Κι όμως: τα Παράσιτα θριάμβευσαν στα Όσκαρ μόλις πριν 4 μήνες και όχι πριν από 10 χρόνια, όπως μοιάζει να έχει συμβεί στην τωρινή μας πραγματικότητα. Τότε κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει πόσο διαφορετική θα ήταν τελικά η λίστα με τις καλύτερες ταινίες του 2020: κανονικά θα την καθυστερούσαμε λίγο για να περιμένουμε και το Tenet στις 16 Ιουλίου (ενώ τώρα την καθυστερήσαμε γιατί δεν συνειδητοποιήσαμε ότι έχουμε φτάσει –και περάσει– το μέσο της χρονιάς), θα αναρωτιόμασταν πόσες ταινίες από το φεστιβάλ Καννών είναι δίκαιο να συμπεριλάβουμε και θα βάζαμε στο #1 το ένατο The Fast & The Furious, μένοντας ως επί το πλείστον πιστοί συνήθη κανόνα μας «μόνο ταινίες διανομής».
Με το Tenet να αγνοείται, τις Κάννες να μην έγιναν, το F&F να έχει μεταφερθεί για το 2021 και, μια μικρή λεπτομέρεια, τις κινηματογραφικές αίθουσες να έμειναν κλειστές για περίπου 3 μήνες, η παρακάτω λίστα έχει γίνει αρκετά δημιουργική, περιλαμβάνοντας ταινίες που ναι, είδαμε στο σινεμά, αλλά και ταινίες που είδαμε σε streaming, ταινίες που είδαμε σε συνδρομητική τηλεόραση, ταινίες που είδαμε σε διαδικτυακά φεστιβάλ, μέχρι και ταινίες που είδαμε… στο θέατρο.
Καλώς ήρθατε στο γενναίο νέο κόσμο όπου το μέγεθος της οθόνης δεν μετράει….
Τρελό course correction για μια από τις ατυχέστερες εκκινήσεις franchise, αυτό το spin-off της Ομάδας Αυτοκτονίας έδωσε στην ηρωίδα της Μάργκο Ρόμπι το χαοτικό κεφάλαιο που της άξιζε, αποκαλύπτοντας τη μέθοδο πίσω από την τρέλα, φρενάροντας… πουθενά και –πολύ βασικό για τη γενιά του Tasty– κάνοντας φετίχ ένα σάντουιτς με αυγό. Απαλλαγμένη από τον Τζόκερ (στην ταινία) και από τους Ντέιβιντ Έγιερ και Τζάρεντ Λίτο (στην πραγματικότητα), η Χάρλεϊ Κουίν της Ρόμπι μπορεί να είναι μια άλλη/να ζήσει σε παράνοια και να λάμψει με τους δικούς της όρους, έστω και σαν πυροτέχνημα. Η ταινία της Κάθι Γιαν έτυχε να είναι και το τελευταίο υπερηρωικό δείγμα από μεγάλο στούντιο πριν ο πλανήτης παραλύσει εξαιτίας του κορονοϊού και έχει αποκτήσει σχεδόν νοσταλγική διάσταση ως event movie σε μια περίοδο που κανενός η ζωή δεν τα περιλαμβάνει.
Ίσως η λαμπρότερη στιγμή στην καριέρα του Χιου Τζάκμαν, που είναι ταυτόχρονα ακαταμάχητος και γλοιώδης στο ρόλο του σχολικού διευθυντή που καταχράστηκε εκατομμύρια δολάρια και διατηρούσε όχι διπλή, αλλά τριπλή ζωή την ώρα που υπό την επίβλεψή του το δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα του Λονγκ Άιλαντ περνούσε από θρίαμβο σε θρίαμβο. Στη δεύτερη ταινία του, ο σκηνοθέτης Κόρι Φίνλεϊ επιβεβαιώνει πως νιώθει σαν στο σπίτι του στη γκρίζα ζώνη της ηθικής, γεγονός που αποκάλυψε στο φανταστικό ντεμπούτο του, Thoroughbreds (δείτε το αμέσως στο Netflix.) Εδώ ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στον κυνισμό, το χιούμορ και τη συμπάθεια, ξέροντας πότε να αφήσει την έμφυτη λύπη της ιστορίας να χρωματίσει τις άκρες του πορτρέτου ενός άντρα για τον οποίο η ζωή παλεύεται μόνο αν της φερθείς σαν performance.
