Έρη Ρίτσου: «Δεν Είμαι Της Ποίησης, Προτιμώ Την Πεζογραφία»

Η Έρη Ρίτσου με τον πατέρα της, Γιάννη Ρίτσο.

Oι δια ζώσης συνεντεύξεις είναι θέλοντας και μη πιο ενδιαφέρουσες αφού υπάρχει συνάντηση δύο ανθρώπων. Στην περίπτωση της Έρης Ρίτσου ήταν αδύνατον να κανονιστεί συνάντηση ώστε να βρεθούμε και να μιλήσουμε από κοντά καθώς είναι μόνιμη κάτοικος Σάμου. Με το άγχος λοιπόν της τηλεφωνικής – το μεγαλύτερο μειονέκτημα της είναι δεν έχεις μπροστά σου τον συνομιλητή με τις εκφράσεις του, το βλέμμα του, την αύρα που αποπνέει- την κάλεσα ένα πρωί για να μιλήσουμε για τη δική της συγγραφική δραστηριότητα αλλά και για τον πατέρα της, τον Γιάννη Ρίτσο.

Μετά το πρώτο λεπτό η αμηχανία εξαφανίστηκε καθώς η φωνή της Έρης Ρίτσου, ήταν τόσο εκφραστική που αναπλήρωνε την έλλειψη εικόνας. Ένας άνθρωπος ολοζώντανος, κι ας αυτοχαρακτηρίζεται τεμπέλης, που μιλούσε με χαμόγελο και χιούμορ μεταδίδοντας μέσω ενός ακουστικού όλη την όρεξη για ζωή.

«Δεν διορθώνω ποτέ, δεν αλλάζω ποτέ, δεν ξαναδιαβάζω ποτέ τίποτα από αυτά που έχω γράψει. Γι’ αυτό ακριβώς δεν δηλώνω συγγραφέας, είμαι απλώς χομπίστας».

Οι ρυθμοί στην επαρχία είναι διαφορετικοί, δεν υπάρχει το ίδιο στρες, οι αποστάσεις είναι πολύ πιο μικρές κι έτσι δεν χάνεις ώρες μέσα στα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα. Υπάρχουν όμως χιλιάδες άλλα πράγματα που κάνεις και σε απασχολούν σε όλη τη διάρκεια της μέρας. Έτσι νομίζω ότι όσο χρόνο μπορείς να αφιερώσεις στην Αθήνα για το γράψιμο άλλο τόσο μπορείς να αφιερώσεις και στην Σάμο. Εδώ έχω τις ελιές, το αμπέλι, τον κήπο, το σπίτι που θέλει συνεχώς μαστορέματα οπότε είμαι διαρκώς απασχολημένη. Είναι μια ζωογόνος δύναμη η ενασχόληση με τη γη. Για μένα που δεν ζω από αυτό είναι πηγή δύναμης να σκάβω, να κλαδεύω, να βλέπω τα φυτά μου να μεγαλώνουν.

Επειδή είμαι τεμπέλα και βαριέμαι το γράψιμο βρίσκω διάφορες ασχολίες να κάνω για να το αποφεύγω. Το λέω και δεν με πιστεύουν ότι βαριέμαι φοβερά να γράφω. Αν μπορούσα θα προτιμούσα να ήμουν τροβαδούρος στον Μεσαίωνα, να πηγαίνω με ένα λαούτο από πύργο σε πύργο και να έλεγα ιστορίες.

Βγαίνει εύκολα η ιστορία μου όταν τελικά κάθομαι να γράψω. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί είμαι παραμυθού από φυσικού μου κι έτσι δεν έχω ανάγκη να κάτσω να ξανακοιτάξω τι έχω γράψει. Δεν διορθώνω ποτέ, δεν αλλάζω ποτέ, δεν ξαναδιαβάζω ποτέ τίποτα από αυτά που έχω γράψει. Γι’ αυτό ακριβώς δεν δηλώνω συγγραφέας, είμαι απλώς χομπίστας. Ο συγγραφέας είναι μια σοβαρή δουλειά, την πονάει αυτός που την κάνει. Ο συγγραφέας ασχολείται με τη γλώσσα, με τη λέξη, με την επιλογή της καλύτερης ώστε να εκφράσει αυτό που θέλει, πώς θα το εκφράσει καλύτερα και πάει λέγοντας. Εμένα δε με απασχολούν όλα αυτά οπότε κάνω την πλάκα μου.

