Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Η Επιστροφή των LCD Soundsystem δεν είναι όσο καλή περιμέναμε. Είναι καλύτερη απ’ οτι ελπίζαμε…

Υπάρχει μια φράση στην κριτική του Guardian, όχι η καλύτερη απ’ όσες –αποθεωτικές κατά βάση- δημοσιεύθηκαν στα μεγάλα διεθνή μέσα, για το American Dream που περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια σε μόλις 5 λέξεις τον ηγέτη των LCD Soundsystem, James Murphy. “Τhe ultimate connoisseur turned auteur”/ «Ο απόλυτος γνώστης που έγινε δημιουργός». Ίσως χρειαζόταν κάτι ακόμα για να γίνει πιο πλήρες το short bio, να προηγηθεί η ιδιότητα του «σκληροπυρηνικού fan». Γιατί αυτή είναι η γραμμή της ζωής του χαρισματικού σωσία του Φοίβου Δεληβοριά. Ένας τύπος που μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ, τόσο κοντά στη Νέα Υόρκη για να κινητοποιείται από το(υς) μύθο(υς) της και τόσο μακριά για να τυφλώνεται από τα φώτα της και να αγωνιά αν θα είναι ποτέ τόσο κουλ για να τ’ αντέξει (πόσο μάλλον για να πέσουν πάνω του). Τα δισκάδικα υπήρξαν ανέκαθεν το καταφύγιό του, τον ανέθρεψαν ως ένα τυπικό indie kid που απορροφούσε μανιακά τη μουσική ως πληροφορία, τρεφόταν από τη μυθολογία της και την άφησε να ορίσει τη ζωή του. Σε μια, αναλογική ακόμα, εποχή που οι δύο ασφαλέστεροι τρόποι για να (αυτο)εκφραστείς ήταν οι δίσκοι και τα ρούχα σου. Έτσι, κι ο Murphy έγινε αυτός ο τύπος που αγάπησε το kraut rock, τον Bowie, το βρετανικό post punk και το νεοϋρκέζικο no wave, καθώς και διάφορα παρακλάδια του σκληρού ήχου των 80s-90s με τη λέξη «εκλεκτικός» να είναι το βασικό κριτήριό του. Εξελίχθηκε σε nerd. Σε έναν φύτουλα αποφασισμένο να περάσει τη ζωή του σε υπόγεια στούντιο ηχογράφησης, παίζοντας ή επιβλέποντας (χωρίς να σηκώνει κουβέντα) την κονσόλα σε μπάντες τίμιες μα καταδικασμένες στο περιθώριο. Είχε «το πιο στιπλνό μακρύ μαλλί που είχες δει ποτέ» και κόντευε 30 κυκλοφορώντας ακόμα με μια τεράστια αλυσίδα για να συγκρατεί το πορτοφόλι στην δεξιά τσέπη του, Κλισέ περίπτωση αιώνιας ροκ εφηβείας – καθόλου κουλ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όσο και να τον ακριβοπληρώνουν πια τα φεστιβάλ ή τα Boiler Room της εποχής για να παίζει «αποκλειστικά με βινύλια disco dj set», ο Murphy μεγάλωσε μισώντας τη dance μουσική. «Στο μυαλό του ήταν συνδεδεμένη με γκρουπ που έπαιζαν στο MTV όπως οι C+C Music Factory και πάντα μας ψάρωνε όταν του παίζαμε χορευτικά 12ίντσα κι αναγνώριζε όλα τα samples που είχαν βασιστεί», λέει στο συναρπαστικό βιβλίο Meet Me in the Bathroom (η προφορική ιστορία της μουσικής σκηνής της Νέας Υόρκης στα 00s από τη Lizzy Goodman που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι) ο Marcus Lambkin/ Shit Robot. Όμως χρειάστηκε η κατάλληλη παρέα, το κατάλληλο λοφτ στο Μπρούκλυν, και η κατάλληλη βραδιά για να έχει κι αυτός τη δική του «στιγμή Ρέντον» (δε θυμάστε στο Trainspotting οταν ο πρωταγωνιστής παίρνει το χάπι, παραδίνεται στο beat και ξεπερνά τον Iggy;). Η σκηνή που ο Murphy «τρώει» το πρώτο του έκστασι, λίγο πριν εκπνεύσουν τα 90s, περιγράφεται γλαφυρά στο βιβλίο και είναι ξεκαρδιστική. Είναι πια έτοιμος, έχει βρει συνένοχο στο έγκλημα τον βρετανό Tim Goldsworthy (συνιδρυτή των U.N.K.L.E. – θα επανέλθουμε), μαζί στήνουν την περίφημη DFA Records. Ίσως το label των 00s με μπάντες όπως οι Rapture, οι Hot Chip και φυσικά το σχήμα του Murphy, οι LCD Soundsystem που από το 2002 μέχρι το 2010 υπήρξαν εκείνοι που έμπλεξαν disco και punk τόσο καλά ώστε να δικαιούνται το δαχτυλίδι των Talking Heads. Με στίχους μοναδικής ευφυϊας που συνέλαβαν εύστοχα τον τρόπο που προβάλλουμε τις νευρώσεις και τις ανασφάλειές μας στο πανηγύρι της ποπ κουλτούρας.


