Μιλήσαμε με τον Σίμο Κυπαρισσόπουλο, τον ιδρυτή του “Micro μ Festival” που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 14 Οκτωβρίου. Το διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στην έβδομη πλέον χρονιά του, προβάλλει δεκαπέντε ταινίες μικρού μήκους την ίδια ημέρα και ώρα σε έντεκα πόλεις της ελληνικής επικράτειας και τέσσερις του εξωτερικού προς αναζήτηση της «αγαπημένης» ταινίας του κοινού.
Υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού για δεύτερη συνεχή χρονιά και της στήριξης από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, η διοργάνωση φέτος εγκαινιάζει δυο ακόμη σημαντικές συνεργασίες με το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, όπου και θα φιλοξενηθεί η εκδήλωση της Αθήνας και με το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, που θεσμικά στηρίζει τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό και θα φιλοξενήσει το “Micro μ” στα Παραρτήματά του, στην Αλεξάνδρεια, το Βερολίνο, και την Οδησσό.
Ας δούμε όμως τι μας είπε ο διοργανωτής του για την ιδέα πίσω από αυτό, πως υλοποιήθηκε, τι σημαίνει να είναι κανείς σήμερα κινηματογραφιστής, τις δυσκολίες, το κοινό και τον ελληνικό κινηματογράφο που τόσο αγαπάει, αλλά και τι θα δούμε φέτος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ.
Πως ξεκίνησε η ιδέα του Μicro μ Festival και πως αποφασίσατε να την κάνετε πράξη; Το Micro μ ξεκίνησε αυθόρμητα το 2011 όταν στα πλαίσια μιας ταινίας μικρού μήκους στην οποία πρωταγωνιστούσα μάλιστα τότε, συνειδητοποίησα την τρομερή έλλειψη βήματος προβολής για τις ταινίες αυτές. Μπορεί να φαίνεται αστείο σχεδόν τώρα με τόσα φεστιβάλ που έχουν ξεπηδήσει αλλά πριν επτά χρόνια υπήρχαν ελάχιστα. Ο επόμενος χρόνος ήταν βέβαια εκείνος που χάρισε στο Micro μ την ταυτότητα του, όταν εντάξαμε δυο ακόμη πόλεις στη διοργάνωση, φτιάχνοντας έτσι το πρώτο «ταυτόχρονο» φεστιβάλ της χώρας, με ξεκάθαρο πια στόχο να φέρουμε τον ελληνικό «μικρό» κινηματογράφο κοντά στο κοινό όχι μόνο των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά και τις περιφέρειας.
Τα πρώτα χρόνια τις πόλεις τις αναζητούσαμε εμείς και πολλές φορές αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι για την οργάνωση του φεστιβάλ. Με την πάροδο του χρόνου δημιουργήσαμε σχέσεις εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους στις πόλεις που συμμετέχουν και αυτό είναι πιστεύω, που οδηγεί ολοένα και περισσότερες οργανώσεις, διεσπαρμένες στην Ελλάδα και όπου υπάρχει ελληνισμός, να απευθύνονται από μόνες τους σε εμάς και να ζητούν να εντάξουμε και την πόλη τους στο δίκτυο μας.
Για αυτό και το Micro μ δίκαια ονομάστηκε πρώτο «γιορτή» του κινηματογράφου. Δεν προσφέρουμε εξειδικευμένες κριτικές, ούτε απευθυνόμαστε σε συγκεκριμένους κλειστούς κύκλους ανθρώπων της τέχνης. Απευθυνόμαστε πολύ απλά σε όλους γιατί από αυτούς λείπει. Μπορείτε να το φανταστείτε σαν τη χαρά σε ένα πανηγύρι, ένα γαϊτανάκι που σχεδόν αυθόρμητα στήνεται κάθε χρόνο στις «πλατείες» των κινηματογράφων.