Από μικρή έφτιαχνα ιστορίες για εμένα αλλά και για να διηγούμαι στις φίλες μου. Επειδή έφτιαχνα πάρα πολλές ιστορίες έλεγα και πάρα πολλά ψέματα τα οποία τα έλεγα εντελώς πειστικά με αποτέλεσμα να κάνω άνω κάτω τους μεγάλους. Μέχρι που μου εξήγησαν ότι αυτό δεν είναι σωστό, δεν μπορώ να το κάνω κι έτσι το έκοψα. Αλλά τελικά και μεγαλώνοντας έλεγα απίστευτα πράγματα με πειστικό τρόπο. Το έκανα κατά κόρον ακόμη και στην τράπεζα που δούλευα. Τους έλεγα λοιπόν διάφορες ιστορίες και έμεναν με ανοιχτό το στόμα, με ρωτούσαν «Τι λες βρε παιδί μου, σοβαρά;» οπότε αναγκαζόμουν να τους πω ότι κάνω πλάκα. Ε, μετά με πήραν είδηση και πια δεν με πίστευαν ούτε όταν έλεγα απολύτως αληθή πράγματα. Από την άλλη, απεχθάνομαι τις φάρσες.

Για μεγάλη περίοδο της ζωής μου είχα αρνηθεί ρητά και κατηγορηματικά να διαβάσω το «Πρωινό άστρο». Το διάβασα σε μεγάλη ηλικία και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα όταν έγινα κι εγώ μητέρα.

Η φαντασία που διαθέτω καλλιεργήθηκε πολύ από το σπίτι μου. Μου άρεσε πολύ να διαβάζω, έμαθα πριν ακόμη πάω στο δημοτικό. Κυκλοφορούσα στο σπίτι με ένα βιβλίο κι όποιον έβρισκα ελεύθερο του έλεγα «Σε παρακαλώ, διάβασε μου». Κάποια στιγμή βαρέθηκαν και με έστειλαν στο σχολείο ακροάτρια, –τότε δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία- έμαθα να διαβάζω και τους άφησα στην ησυχία τους. Με το διάβασμα σαφώς και καλλιεργείται η φαντασία, που όμως πρέπει να προϋπήρχε από φυσικού.

Η μητέρα μου είχε βαλθεί να μου διαβάζει το «Πρωινό άστρο» μιας και ο μπαμπάς το είχε γράψει για μένα. Ένας εφιάλτης ήταν. Εγώ από τη μια δεν καταλάβαινα τίποτα, από την άλλη μου ήταν απολύτως βαρετό γιατί εμένα μου άρεσαν τα παραμύθια με τις βασιλοπούλες, μου άρεσε η μυθολογία, τέτοια πράγματα. Δεν μπορούσα να καταλάβω το «θέλω να σου φέρω / τα φαναράκια των κρίνων / να σου φέγγουν τον ύπνο σου». Έλεγα, ποια φαναράκια; Έχουν οι κρίνοι φαναράκια; Για μεγάλη περίοδο της ζωής μου είχα αρνηθεί ρητά και κατηγορηματικά να διαβάσω το «Πρωινό άστρο». Το διάβασα σε μεγάλη ηλικία και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα όταν έγινα κι εγώ μητέρα. Οι γονείς, συχνά, προσπαθώντας να σε βάλουν σε καταστάσεις προκαλούν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Σίγουρα, πάντως κάπως πρέπει να έγραψε μέσα μου όλο αυτό.

Δυστυχώς, με τον πατέρα μου δεν ζήσαμε πολύ καιρό μαζί. Τα πρώτα χρόνια η μητέρα μου εργαζόταν ως ιατρός στην Σάμο ενώ ο πατέρας μου ήταν στην Αθήνα και έβγαζε τα βιβλία του. Στην Αθήνα έμενε στο σπίτι των κουμπάρων, κι έλεγε ένα μεγάλο παραμύθι στο παιδί τους, που ήταν σίριαλ και το ονόμαζε «Η αρκούδα με τα μπικουτί». Κάθε μέρα του έλεγε από ένα κομμάτι για να προχωρήσει η ιστορία και το έγραφαν σε μαγνητόφωνο με μπομπίνα. Όταν εγώ πήγαινα στην Αθήνα μου έβαζαν το μαγνητόφωνο και το άκουγα. Δεν το έχω, δυστυχώς, αυτό το υλικό.

Το αρχείο του Γιάννη Ρίτσου το έχω δώσει στο Μουσείο Μπενάκη και τα χειρόγραφά του υπάρχουν στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα. Ήταν επικίνδυνο να τα κρατώ εγώ, γιατί για να φυλάξεις όλα αυτά πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. Δεν μπορούσα να έχω τα χειρόγραφα στο σπίτι, φανταστείτε να σπάσει ένας σωλήνας του νερού και να πλημμυρίσει. Είχα μεγάλο άγχος, το Μπενάκη έκανε εξαιρετική δουλειά κι εγώ ανακουφίστηκα από όλο αυτό.