Η τελευταία φορά που τρομάξαμε σε σινεμά πριν τρομάξουμε να ξαναπάμε σινεμά ήταν με το θρίλερ του Λι Γουάνελ, στο οποίο η Ελίζαμπεθ Μος, καταδιωκόμενη από το νεκρό (;) σύζυγό της σε αρχιτεκτονικά βολικούς χώρους, αποκτά επιτέλους το star vehicle που της αξίζει μετά από χρόνια λαμπρής τηλεοπτικής καριέρας. Ο Γουάνελ, από την πλευρά του, εξαργυρώνει το horror cred που συγκεντρώνει από το 2004 (ως σεναριογράφος του ιστορικού Saw και ως σχολαστικός σκηνοθέτης του Insidious 3 και του Upgrade) με την καλύτερή του στιγμή πίσω από την κάμερα, εφαρμόζοντας παλιούς και νέους κανόνες του είδους σε μια πολύ επίκαιρη ιστορία για τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκονται οι γυναίκες. Αλλά το ατού του παραμένει το πόσο πολύ he loves cheap thrills: η σκηνή στο εστιατόριο θα ήταν η πιο αξιομνημόνευτη της χρονιάς ακόμα κι αν υπήρχαν άλλες ταινίες.
Μια γλυκύτατη ρομαντική κομεντί (η καλύτερη στο Netflix μετά το Set It Up) της οποίας το hook «μοντέρνα προσαρμογή του Συρανό Ντε Μπερζεράκ σε ένα αμερικάνικο Λύκειο» είναι μόνο, όπως υπονοεί κι ο τίτλος, η μισή ιστορία. Υπάρχουν κι άλλες, πιο σημαντικές στην ταινία της Άλις Γου κέρδισε το βραβείο του φετινού Tribeca Film Festival: η queer ανατροπή της, η πεποίθησή της ότι η λογοτεχνία είναι ο καλύτερος προθάλαμος της ενήλικης ζωής, η γεμάτη κατανόηση στάση της απέναντι σε ένα κορίτσι που προσπαθεί να συμφιλιώσει τη σεξουαλικότητά του με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις που αποτελούν κι αυτές μέρος της ταυτότητάς του (μιας ταυτότητας που περιλαμβάνει, επίσης, την πάλη ανάμεσα στις ασιατικές ρίζες και την αμερικάνικη ανατροφή). Η κυριότερη, όμως, είναι η αναπάντεχη φιλία που σχηματίζεται ασυναίσθητα ανάμεσα στην πανέξυπνη Έλι Τσου (Λία Λιούις) και τον καλόκαρδο Πολ (Ντάνιελ Ντίμερ) την ώρα που ερωτεύεται κι εκείνη το αντικείμενο του πόθου του, τη δημοφιλή Άστερ (Αλέξις Λεμίρ). Μπορεί για τον Στίβεν Κινγκ οι καλύτερες φιλίες να είναι αυτές που κάνεις στα 12, αλλά το Δεν Έχεις Ιδέα πείθει ότι καμιά φορά αξίζει να περιμένεις λίγο παραπάνω.
Σε ένα ψαροχώρι του Μέιν, δύο νεαρές αδελφές (Σοφία Λόου και Μόργκαν Σέιλορ) απομένουν με ένα μεγάλο χρέος μετά το θάνατο της πολυαγαπημένης μητέρας τους και η δυσχερής κατάστασή τους περιπλέκεται περισσότερο όταν η μία σκοτώνει έναν άντρα που της επιτίθεται και πρέπει να ξεφορτωθούν το πτώμα του. Η απότομη βουτιά τους στα σκοτεινά μυστικά της μικρής τους πόλης, βασική φιγούρα των οποίων είναι η ιδιοκτήτρια του τοπικού οίκου ανοχής (Μάργκο Μάρτιντεϊλ), τις αναγκάζει να κοιτάξουν στα μάτια τη διαφθορά και το σκοτάδι που υποβόσκει γύρω τους, την ώρα που η ταινία τολμά να πάρει ένα παραδοσιακά «αντρικό» είδος όπως είναι εκείνο του νουάρ και να προτείνει μια γυναικεία προσέγγιση. Μαζί με το The Vast Of Night, αποτελεί εξαιρετικό φετινό απόκτημα του Amazon Prime στο κινηματογραφικό tab, ενώ είναι και ιδανική αφορμή για να ξαναδοκιμάσετε να πείτε “rural” με αμερικάνικη προφορά.
Robert and Willem sitting on a rock, s-h-o-u-t-i-n-g.
Σαν θυμωμένο ναυτικό τραγούδι που έρχεται στη ζωή και αποκτά τρομακτικές διαστάσεις, ο Φάρος του Ρόμπερτ Έγκερς είναι σκοτεινός, ποιητικός, ανατριχιαστικός και κλειστοφοβικός σε ίσες δόσεις, γυρισμένος σε στυλιστικά αυστηρό ασπρόμαυρο. Σαν σπουδή πάνω στην ανδρική ψυχολογία, είναι ό,τι πιο εύστοχο έχει ειπωθεί για το θέμα από τότε που ο Ντον Ντρέιπερ άναψε το πρώτο του τσιγάρο. Σαν buddy κωμωδία, δεν έχει προηγούμενο.
Αν υπήρχαν άτομα με την ψευδαίσθηση ότι η μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης θα μπορούσε να διαγωνιστεί στα Όσκαρ ως legit ταινία (τόσο που χρειάστηκε επίσημη διάψευση), τότε κι εμείς μπορούμε να της χαρίσουμε μια θέση σε αυτό το top 10 ως αφορμή για να μιλήσουμε για το σημαντικότερο, ίσως, αμερικάνικο δημιούργημα της τελευταίας δεκαετίας («σε οποιονδήποτε τομέα», όπως θα έλεγε και η Μισέλ Ομπάμα). Ο Λιν Μανουέλ Μιράντα, φευγαλέα γνωστός στο ελληνικό κοινό ως συμπρωταγωνιστής του Η Μαίρη Πόπινς Επιστρέφει κι εμπνευστής της #περήφανης φράσης “love is love”, διάβασε σε κάτι διακοπές τη βιογραφία του εθνοπατέρα των ΗΠΑ, Αλεξάντερ Χάμιλτον, κι οραματίστηκε ένα χιπ χοπ μιούζικαλ. (Εύλογα προκύπτει το ερώτημα «πώς είναι δυνατόν…»; Οι ιδιοφυίες δεν εξηγούν τις μεθόδους τους, μιλάμε από προσωπική εμπειρία.) Μερικά χρόνια αργότερα, το Μπρόντγουεϊ πήρε φωτιά από το πολυπολιτισμικό καστ, τα τραγούδια που συνδύασαν Beatles με Mobb Deep και Gilbert & Sullivan με Notorious B.I.G. και τα εξωφρενικά ακριβά και δυσεύρετα εισιτήρια.
Μετά από 11 Τόνι, ένα Πούλιτζερ και ένα σκασμό άλλα βραβεία, το μιούζικαλ-ορόσημο της σύγχρονης αμερικάνικης ποπ κουλτούρας έφτασε στο Disney+ (του χρόνου και στην Ελλάδα) σε όλη του την breathless δόξα, ένα αξιοθαύμαστο μουσικό κατόρθωμα που φαντάζεται την ιστορία των ΗΠΑ σαν rap battle αλλά και μια βαθιά προσωπική δήλωση, για την αξία της εγρήγορσης, της μόρφωσης και της δημιουργίας σε μια ζωή που το αύριο δεν είναι σίγουρο για κανέναν μας.
Στην ψηλόλιγνη, αμήχανη (αλλά για κάποιους σέξι) φιγούρα του Πιτ Ντέιβιντσον αντικατοπτρίζεται ολόκληρη η Gen Z: για τους 20άρηδες του overload από τατουάζ, της ασταθούς ψυχικής υγείας, της εμμονής με την Ariana Grande (για τον Ντέιβιντσον αυτό σημαίνει ότι μέσα σε ένα τρίμηνο είχαν γνωριστεί, αρραβωνιαστεί και χωρίσει), της παράλογης σχέσης με τα social media και του γρήγορου χιούμορ, ο ηθοποιός του Saturday Night Live είναι είδωλο. Το ερώτημα που τίθεται στον πιο κρίσιμο πρωταγωνιστικό του ρόλο στη νέα ταινία του Τζαντ Άπατοου είναι αν μπορεί να γίνει σταρ. (ΔΞ/ΔΑ αλλά είναι ένα καλό πρώτο βήμα.)
Βασισμένο εν μέρει στην αληθινή του ζωή, το The King Of Staten Island παρακολουθεί έναν αιώνιο έφηβο που αρνείται να φύγει από το πατρικό του κι αναγκάζεται να το κάνει με απότομο τρόπο όταν η μητέρα του (Μαρίζα Τομέι) ξαναγνωρίζει τον έρωτα 17 χρόνια μετά το χαμό του πυροσβέστη συζύγου της εν ώρα καθήκοντος. (Ο πατέρας του Ντέιβιντσον ήταν ανάμεσα στους πυροσβέστες-θύματα της 11ης Σεπτεμβρίου και ο ίδιος ζει με τη μαμά του, που έχει να βγει ραντεβού από τότε.)
Ο Άπατοου, που με τις τελευταίες του ταινίες This Is 40 και Trainwreck έδειξε μια διάθεση να εξερευνήσει κι άλλες θεματικές πέρα από το με πόσους τρόπους μπορεί να στρίψει ένα μπάφο ο Σεθ Ρόγκεν, ανοίγει ένα παράθυρο σε ένα κόσμο που ολοφάνερα δεν κατέχει και μας προσκαλεί να ανακαλύψουμε μαζί του, με τρυφερότητα, αυθεντικότητα και χαλαρότητα (η αφηγηματική οικονομία δεν ήταν ποτέ προτεραιότητά του.) Η αγάπη του για τα man-boys έχει μετουσιωθεί σε πατρική και στο πρόσωπο του Ντέιβιντσον, που συνυπογράφει το πολύ αστείο σενάριο, βρίσκει τον πιο ανέλπιστο σύμμαχο.
Μια έφηβη μένει άθελά της έγκυος και, εφόσον στην πολιτεία της Πενσιλβάνια απαγορεύεται η έκτρωση, ταξιδεύει μαζί με την ξαδέρφη της στη Νέα Υόρκη για να τερματίσει την εγκυμοσύνη στο εκπληκτικό δράμα της Ελάιζα Χίτμαν, που κέρδισε φέτος βραβείο στα φεστιβάλ Σάντανς και του Βερολίνου, πριν ακολουθήσει streaming πορεία λόγω της πανδημίας. Η αγωνία και η σιωπηλή αποφασιστικότητα της 17χρονης Ότομν (η Σίντνεϊ Φλάνιγκαν στο κινηματογραφικό ντεμπούτο της) είναι το πρώτο μέλημα της Χίτμαν (Beach Rats), που αδιαφορεί για οποιοδήποτε κήρυγμα και συμπονά ένα κορίτσι που είναι απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει την τρομακτική πραγματικότητα, είτε πρόκειται για μια τέτοια επιλογή είτε για τη συνεχή απειλή τυχαίων αντρών κατά τη διάρκεια αυτής της μικρής οδύσσειας. Αναδεικνύει, επίσης, την πολύτιμη στήριξη μιας αληθινής φίλης όπως η Σκάιλαρ (Τάλια Ράιντερ, μελλοντική σταρ) με λεπτομέρειες όπως το άγγιγμα δύο δαχτύλων που στον κοριτσίστικο μικρόκοσμο μπορεί να έχει τη δύναμη ατσάλινης ασπίδας.
Υπό άλλες συνθήκες, η παρουσία του Άντι Σάμπεργκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και η σφραγίδα των Lonely Island στην παραγωγή μιας ταινίας θα σήμαιναν τελειωμένα σαχλό χιούμορ, όπως μας είχαν (καλο)μάθει εγκληματικά υποτιμημένα μνημεία της κωμωδίας όπως το Hot Rod (μπράβο στον ελληνικό τίτλο Βλακασκαντέρ, αυτή η ταινία είναι πιο αστεία κι από το Anchorman) και το Popstar: Never Stop Never Stopping. Όμως έχουμε 2020 κι όλα είναι λίγο off – αυτό δεν σημαίνει ότι το Palm Springs δεν έχει γέλια (έχει πάρα πολλά), απλώς είναι διαφορετικό: μια ρομαντική κωμωδία με τον Σάμπεργκ και την Κριστίν Μιλιότι (η baby voice του 30 Rock και η μητέρα του How I Met Your Mother) είναι δύο καλεσμένοι σε γάμο που έχουν κολλήσει σε μια λούπα του χωροχρόνου και ζουν την ίδια μέρα αιώνια.
Σε αυτή την πανέξυπνη, elevated Μέρα της Μαρμότας (με πολύ καλύτερο soundtrack), όμως, δεν υπάρχουν διδάγματα ή βελτιώσεις, μόνο δύο άνθρωποι που ερωτεύονται και συνυπάρχουν μέσα στην ολοένα και πιο βαρετή καθημερινότητα μιας σχέσης. Ακριβώς όπως στην αληθινή ζωή, αλλά χωρίς συνέπειες (ό,τι και να συμβεί, ακόμα κι αν πεθάνουν, θα ξυπνήσουν το άλλο πρωί ακριβώς εκεί από όπου ξεκίνησαν τη μέρα) και χωρίς τον Τζ. Κ. Σίμονς σε ρόλο μανιακού που προσπαθεί να τους σκοτώσει. Αναπάντεχα πετυχημένο είναι και το ζευγάρωμα του Σάμπεργκ με την Μιλιότι – μήπως είναι καιρός η κωμική χημεία να γίνει απαραίτητο στοιχείο και της ρομαντικής;