Γιατί επιλέξατε τον ελληνικό κινηματογράφου μικρού μήκους; Με την ιδιότητα του ηθοποιού γνώριζα από το ξεκίνημα κιόλας του φεστιβάλ τη δυσκολία των ταινιών μικρού μήκους να φτάσουν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Τότε όπως έχω ξαναπεί ήταν ακόμα και στην Αθήνα πολύ λίγα και συγκεκριμένα τα φεστιβάλ που τις προέβαλαν.
Επίσης, η ταινία μικρού μήκους είναι το ιδανικό είδος για το σκοπό του Micro μ που δεν είναι άλλος από τη διάδοση του ελληνικού κινηματογράφου στην ελληνική περιφέρεια και το εξωτερικό. Όπως έχω πει στο Micro μ στόχο έχουμε να μεταδώσουμε την τέχνη σε ένα ετερόκλητο κοινό που δεν είναι απαραίτητα το φανατικότερο του είδους. Η ταινία μικρού μήκους είναι ένα ολοκληρωμένο έργο που έχει μικρή διάρκεια, η οποία επιτρέπει στον θεατή να βιώσει μια πληθώρα συναισθημάτων. Ακόμα και στον θεατή που δεν έχει ξαναδεί κινηματογράφο ή αυτόν που «βαριέται» εύκολα.
Ποια είναι η ανταπόκριση του κοινού; Όταν το 2012 έκανα για πρώτη φορά το άνοιγμα στην περιφέρεια με την ταυτόχρονη προβολή, σε τρεις τότε πόλεις, τα μηνύματα δεχτήκαμε ήταν τόσο συγκινητικά που από τότε συνειδητοποίησα την ανάγκη του κόσμου εκεί, για συμμετοχή σε καλλιτεχνικές δράσεις φρέσκες και ζωντανές και όχι σε κονσερβαρισμένες επαναπροβολές.
Το κοινό μας αγκάλιασε από την πρώτη χρονιά και αυτό δεν ήταν τυχαίο πιστεύω. Το έκανε γιατί πρώτοι εμείς του δώσαμε αυτό που έψαχνε και παράλληλα το τιμήσαμε εντάσσοντας το ζωντανά σε ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός. Ξέρετε, είναι συχνά ένα από τα παράπονα ανθρώπων που ζουν στην περιφέρεια ότι νιώθουν αποκομμένοι από τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Τιμάμε το κοινό μας χρόνο με τον χρόνο, προσπαθώντας να εντάξουμε ολοένα και περισσότερη Ελλάδα εντός και εκτός συνόρων.
Όλα αυτά τα χρόνια, από το 2011 όταν για πρώτη φορά διοργανώθηκε το Micro μ στην Αθήνα μέχρι και τώρα που θα διοργανωθεί σε 15 πόλεις, ένα πράγμα γνωρίζουμε καλά πια: Αυτό που μεγαλώνει το Micro μ, και το καθιστά ως την απόλυτη γιορτή του ελληνικού «μικρού» σινεμά, είναι ξεκάθαρα η αγάπη του κοινού.
Τι ταινίες θα δούμε φέτος στο Φεστιβάλ; Έχοντας δει ήδη τις φετινές ταινίες, θεωρώ ότι φέτος πραγματικά θα είναι μία χρόνια που πραγματικός νικητής θα είναι το κοινό. Και οι δεκαπέντε ταινίες είναι υπέροχες.
Καλύπτουν αρκετά μεγάλο φάσμα από τη θεματολογία της εποχής με έναν αρκετά ελκυστικό, έξυπνο και πολλές φορές χιουμοριστικό ή σαρκαστικό τρόπο. Αυτό που προσωπικά μπορώ εγώ να εγγυηθώ σχετικά είναι οτι το κοινό παρακολουθώντας το φετινό πρόγραμμα θα έχει την ευκαιρία για μια πλούσια κινηματογραφική εμπειρία με τον πιο «φρέσκο» Ελληνικό κινηματογράφο.
Επιγραμματικά οι δεκαπέντε ταινίες που θα διεκδικήσουν τον τίτλο της «Αγαπημένης ταινίας» του 7ου Micro είναι οι εξής: (με σειρά προβολής), η «Έλλη» του Μιλτιάδη Χρηστίδη, «Το πτώμα ήταν νεκρό» του Κων/νου Φραγκούλη, «Το μανάβικο» του Μιχάλη Μαθιουδάκη, «Η Χέλγκα Είναι στο Λουντ» της Θελγίας Πετράκη, «Μαμά Γύρισα» του Δημήτρη Κατσιμίρη, «10 days that #rekt Eugene Muller» των Γιάννη Συκοβάρη και Τάσου Γραμματόση, «Προφιτερόλ» της Χρυσάνθης Καρφή Κώη, « All of me » της Δάφνης Σμον, «Μείον ένα» της Νατάσσας Ξύδη, «Οι αναμνήσεις μιας κούκλας» του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, τα «Γυμνά Σώματα» του Γιώργου Λινάρδου, «Diversity » του Δημήτρη Μανιώρου, «Η ζωή ενός νεκρού» του Ορφέα Περετζή, «Κρεατομηχανή» του Κυριάκου Αναστασίου και «Αυστραλία» του Δημήτρη Ζάχου.
Πόσο δύσκολο είναι να επιλέξετε κάθε φορά τις 15 προτεινόμενες ταινίες που θα δει το κοινό και ποιο είναι το κύριο κριτήριο σας; Είναι σημαντικό να τονίσω ότι και φέτος δεχτήκαμε μεγάλο αριθμό αιτήσεων από Έλληνες κινηματογραφιστές. Δυστυχώς όμως η φύση του Micro μ μας αναγκάζει να επιλέξουμε μόνο δεκαπέντε. Αυτή η ιδιαιτερότητα, φέτος όπως και στο παρελθόν, μας υποχρέωσε να αφήσουμε εξαιρετικές -και το εννοώ εξαιρετικές- ταινίες έκτος δεκαπεντάδας.
Ξέρετε η δεκαπεντάδα είναι πολύτιμη, αφού σημαντικότερο από το ποια ταινία θα ψηφιστεί πρώτη, είναι η προβολή των ταινιών σε όλες αυτές τις πόλεις. Αυτός είναι και ο λόγος που το επωμιζόμαστε κάθε χρόνο μαζί με την προκριματική επιτροπή που αποτελείται από μέλη του φεστιβάλ και ανθρώπους που ασχολούνται ενεργά με τον κινηματογράφο.
Τι συμβολίζει για εσάς η ταυτόχρονη προβολή των ταινιών σε 15 διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού; Με τη βοήθεια, που πλέον έχουμε, από την τεχνολογία είναι κρίμα οι κάτοικοι της περιφέρειας να μην μπορούν να βιώσουν την ζωντανή συμμετοχή τους σε φεστιβάλ κινηματογράφου και να αρκούνται σε επαναπροβολές πετυχημένων ή και μη διοργανώσεων μήνες μετά.
Ο συμβολισμός της ταυτόχρονης προβολής έχει για μας μια μαγεία. Ξέρετε, τη βραδιά του φεστιβάλ είναι σαν να βρισκόμαστε όλοι σε μια τεράστια κινηματογραφική αίθουσα με πολλές πόρτες. Μια στην Αθήνα, άλλη στην Σαντορίνη, την Ξάνθη, το Παρίσι την Αλεξάνδρεια.. δεκαπέντε πόρτες που μας οδηγούν δίπλα δίπλα να παρακολουθούμε μαζί τις ταινίες των Ελλήνων δημιουργών.
Και όλοι μοιραζόμαστε συναισθήματα και αποφασίζουμε μαζί. Με την ψήφο μας που κουβαλάει την πολιτισμική ταυτότητα και τα βιώματα του κάθε τόπου μπαίνουμε σε έναν άτυπο διάλογο μεταξύ μας. Αν με ρωτάτε, αυτή ακριβώς είναι η μαγεία του Micro μ.
Πως βλέπετε τον ελληνικό κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια; Πιστεύω ότι υπάρχουν ωραίες και εμπνευσμένες δουλειές στον ελληνικό κινηματογράφο. Και μάλιστα αν σκεφτούμε και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι Έλληνες κινηματογραφιστές δημιουργούν αυτές τις δουλειές τότε πραγματικά η έβδομη τέχνη στην Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί το όγδοο θαύμα.
Αυτό φαίνεται και στις διακρίσεις που τα τελευταία χρόνια έχουν φέρει οι Έλληνες σκηνοθέτες από φεστιβάλ του εξωτερικού. Κατά τη γνώμη μου χρειάζεται είναι επιμονή και υπομονή.
Χαίρομαι επίσης όταν βλέπω ότι πλέον τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει τόσο μια οργανωμένη προσπάθεια από φορείς να εξάγουν τις δημιουργίες των Ελλήνων κινηματογραφιστών σε διεθνή φεστιβάλ, όσο και από τους ίδιους τους δημιουργούς που πράττουν το ίδιο από μόνοι τους.
Τι προβλήματα αντιμετωπίζει σήμερα ένας κινηματογραφιστής; Θεωρώ ότι για την προώθηση και την προβολή του Ελληνικού κινηματογράφου μικρού μήκους χρειάζεται λίγο οι ιθύνοντες να βοηθήσουν όχι μόνο στην παράγωγη του, αλλά και στον τρόπο που το παραγόμενο έργο θα μπορέσει να φτάσει στις αίθουσες.
Εκεί, υπάρχει μια πραγματική δυσκολία. Λόγω του ότι οι κινηματογραφικές αίθουσες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, ανήκουν σε ιδιώτες, εκείνοι σπάνια θα πάρουν το οικονομικό ρίσκο να προβάλλουν πιο ανεξάρτητες δουλειές, πόσω μάλλον όταν εχουν αυστηρά συμβόλαια με τις εταιρίες διανομής.
Μια ιδέα θα ήταν να υιοθετηθεί ένα μοντέλο αντίστοιχο με αυτό άλλων χωρών, οπού μια αίθουσα θα πριμοδοτείται για να προβάλει Ελληνικά έργα σε μια εμπορική μέρα. Αν δεν ληφθούν μέτρα σχετικά, χαριτολογώντας κάποιος θα μπορούσε να εικάσει ότι μπορεί σε λίγα χρόνια να ταξιδεύουμε στο εξωτερικό για να βλέπουμε Ελληνικό κινηματογράφο.
Έχει υπάρξει κάποια ταινία μικρού μήκους που να είδατε και να είπατε «αυτό το έργο ξεπερνάει κάθε προσδοκία που είχα»; Είναι τόσες πολλές οι αξιόλογες δουλειές -και το εννοώ– που έχουν ανέβει πια οι προσδοκίες μου αλλά πάντα κάτι ακούω, κάτι βλέπω και πάλι εκπλήσσομαι θετικά.
Αυτό που χρειάζεται ο ελληνικός κινηματογράφος για να βρει το κοινό του εκτός συνόρων είναι περισσότερες ευκαιρίες προβολής. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς, για αυτό φέτος οι πόλεις του εξωτερικού είναι τέσσερις από δύο που ήταν πέρυσι.
Τι έχετε αποκομίσει από την μέχρι τώρα εμπειρία σας στο χώρο και ειδικά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ; Η αγάπη του κοινού και τα συγκινητικά μηνύματα που λαμβάνουμε κάθε χρόνο την εποχή του Micro μ είναι το καύσιμο που σπρώχνει το φεστιβάλ όλο και πιο πέρα. Εκτός από την σημαντική εμπειρία και μια αρκετά ώριμη θεωρώ πια εικόνα των πραγμάτων στα πολιτιστικά και κινηματογραφικά της χώρας αυτό που πραγματικά γεμίζει την ψυχή μου είναι η θέρμη του κοινού, η εμπιστοσύνη που παίρνουμε από τους σκηνοθέτες που κάθε χρόνο μας εμπιστεύονται όλο και περισσότερο το έργο τους.
Και όλο και μου μοιάζει έτσι μικρότερος κάπως ο κόσμος, κι όλο σαν να μικραίνει ο πλανήτης, όσο γινόμαστε περισσότεροι στο «μικρό» μας γαϊτανάκι.