Από τον νόμο είμαι η κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου του. Υπάρχουν διάφορα πρακτικά προβλήματα, για παράδειγμα δεν μπορείς να παρακολουθήσεις το τι γίνεται στο εξωτερικό, δεν μπορείς να παρακολουθήσεις την ποιότητα των μεταφράσεων. Οι περισσότεροι εκδοτικοί που βγάζουν ποίηση το κάνουν για το ονόρε, γιατί όπως στην Ελλάδα έτσι και στο εξωτερικό, η ποίηση δεν πουλάει. Όταν έρχονται οι μικροί εκδοτικοί οίκοι, όπως έγινε πρόσφατα από την Ισπανία, το μόνο που τους ζητώ είναι 10 αντίτυπα να τα έχω στο αρχείο μου. Εφόσον πάει καλά και έχουν δεύτερη, τρίτη έκδοση τότε μόνο θα τους ζητήσω το αντίτιμο που προβλέπεται. Δεν μπορεί να περιμένει κανείς να πλουτίσει από αυτό. Άλλωστε το βασικό είναι να κυκλοφορεί το ποιητικό έργο.

Κι εγώ πάντως δεν είμαι της ποίησης, προτιμώ σαφώς την πεζογραφία. Η ποίηση που μου αρέσει είναι οι δραματικοί μονόλογοι του Ρίτσου που αφηγούνται μια ιστορία ή τα ποιήματα του Καβάφη που επίσης είναι μια ιστορία, που παρακολουθείς. Τα πιο αφηρημένα δεν μου λένε τίποτα, φαντάζομαι και σε πολύ άλλο κόσμο. Δεν ξέρω, προσωπικά προτιμώ αυτός που θέλει να πει κάτι να το λέει καθαρά και ξάστερα ούτως ώστε να το προσλαμβάνω χωρίς να χρειάζεται να κάνω καταβύθιση στο μυαλό μου. Σας το είπα άλλωστε, είμαι τεμπέλης άνθρωπος.

«Ελλάδα, ουσιαστικά, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Έχουμε ξεπουληθεί πλέον και επισήμως για τα επόμενα 97-98 χρόνια.»

Το πρώτο παιδικό βιβλίο το έγραψα για την κόρη μου, ήταν δική της παραγγελιά, εκεί γύρω στα πέντε-έξι της χρόνια. Ήταν πάντα πολύ δύσκολος κριτής οπότε ένιωσα ευτυχής όταν αφού της το διάβασα μου είπε με συγκατάβαση «Καλό είναι μαμά». Η έκδοση προέκυψε από κάποιες συγκυρίες. Εκείνη την εποχή, είχε βγάλει η Χρύσα Προκοπάκη την Ανθολογία του Γιάννη Ρίτσου. Γινόταν η παρουσίαση της Ανθολογίας στον Κέδρο και έτυχε να κάθομαι δίπλα στον ποιητή Γιάννη Κοντό. Τον ρώτησα τότε  «Έχω γράψει αυτό. Θέλεις να το δεις να μου πεις τη γνώμη σου;» και πράγματι, του το πήγα, του άρεσε και βγήκε. Αν κάνεις την αρχή, γλυκαίνεσαι. Λες «μπορώ να βγάλω κι ένα δεύτερο;», μετά λες «καλά τα παραμύθια, για μεγάλους μπορώ να γράψω;» και έτσι προχωράς. Περισσότερο ήταν μια πρόκληση για μένα να δω αν μετά τα διηγήματα μπορώ να τα καταφέρω και στο μυθιστόρημα. Επειδή μου αρέσουν πολύ τα αστυνομικά, είπα να γράψω κι εγώ. Το έβγαλα, άρεσε, με ρωτούσαν οι φίλοι αν θα υπάρξει συνέχεια με ηρωίδα την αστυνομικό Μαρία Γεωργίου κι έτσι προέκυψε το δεύτερο. Κάπως έτσι λοιπόν προχωρώ. Αν προκύψει. Δεν με απασχολεί αλλιώς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ίσως αυτό που ευχαριστήθηκα περισσότερο ενώ το έγραφα να ήταν το μυθιστόρημα «Μυστικά και Αποκαλύψεις» επειδή είναι όλο για το Καρλόβασι, ξεκινώντας από το 1900 και φτάνοντας μέχρι το 1974. Διηγείται την πορεία μιας οικογένειας βυρσοδεψών που με τη σειρά της ακολουθεί την τύχη του τόπου, και την άνθησή της αλλά και την οικονομική της πτώση και το πώς τα μέλη της οικογένειας πάσχουν ή χαίρονται αντίστοιχα με τον τόπο τους. Ήταν ένα βιβλίο για την πόλη μου, κι έτσι το αγάπησα πολύ.