LCD Soundsystem, Primavera Sound Festival 2016

Ο Murphy δεν υπήρξε «καλλιτέχνης». Δεν ζούσε σε έναν δικό του οραματικό κόσμο που κάθε 2-3 χρόνια μας άφηνε να εισβάλλουμε μέσα από ένα άλμπουμ. Μάζεψε γύρω του μερικά αστέρια της underground ΝΥ και «ως ένας από μας» εξέφρασε, με λόγια που έμεναν στο μυαλό αλλά ρυθμό που κουνούσε το κεφάλι και τον κώλο, τις διαχρονικές αγωνίες της ενηλικίωσης. «Για πόσο θα είμαστε νέοι; Για πόσο θα μέτραμε; Είναι καλό το γούστο μας; Έχουμε πιάσει τη νέα τάση; Είμαστε εκτός φάσης; Μήπως τα κάναμε αυτα; Έχουμε βρει το νόημα; Έχει νόημα να ψάχνουμε το νόημα;».

Λες και δεν ήταν φως φανάρι ότι ο Murphy έστησε όλη αυτήν την «πλεκτάνη» για να γίνει, έστω με το ζόρι, μέρος της μυθολογίας που λατρεύει…Ήθελε να εξαφανιστεί δραματικά, να ξεχαστεί παροδικά και να επιστρέψει θριαμβευτικά. 

Κι έπεσε στην ίδια την παγίδα του να ψάχνεις για λύσεις στα υπαρξιακά με ρυθμό 4/4. Ο συνδασμός του αθεράπευτου, Βαρουφάκειου ναρκισσισμού του με την ατέρμονη αυτοναφορικότητα της εποχής κατέληξε στη σαπουνόπερα της διάλυσης της μπάντας. Στις φετινές συνεντεύξεις αποκάλυψε ότι το περίφημο Τελευταίο Live του 2011 ήταν ένα έξτρα κόλπο/κίνητρο για να γεμίσουν το Madison Square Garden. Η επανένωση που ανακοίνωσε κάπως ασυνάρτητα τα Χριστούγεννα του 2015 έμοιαζε με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Λες και δεν ήταν φως φανάρι ότι ο Murphy έστησε όλη αυτήν την «πλεκτάνη» για να γίνει, έστω με το ζόρι, μέρος της μυθολογίας που λατρεύει…Ήθελε να εξαφανιστεί δραματικά, να ξεχαστεί παροδικά και να επιστρέψει θριαμβευτικά. Απλά θα μπορούσε να μας είχε απαλλάξει από εκείνο το αστείο ντοκιμαντέρ, τις άχρηστες πληροφορίες για το wine bar ή την ετικέτα καφέ που λάνσαρε και το μικρό reality που έστησε γύρω του για να νιώθει σημαντικός…


Δε χρειάστηκαν πολλές ακροάσεις του American Dream για να καταλάβουμε ότι η κατάρα του Muprhy είναι τελικά και η ευχή του. Ένας, κατά δήλωσή του, τόσο ψυχαναγκαστικός δημιουργός που λειτουργεί με όρους μικρού δικτάτορα στο πλαίσιο κάθε ομάδας ενώ παραδέχεται «δεν είμαι και πολύ ευχάριστος άνθρωπος για να δουλεύει κανείς μαζί μου», δε θα μπορούσε να σκηνοθετήσει όλο αυτό το δράμα εν κενώ. 7 χρόνια μετά το This Is Happening κι αφού το 2016 γύρισε τα φεστιβάλ μαζεύοντας το «χαρτί» (χωρίς να παρουσιάσει τίποτα καινούριο εξοργίζοντας τους hardcore fans που ένιωθαν εξαπατημένοι ενώ τριγύρω τους χόρευαν με τα greatest hits) επανεμφανίζεται με έναν δίσκο που δεν είναι όσο καλός περιμέναμε. Είναι καλύτερος απ’ ότι ελπίζαμε, ενώ περιμέναμε με οπλισμένη την σκανδάλη της οριστικής αποκήρυξης. Ήξερε πώς δεν τον έπαιρνε οτιδήποτε λιγότερο…

Tο American Dream, στο σύνολό του δεν είναι ένας εξωστρεφής δίσκος. Είναι ένας δίσκος που μιλάει για το πως είναι να μεγαλώνεις, να αυτοαναιρείσαι, να μετανιώνεις (είτε το παραδέχεσαι είτε όχι), να συνεχίζεις. Και να θρηνείς. 

Το ξεκούρδιστο synth της εισαγωγής του “Oh Baby” παραπέμπει για λίγο στο “All My Friends”, τον ευφορικό ύμνο με τον οποίο στιγμάτισαν οι LCD Soundystem την περασμένη δεκαετία. Όμως το American Dream, στο σύνολό του δεν είναι ένας εξωστρεφής δίσκος. Είναι ένας δίσκος που μιλάει για το πως είναι να μεγαλώνεις, να αυτοαναιρείσαι, να μετανιώνεις (είτε το παραδέχεσαι είτε όχι), να συνεχίζεις. Και να θρηνείς. Στα χρόνια της αδράνειας της μπάντας, γκρεμίστηκε σχεδόν σύσσωμο το πάνθεον του Murphy (και των fans του) – πέθαναν ο Lou Reed, ο Leonard Cohen, o Alan Vega. Κι ο David Bowie. Σε εκείνον οφείλεται η επιστροφή λέει ο Murphy – «μου είπε ότι αν το reunion είναι αυτό που θέλω, πρέπει να το κάνω… κι αν με κάνει να αισθάνομαι άβολα, ακόμα καλύτερα». Του αφιερώνει το 12λεπτο φινάλε του “black screen”, μια από τις λίγες φορές που η φράση «φόρος τιμής» έχει κυριολεκτικό νόημα – είναι ένα είδος ηχητικής επιστολής που ο Murphy εξηγεί γιατί εξαφανίστηκε από τις ηχογραφήσεις του κύκνειου άσματος του Bowie και τελικά είχε μικρή συμμετοχή στο άλμπουμ («ήσουν κάτι μεταξύ φίλου και πατέρα» (…) «σου χρωστάω δείπνο (…) «ξαναδιαβάζω τα μέιλ μας για να θυμάμαι» (…) «σταμάτησα να έρχομαι στο στούντιο γιατί φοβόμουν»). Κάποιος πιο κακόβουλος θα μπορούσε βέβαια να υποπτευθεί ότι στον Bowie ο Murphy δε θα μπορούσε να επιβάλλει καμία control freak αξίωσή κι εδώ δίνει με τον τρόπο του εξηγήσεις.

Homage, και μάλιστα ολοφάνερο, είναι και το προαναφερθέν εισαγωγικό “oh baby” – δε χρειάζεται ιδιαίτερη παρατηρητικότητα για να αναγνωρίσεις την, εξίσου υπνωτική, επιμνημόσυνη δέηση στον Vega και το κλασικό “Dream Baby Dream” των Suicide.

Το American Dream ακολουθεί πολλά στοιχεία από την πεπατημένη των LCD Soundsystem. Η παραγωγή του είναι αραιή, η διάρκεια των τραγουδιών μεγάλη αφήνοντας χώρο στον Murphy να σκηνοθετήσει και πάλι απολαυστικές κορυφώσεις, η αδιαφορία να παραδοθεί single/ραδιοφωνικό προϊόν σχεδόν πλήρης (Το “call the police”, που τοποθετείται κάπου ανάμεσα στους Killers και στους Strokes, είναι το πιο «μαζικό» του δίσκου. Δεν κυκλοφόρησε τυχαία πρώτο, ενώ -παραδοσιακά στα άλμπουμ των LCD Soundsystem- ως το πιο βατό «ροκ» είναι και το πιο αδύναμο track του συνόλου, βλ. “North American Scum”, “Drunk Girls”).

Στη μέση του δίσκου εναλλάσσονται διαδοχικά και οι τρεις κορυφαίες στιγμές του. Στο “change yr mind”, ο Murphy είναι απόλυτα ειλικρινής. Ξέρει ότι οι fans έχουν στραβώσει, αλλά πέρα από τα απολογητικά ποστ για το θεαθήναι τελειώνει και την κουβέντα. Με τον επικό στίχο “I have a penny for your thoughts/ if you could keep them to yrself”. Το καινούριο υλικό, εισηγείται, είναι εδώ, θα μιλήσουμε γι’ αυτό ή θα κλάψουμε πάνω από το χυμένο γάλα;

James Murphy

Ο ίδιος βέβαια δε διστάζει καθόλου να λογαριαστεί με το παρελθόν στο “how do you sleep?”, ένα από τα συγκλονιστικότερα τραγούδια της δεκαετίας και της δισκογραφίας της μπάντας. Σε 9’12’’ λύνει, κάπου μεταξύ της ψυχανάλυσης και του δημόσιου ξεκατινιάσματος, τις διαφορές του με τον Goldsworthy, με τον οποίο άλλωστε είναι στα δικαστήρια ζητώντας 100.000$. Του απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο, μεγαλώνοντας την κλειδαρότρυπα για μας τους ακροατές όταν του λέει ότι «τον προειδοποίησε για την κοκαϊνη, αλλά έπεσε ο ίδιος με τα μούτρα μέσα». Τον περιγράφει ως αδίστακτο και τον «σβήνει» με το “I miss the laughing/ but not so much you”, ενώ αναρωτιέται για το «πώς μπορεί και κοιμάται;». Όλα αυτά σε μια αλληλουχία από εμβατηριακά τύμπανα στη μακρά εισαγωγή, μια synth γραμμή που προκαλεί ηλεκτρικές εκκενώσεις στο μέσο του τραγουδιού και καταλήγει σε αυτό που θα συνέβαινε αν οι Joy Division προλάβαιναν να γράψουν disco. Κι όλο αυτό το δηλητήριο συσκευασμένο σε ένα τραγούδι που έχει τον ίδιο τίτλο με αυτό που έγραψε ο Lennon εναντίον του McCartney, μετά τη διάλυση των Beatles, το 1971. Απ’ όπου και να το πιάσεις, αριστούργημα.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ακολουθεί το “tonite”, το sequel του “Losing my Edge”, που 8 χρόνια μετά έρχεται ως καυστικό σχόλιο πάνω στην ταλαιπωρημένη hipster κουλτούρα. Αυτήν για την οποία μίλαγαν όλοι στα 00s, χωρίς τελικά να λένε και κάτι. Ο Murphy ξανασυστήνεται, ενώ μια ξεδιάντροπα 80s μηχανική μπασογραμμή δίνει το τέμπο. Δεν είναι πια ο πρώτος που «έπαιξε Daft Punk στα παιδιά του CBGB», αλλά «ο καταιδρωμένος βετεράνος που επιβίωσε από την Ιερά Εξέταση του δισκάδικου» και στα 47 του «εξακολουθεί να κάνει τα ίδια λάθη από τα οποία νόμιζε ότι είχε μάθει». Αλλά, πια δεν τον νοιάζει και τόσο αν έχασε την αιχμή του. Τουλάχιστον όσον αφορά στα πιτσιρίκια που ξαγρυπνούν έξω από τα αθλητικά καταστήματα για να προλάβουν να αγοράσουν ένα από τα limited ζευγάρια των καινούριων sneakers που υπογράφει ο Kanye West.

Πιο νωρίς στον δίσκο, έχει προηγηθεί η δερβίσικη disco του “other voices” που απογειώνεται όταν σκάνε τα φωνητικά της Nancy Whang (δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα από το «έτσι θα ακουγόταν το post punk άλμπουμ των Led Zeppelin αν αποφάσιζαν να κάνουν τέτοιο» του P4K) και το ακραιφνώς Bowie-ικό “i used to” που οι Arcade Fire θα πρόσφεραν ένα πλατό με τα νεφρά τους για να έχουν στο δικό τους φετινό Everything Now. Εύφημος μνεία στο “emotional haircut”, λίγο σαν μεταπάνκ κλείσιμο του ματιού σε μπάντες όπως οι Killing Joke και πολλά υποσχόμενο συναυλιακό highlight (Al Doyle-Gavin Russom στα Korg και Pat Mahoney στα ντραμς δίνουν ρέστα, όπως σε όλο το άλμπουμ αλλωστε).

Με δεδομένο ότι ο James Murphy δεν αφήνει εκνευριστικά τίποτα στην τύχη του, το American Dream μοιάζει με το αντίστοιχο Low της δικής του πορείας. Στο θυμίζει και το ομώνυμο κομμάτι άλλωστε. Όπως ο Bowie έκανε καινούρια αρχή στο Βερολίνο, αφήνοντας πίσω σκάνδαλα, σκόνες, επινοημένους ήρωες και φλερτ με την Αμερική και το διάστημα, έτσι κι ο Murphy μοιάζει να μην τον ενδιαφέρει να γίνουν οι LCD Soundsystem 2.0 η μπάντα που θα εκφράσει την εποχή της. Ίσως γιατί ο ίδιος, αυτά τα χρόνια της αποχής, έγινε ακόμα καλύτερος στο να μιλά για τους ανθρώπους που την αποτελούν. Κανείς δεν ξερει αν στο μέλλον τα 10s θα ταυτιστούν τόσο με το American Dream, όσο τα 00s με το Sound of Silver. Μάλλον όμως, στο ίδιο μέλλον, θα το ακούμε πιο κοφτερό, ώριμο, ουσιαστικό, Το καλύτερο της μέχρι τώρα πορείας τους, δηλαδή.

That’s how it starts. Again.

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος