της αφθαρσίας, εξοστράκισε το θάνατο. «Υπάρχει ένας αποκλεισμός που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, ριζικότερος από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των «κατώτερων φυλών», ένας αποκλεισμός πριν από όλους τους άλλους, που τους χρησιμεύει για μοντέλο και βρίσκεται στα θεμέλια της ορθολογικότητας της κουλτούρας μας: ο αποκλεισμός των νεκρών και του θανάτου» έγραφε ο Ζαν Μπωντιγιάρ. Η πανδημία αναμοχλεύει αναπάντεχα και οδυνηρά ακριβώς αυτά τα ερωτήματα, εντείνοντας περισσότερο τον αποκλεισμό του νεκρού και μαζί τη δυσφορία των πενθούντων.
«Οι δυτικές κοινωνίες έχουν αποκλείσει το νεκρό και το θάνατο. Ο Ζαν Ζενέ διαμαρτυρόταν ότι τα νεκροταφεία έφυγαν από τον ιστό της πόλης ήδη από τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Φρόυντ έλεγε δεν υπάρχει πιο μεγάλος αποκλεισμός από τον αποκλεισμό του νεκρού. Τον αρνούμαστε. Ο δυτικός άνθρωπος στην αστική νεωτερικότητα αρνείται και το θάνατο και το νεκρό. Η ανθρωπότητα πέρασε από πολλά στάδια. Στη νεολιθική εποχή υπάρχουν ευρήματα στο Τσαταλχαγιουκ της Τουρκίας, όπου δείχνουν ότι οι νεκροί θάβονταν κάτω από τις κατοικίες των ζωντανών. Τώρα η πανδημία συνιστά έναν ακραίο αποκλεισμό του θανάτου, ακυρώνοντας τη συμβολική ανταλλαγή νεκρών και ζωντανών μέσω των επικήδειων τελετών. Αυτό έχει επίπτωση στους ζωντανούς. Γιατί οι τελετουργίες ισοδυναμούν με πλαισίωση των πενθούντων από την κοινότητα, δίνοντας νόημα στην απώλεια αλλά και στη ζωή που πρέπει να συνεχιστεί. Το χρειάζονται γιατί όταν χάνεις ένα δικό σου άνθρωπο, δε χάνεις μόνο το συγκεκριμένο άνθρωπο. Ουσιαστικά – λέει – η Τζουντιθ Μπάτλερ χάνεις κι ένα κομμάτι του εαυτού σου, το κομμάτι που ήταν δεμένο με αυτόν. Υπάρχει σχεσιακή διάσταση σε κάθε απώλεια που έχουμε. Όταν εκλείπουν αυτές οι διαδικασίες, αναπτύσσεται το φαινόμενο της κρύπτης. Δε μπορείς να πενθήσεις το νεκρό κι έτσι τον κουβαλάς μέσα σου. Είχαμε παρατηρήσει το φαινόμενο και σε άλλες εποχές, για παράδειγμα μετά τον Εμφύλιο. Οικογένειες που είχαν νεκρούς, δε μπόρεσαν να τους αποχαιρετίσουν και μετά δεν τολμούσαν να μιλήσουν δημόσια γι’ αυτούς, εξαιτίας του φόβου που επικρατούσε. Στη Μεταπολίτευση που άλλαξε το κλίμα, άρχισαν να μιλούν και να φαίνονται τα τραύματα. Πιστεύω ότι σε μια άλλη κλίμακα, θα το δούμε και με την πανδημία» εξηγεί η Κατερίνα Μάτσα.
Το ανεπίλυτο πένθος εγκαθίστανται σε αυτούς και αυτές που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα. Κυκλώνει όμως το σύνολο της κοινωνίας. Τους ανθρώπους που ήταν πιο ευάλωτοι ως άστεγοι, πρόσφυγες, τοξικοεξαρτημένοι, κρατούμενοι και τώρα έχουν μείνει χωρίς καμία πρόνοια και φροντίδα. Τον καθένα και την καθεμία από εμάς που βιώνει τον ιδιότυπο εγκλεισμό, τη στέρηση της καθημερινότητας του, το άγχος για την επόμενη μέρα. Είναι βέβαιο ότι θα βγούμε λαβωμένοι/ες από την πρωτόγνωρη εμπειρία της υγειονομικής κρίσης. Τουλάχιστον ας μη βγούμε περισσότερο μόνοι και μόνες, γιατί θα είναι αφάνταστα δύσκολο να επουλώσουμε τις πληγές μας.
Μ’ αυτή την ανάγκη να διασώσουμε και να δυναμώσουμε την αλληλεγγύη, καταλήγει η Κατερίνα:
«Η ανθεκτικότητα, η δυνατότητα να αντιμετωπίζεις τα εμπόδια, συνδέεται με το πόσο στενούς δεσμούς έχεις με τους άλλους. Μόνος είσαι πιο εύθραυστος. Η έντονη προπαγάνδα ατομικισμού προσδιόρισε έναν τρόπο ζωής που μας φέρνει άοπλους σε αυτή την κατάσταση και κάνει ακόμα πιο φανερή την αποξένωση. Μας εκθέτει και μας καθιστά ψυχικά ευάλωτους. Αν έχουμε μια ελπίδα στη ζοφερή κατάσταση με το αδύναμο πένθος να κυριαρχεί, βρίσκεται στο γεγονός ότι ακριβώς επειδή η κρίση έχει δημιουργήσει ερωτηματικά επιβίωσης, χτίζονται εστίες αντίστασης και αλληλεγγύης. Για παράδειγμα στις φαβέλες στη Βραζιλία βρήκαν τρόπο να φτιάξουν υποδομές καθαριότητας σε περιοχές που δεν υπήρχε καθαρό νερό. Αντιστέκεται η κοινωνία στην καταστροφή της. Στα κοινωνικά ιατρεία έχουμε αιτήματα από ανθρώπους που δεν είχαν να φάνε, που υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές, τα νοσοκομεία στενάζουν και ουσιαστικά αναστέλλουν τις υπόλοιπες λειτουργίες, η πρωτοβάθμια φροντίδα είναι ανύπαρκτη. Είναι απελπιστική η κατάσταση αλλά δημιουργούνται δίχτυα που προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες. Να βγούμε από το αδιέξοδο και να ζήσουμε μια ανθρωπινή ζωή. Να φτιάξουμε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο το θεραπευτικό πλαίσιο που θα ανοίξει τις κρύπτες μας»