Για το Καρλόβασι νιώθω ότι νιώθει καθένας για τον τόπο του, για το μέρος που πέρασε τα παιδικά του χρόνια, που έκανε τα πρώτα του μπάνια, που έμαθε ποδήλατο, που έπαιζε παρέα με τους φίλους του. Είναι το ιδανικό μέρος, ο παράδεισος.

«Αν μπορούσα θα προτιμούσα να ήμουν τροβαδούρος στον Μεσαίωνα, να πηγαίνω με ένα λαούτο από πύργο σε πύργο και να έλεγα ιστορίες».

Οι πρόσφυγες ζουν τραγικές καταστάσεις, εδώ. Υπάρχει ένα κέντρο κράτησης που έχει μια δυνατότητα χωρικότητας μάξιμουμ 800 ανθρώπων και φιλοξενούνται αυτή τη στιγμή πάνω από 2.500. Καταλαβαίνετε τις συνθήκες που έχουν να αντιμετωπίσουν, χωρίς νερό να πλυθούν, χωρίς ένα ζεστό μέρος για να κοιμηθούν, χωρίς τις προϋποθέσεις που χρειάζονται για να λειτουργήσουν ως ανθρώπινες υπάρξεις. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα και δυστυχώς, όπως φαίνεται, δεν αποσυμφορείται η κατάσταση. Το κέντρο κράτησης βρίσκεται στο Βαθύ και πλέον έχουν δημιουργηθεί προβλήματα και με τον ντόπιο πληθυσμό γιατί η ροή συνεχίζεται, αν και όχι όπως τα προηγούμενα χρόνια, και πια δεν χωράει ο τόπος.

Εμείς κινητοποιηθήκαμε και βοηθήσαμε όλα αυτά τα χρόνια των ελεύσεων. Από τη στιγμή που το κέντρο κράτησης μετατράπηκε σε στρατόπεδο και οι άνθρωποι κλείστηκαν μέσα τα πράγματα δυσκόλεψαν πάρα πολύ. Βεβαίως, υπάρχουν και αντιδράσεις από φασίστες, για να το πω ξεκάθαρα, που κάνουν τη δική τους «δουλειά». Είναι πάρα πολλά τα προβλήματα κι όσο συνεχίζονται οι πόλεμοι, η πείνα και οι ελεύσεις απελπισμένων ανθρώπων που προσπαθούν να σώσουν τη ζωή τους ή να βρουν ένα καλύτερο μέλλον -που δεν πρόκειται να το βρουν- τα προβλήματα θα μεγαλώνουν και θα πολλαπλασιάζονται.  

Το 2014 ήμουν υποψήφια βουλευτίνα με το ΚΚΕ. Επειδή τα πράγματα είναι τόσο πολύ δύσκολα και χωρίς προοπτικές αισθάνθηκα την ανάγκη να είμαι πιο δραστήρια. Ναι εντάξει, στο σπίτι μου κάνω ό,τι μπορώ για τους διπλανούς μου, στο Καρλόβασι έχω φτιάξει τον σύλλογο «Αλληλεγγύη» για να βοηθήσουμε τους πρόσφυγες αλλά φυσικά και τους ντόπιους που έχουν ανάγκη. Κάποια στιγμή όμως λες «καλά όλα αυτά, αλλά γενικότερα τι κάνω;». Τότε ήρθε η πρόσκληση του ΚΚΕ να είμαι υποψήφια ως συνεργαζόμενη και την αποδέχτηκα ως έναν ακόμη τρόπο να ενεργοποιηθώ και να παλέψω για όλα αυτά που πιστεύω ότι πρέπει να παλέψω.

Ελλάδα, ουσιαστικά, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Έχουμε ξεπουληθεί πλέον και επισήμως για τα επόμενα 97-98 χρόνια. Δεν έχει απομείνει τίποτα από τη δημόσια περιουσία. Είμαστε ένα προτεκτοράτο. Ο κόσμος μάλλον έχει απελπιστεί ή δεν παίρνει χαμπάρι τη δύναμη που έχει και γι’ αυτό δεν τη χρησιμοποιεί. Υπό αυτές τις συνθήκες  δεν βλέπω να αλλάζει κάτι, άμεσα τουλάχιστον. Αν δεν συνειδητοποιήσει ο κόσμος τη δύναμη του ή το τι μπορεί να πετύχει με τον αγώνα του θα είμαστε έρμαια της μοίρας μας. Χωρίς αγώνα δεν γίνεται τίποτα.

Το βιβλίο της Έρης Ρίτσου «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου