Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω την Εύη Σαουλίδου. Δεν μου κολλάει καμία λέξη που να είναι αρκετή ώστε να συμπυκνώνει την ύπαρξης είτε στη σκηνή είτε εκτός.
Θυμάμαι πάντως την πρώτη φορά που την είδα να παίζει.
Ήταν στο Βella Venezia, του Γιώργου Διαλεγμένου, δίπλα στον Λευτέρη Βογιατζή.
Ήταν πριν 15 χρόνια κι όμως θυμάμαι, λες και ήταν χτες, πώς ένιωσα χάρη στην ερμηνεία της: εκρήξεις μέσα στο κεφάλι μου.
Από τότε η Σαουλίδου πάντα με εκπλήσσει, και στη σκηνή και εκτός, όπως στη συζήτηση που κάναμε με αφορμή την συμμετοχή της στην τραγωδία Αγαμέμνων, στην ενιαία παράσταση Ορέστεια που θα παρουσιαστεί στην Επίδαυρο στις 28 και 29 Ιουνίου.
Κατά κάποιον τρόπο, κάθε φορά είμαστε οι δικηγόροι των ρόλων μας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξετάζω την Κλυταιμνήστρα προσπαθώντας να καταλάβω τη δράση και το πρόσωπο σε σχέση με την εποχή του, τους λόγους που γράφτηκε το έργο σε συνδυασμό με τη δική μου αίσθηση, που ίσως είναι λίγο πιο ευριπίδεια, δηλαδή, δικαιολογώ το πρόσωπο περισσότερο, εστιάζω στους λόγους αντεκδίκησης. Το να μιλήσω γι αυτή τη διαδικασία είναι σαν να ρωτάς κάποιον που παλεύει ώρες με τα κύματα πώς του φαίνεται το νερό, αν είναι αλμυρό. Θα κάνω μια προσπάθεια. Αυτό που με ενδιαφέρει σε αυτό το πρόσωπο μοιάζει με τη διαδικασία της υποκριτικής, δηλαδή, με πόση πίστη υπερασπίζεται μια αλήθεια που μόνο ένα μέρος της πιστεύει∙ πόσο ανοιχτά μιλά και διαπερνούν τα λόγια της περισσότερες από μία, αλήθειες∙ πόσο τελικά δεν ψεύδεται αλλά βασισμένη στη δική της αλήθεια τολμά να υπερασπίζεται δημόσια λόγους που κάνουν ακόμα και τους επικριτές της να αμφιβάλλουν για την μέχρι τώρα άποψή τους.
Ένα άλλο στοιχείο που με τραβάει είναι η σχετικότητα του χρόνου στο έργο. Δέκα χρόνια αναμονής για εκδίκηση, ένα ταξίδι επιστροφής του Αγαμέμνονα στο Αργος που αντί να κρατήσει μήνες, συμβαίνει σε λίγες ώρες, το παρόν της Κλυταιμνήστρας που απαρτίζεται από τη μνήμη της θυσίας και την ελπίδα του φόνου. Μόνο όταν ολοκληρώνει την πράξη, έρχεται στο παρόν για να διαπιστώσει ότι ένας πανάρχαιος δαίμονας επηρέασε τις πράξεις της και θα πληρώσει στο μέλλον γι αυτές.
Η γυναικεία και η αντρική πλευρά στο έργο ανοίγουν τα όρια τους. Η Κλυταιμνήστρα χαρακτηρίζεται ανδρόβουλη, σε μία ανδροκρατούμενη εποχή,διοικεί την πόλη, ο χορός απαντά «σαν άνδρας γνήσιος μιλάς» όταν αμέσως πριν εκείνη προσδίδει στη γυναικεία της φύση το φόβο για τα τεκταινόμενα στην Τροία, φόβο που πριν έχει εκφράσει ο αντρικός χορός. Στη γυναικεία της φύση, πιθανά να ανήκει η ψύχραιμη και μεθοδική προετοιμασία και ο σχεδιασμός του φόνου και η συμβολή του Αίγισθου στην προετοιμασία και στη στήριξη. Βλέπει σ’ αυτόν τον ιδανικό σύμμαχο, έναν όχι κυρίαρχο, αδίσταχτο και δυνατό στρατηγό αλλά έναν άνθρωπο που όπως κι αυτή, υπέστη τη βία της εξουσίας. Τον επικαλείται όταν ένας φόβος αρχίζει και τη σκιάζει και η εμφάνιση του στη σκηνή συμβαίνει όταν εκείνη φτάνει σε μια παραδοχή και δείχνει πρόθυμη ακόμα και να αφήσει κομμάτι της εξουσίας της, που ο ίδιος όμως φαίνεται να ποθεί. Γυναικεία χαρακτηριστικά, δόλου και υπόγειου σχεδιασμού αποδίδονται και στους δύο.
Υποφέρουμε από πρότυπα και μοντέλα «άντρας-γυναίκα» που ανήκουν στο παρελθόν και αντί να συμβεί ώριμα η απομάκρυνση μας απ’αυτά, ή να κρατήσουμε στοιχεία τους και να διευρύνουμε τα όρια συμβαίνει να τα αποτινάσσουμε βίαια ή να τα επιβάλουμε σαν δοκιμασμένο οδηγό. Η εποχή ξεπερνά τις συμβάσεις, οι άνθρωποι οφείλουν να είναι ελεύθεροι από στείρους, ανελεύθερους περιορισμούς, με μόνο ζητούμενο το σεβασμό και την αγάπη.
Μ’ αρέσει να περπατάω πολύ. Διαλέγω μέρη που έχουν πολλά δέντρα. Αυτό είναι ένα περιβάλλον που έχει πολλή φαντασία. Προσπαθώ και να τρέχω. Στο τρέξιμο μου αρέσει που κάποια στιγμή ανεξαρτητοποιείται το σώμα και αναλαμβάνει αυτό να «σε πάει»∙ συνήθως συμβαίνει μετά το πρώτο 20λεπτο. Με ξεκουράζει.
Μπορεί να συμβεί και στο θέατρο αυτό. Χρειάζεται όμως μια καλή προετοιμασία για την πιθανότητα του να συμβεί, η οποία δεν έχει σχέση με το καλό αποτέλεσμα. Εφόσον κάποιος θέλει να είναι «καλός» σαν αποτέλεσμα τότε μειώνει τις πιθανότητες να του συμβεί. Εάν είσαι ανοιχτός στον παρόντα χρόνο, στον απέναντι, στα μάτια των άλλων τότε είναι πιθανόν κάτι να συμβεί.
Εάν συμβαίνει, το νιώθεις. Τραβιέται το πρόσωπο σου προς τα πίσω, σαν να είσαι πάνω σε μηχανή που τρέχει. Είναι κάτι πολύ όμορφο, δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς.
Μου λείπει ο Λευτέρης. Θα ήθελα να είναι εδώ. Νομίζω πως με τους τρόπους που χρησιμοποιούσε και με ό,τι έδινε, ήταν ένας άξονας. Θα ήθελα να δω τι θα γινόταν αν εξακολουθούσε ακόμη να υπάρχει αυτός ο άξονας μέσα σε αυτό το τόσο ποπ τοπίο, που έχει δημιουργηθεί. Θα ήθελα να δω εάν θα επηρεαζόταν ο άξονας, πώς, προς τα πού και πώς θα επηρέαζε ο ίδιος το τοπίο. Ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος, εμμονικός, δύστροπος και όχι επιεικής καλλιτέχνης ,όμως, σε εμένα, και σε πολλούς άλλους που το έχω συζητήσει, μόνο αγάπη μας έχει μείνει απ’ αυτόν. Αυτό που σου ζητούσε να κάνεις εμπεριείχε φοβερή αγάπη∙ αγάπη για τη δουλειά την ίδια αλλά και για σένα, ίσως περισσότερη από αυτή που μπορούσες να δείξεις στον εαυτό σου.
Θα ήθελα λιγότερη ψυχανάλυση πάνω στη σκηνή, λιγότερη επίδειξη δυνάμεων, λιγότερες ισχυρές μονάδες, λιγότερη αρτιότητα, περισσότερες ρωγμές.
Οι πιο ωραίες στιγμές της ημέρας είναι όταν βλέπω κάτι που δεν είχα μέχρι τότε προσέξει, όταν ανακαλύπτω ότι κάτι είναι αλλιώς από ό,τι πίστευα, όταν πηγαίνω βόλτα με το σκυλί και είμαστε ανάμεσα στα δέντρα.
Ο τρόπος που επικοινωνείς με ένα ζώο, ο τρόπος που επικοινωνείς με ένα βρέφος και ο τρόπος που επικοινωνείς στη σκηνή και τα όνειρα έχουν κάτι κοινό. Γιατί; Επειδή δεν στηρίζεται στις λέξεις.
Μου αρέσει ο Μπόουι. Εντάξει, σε πολύ κόσμο αρέσει. Παράλληλα, συμβαίνει κάτι με μένα. Αν τώρα εμείς οι δύο αρχίσουμε να μιλάμε για το διάστημα τα χέρια μου θα αρχίσουν να ιδρώνουν. Ήδη έχουν αρχίσει να ιδρώνουν. Κάτι φοβάμαι σε σχέση με όλο αυτό, δεν ξέρω κι εγώ τι. Είδα λοιπόν το ντοκιμαντέρ «Bowie: Τα τελευταία πέντε χρόνια» και εκεί αρχίζει να μιλάει για το τι τον συνδέει με ταυτόχρονο φόβο και έλξη με την έννοια του διαστήματος. Λέω κοίτα να δεις: κάτι το τόσο πυρηνικό δικό μου το περιγράφει εκεί. Ίσως αυτό με συνέδεε τόσο μαζί του.