Η ιστορική ζωγραφική και η προσωπογραφία, βρέθηκαν στο επίκεντρο της πρώτης περιόδου της ελληνικής τέχνης μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο ηρωισμός, η αυτοθυσία και η γενναιότητα των αγωνιστών του ΄21 αποτυπώθηκαν ως ηθικό πρότυπο, αλλά και ως μια μορφή μαρτυρίας της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού.
Στη ζωγραφική ιστορικών γεγονότων τα έργα είναι μνημειακά, μεγάλων διαστάσεων, οι συνθέσεις σκηνοθετημένες και το ύφος τελετουργικό. Από τους κυριότερος ζωγράφους ιστορικών σκηνών, υπήρξε ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο οποίος έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο, όταν τον κρέμασαν οι Τούρκοι. Ο Διονύσης Τσόκος, ο Νικόλαος Γύζης και ο Ανδρέας Κριεζής είναι μερικοί ακόμη από τους Έλληνες ζωγράφους που απομνημόνευσαν με την τέχνη τους την Επανάσταση. Παράλληλα, υπήρξαν και αρκετοί ακόμα φιλέλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Ντελακρουά και ο Καρλ Κράτσαϊζεν, που ζωγράφισαν τα πορτρέτα μορφών της Επανάστασης και φιλελλήνων που συναντούσαν στα στρατόπεδα και στις Εθνοσυνελεύσεις. Επιστρέφοντας στις χώρες τους, συχνά εξέδιδαν τα έργα τους σε λευκώματα ως μια πρώιμη μορφή πολεμικής ανταπόκρισης με έντονο το ρομαντικό στοιχείο.
Οι «Δύο πολεμιστές» του Θεόδωρου Βρυζάκη, αποτελούν μία ζωντανή εικόνα από ένα στιγμιότυπο στο πεδίο της μάχης. Οι δύο πολεμιστές που απεικονίζονται μοιάζουν να συνομιλούν και να ετοιμάζουν κάποιο σχέδιο για να επιτεθούν, ή να προφυλαχθούν από τον εχθρό.
Η «υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» είναι μια ελαιογραφία που δημιούργησε επίσης ο Θεόδωρος Βρυζάκης το 1861. Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη και απεικονίζει την άφιξη του Άγγλου φιλέλληνα Λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι, έπειτα από κάλεσμα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και των τοπικών αρχών. Καθώς έρχεται από το λιμάνι, παρουσιάζεται συνοδευόμενος από τον φίλο του Εδουάρδο Ιωάννη Τρελώνυ και από πλήθος οπλιτών οι οποίοι ζητωκραυγάζουν. Οι αγωνιστές υψώνουν πανηγυρικά τα χέρια τους, κρατώντας σημαίες και κλάδους ελιάς. Ο δεσπότης ευλογεί, οι ιερείς κρατούν λάβαρα και εικόνες, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά γονατίζουν για να τον υποδεχτούν. Στο πίσω μέρος διακρίνεται η πόλη του Μεσολογγίου με το βουνό Βαράσοβα.
Ο πίνακας του Γύζη «Το Κρυφό Σχολειό» αποτελεί σύμβολο του αγώνα του Έθνους για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας μέσω της παιδείας. Σ’ αυτή είχαν επενδύσει οι υπόδουλοι Έλληνες έχοντας φωτισμένους δασκάλους, λαϊκούς και κληρικούς, όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης και άλλοι.
Το έργο «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» του Ντελακρουά με τη σειρά του, είναι εμπνευσμένο από την μάχη των Ελλήνων στην τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου και απεικονίζει την προσωποποίηση της ηρωικής Ελλάδας. Η γυναικεία φιγούρα φοράει ελληνική παραδοσιακή φορεσιά, ξεκούμπωτη στο στήθος, είναι στραμμένη προς τον θεατή με τα χέρια σε στάση απόγνωσης, ενώ το πρόσωπο σε τρία τέταρτα στραμμένο προς τα αριστερά. Στέκεται όρθια πάνω στα ερείπια του Μεσολογγίου, που έχουν καταπλακώσει έναν αγωνιστή, ζητώντας ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του. Στο βάθος, ένας άνδρας με κίτρινο τουρμπάνι που συμβολίζει τον εχθρό, καρφώνει μια σημαία στο έδαφος.
Οι «Σουλιώτισσες γυναίκες» του Γαλλο-ολλανδού ρομαντικού ζωγράφου Άρι Σέφερ, καταπιάστηκαν με την πολιορκία του Σουλίου από τον Αλή Πασά. Οι γυναίκες πρωταγωνιστούν και στο έργο του «Ελληνίδες εκλιπαρούν την Παναγία για βοήθεια» (1826), ενώ ιστορικό γεγονός εμπνέει και το έργο του «Οι εξόριστοι Έλληνες πάνω σε βράχο», αφού μιλάει για την παράδοση της Πάργας το 1819 από τον Μέτλαντ, τον Άγγλο αρμοστή των Επτανήσων, στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος την κατέστρεψε ολοσχερώς, με τους Έλληνες να διώκονται ώσπου να καταφύγουν στην Κέρκυρα.
Το έργο του Ντονάτο Φραντσέσκο Ντε Βίβο, «Ο θάνατος του Λάμπρου Τζαβέλλα», προκάλεσε μεγάλη εντύπωση για το αγωνιστικό φρόνημα που εξέφραζε, αλλά και τη δραματική ένταση της σκηνής. Στον πίνακα απεικονίζεται ο θάνατος του Λάμπρου Τζαβέλλα (Σούλι 1745 – 1795) τη στιγμή που πληγωμένος πέφτει στο πεδίο της μάχης. Η γυναίκα του Μόσχω προσπαθεί να τον συγκρατήσει ενώ αριστερά, ανάμεσα σε πτώματα, καπνούς και συντρίμμια, ο γιος τους Φώτος προσπαθεί έντρομος να καταλάβει τι συμβαίνει.
Ο πίνακας «Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη», απεικονίζει τη στιγμή της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας στο Τσεσμέ από τον Κωνσταντίνο Κανάρη και τους συντρόφους του, τη νύχτα της 6ης προς την 7η Ιουνίου του 1822. Το συμβάν διαδραματίστηκε στον απόηχο των σφαγών της Χίου και προκάλεσε διεθνή αντίκτυπο. Την πυρπόληση φιλοτέχνησε ο Νικηφόρος Λύτρας, βασισμένος στις διηγήσεις του ίδιου του Κανάρη, ο οποίος επισκεπτόταν τον ζωγράφο στο εργαστήριό του κατά την περίοδο δημιουργίας του έργου. Τον Λύτρα ενδιέφερε κυρίως η προβολή των πρωταγωνιστών, οι οποίοι κυριαρχούν σε πρώτο πλάνο, ενώ το φλεγόμενο πλοίο απωθείται στο βάθος. Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας εκτέθηκε το 1873 στη Διεθνή Έκθεση Βιέννης και λίγα χρόνια αργότερα, το 1878, στη Διεθνή Έκθεση Παρισιού. Παρουσιάστηκε, επίσης, το 1881 στην Αθήνα, σε έκθεση στην οικία Μελά.
Η «Σφαγή της Σαμοθράκης» έγινε γνωστή στην Ευρώπη το 1824 από το βιβλίο του Pouqueville «Histoire de la Regeneration de la Grèce» όπου αναφέρονται τα εξής: «Η φρίκη κι ο θάνατος απλώνονται σ’ ολόκληρο το νησί. Οι άνδρες αποκεφαλίζονται, εκτός από μερικούς που τους φυλάγουν, για να τους κρεμάσουν στα κατάρτια πλοίων, όταν θα γυρίζουν στην Κωνσταντινούπολη. Αλυσοδεμένους τους φέρνουν μαζί με τις αθώες οικογένειές τους στα πλοία και τους στοιβάζουν μαζί με σωρούς κεφαλιών προορισμένων να κοσμήσουν την πύλη σαραγιού. Φρικτός φόρος, οι γυναίκες που ήταν καταδικασμένες να μπουν στα κακόφημα σπίτια καταφέρνουν να μετριαστεί η ποινή τους, χάρη στην απληστία των δεσποτών τους που τις πούλησαν μαζί με τα παιδιά τους στην αγορά του Σουλτανιέ Καλεσί. Ακόμη οι Τούρκοι δεν ξέχασαν να στοιβάξουν σε σωρούς τα κομμένα κεφάλια κάτω από τα παράθυρα του Γάλλου υποπρόξενου». Το συγκεκριμένο απόσπασμα του βιβλίου ενέπνευσε τον ζωγράφο Auguste Vinchon να φιλοτεχνήσει τον πίνακα “Après le Massacre de Samothrace” ο οποίος εκτίθεται στο Λούβρο.
Ένα έργο με ιδιαίτερο συμβολισμό και μεγάλη φήμη, «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» του Θεόδωρου Βρυζάκη, απεικονίζει την Ελλάδα ως αρχαία κόρη, πάνω σ’ ένα σύννεφο που την κρατά υπερυψωμένη και κυρίαρχη στο κέντρο του πίνακα. Φορά δάφνινο στεφάνι στα ξέπλεκα μαλλιά της, ενώ τα χέρια της είναι απλωμένα δεξιά και αριστερά, σε μία συμβολική κίνηση εναγκαλισμού. Γύρω της συνωστίζονται οι γνώριμοι πρωτεργάτες της Επανάστασης, οι πρόδρομοι Ρήγας Φεραίος, Αδαμάντιος Κοραής, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Μιχαήλ Σούτζος, οι αγωνιστές Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Οδυσσέας Ανδρούτσος και οι ήρωες των ναυτικών αγώνων Κωνσταντίνος Κανάρης, Ανδρέας Μιαούλης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.
Το «Επεισόδιο του Ελληνικού αγώνα» του Ντελακρουά, θεωρείται έργο με τολμηρούς χρωματικούς τόνους, που παραπέμπουν στην «ανατολίζουσα» περίοδο του καλλιτέχνη. Περίπου τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τα θέματα από την Ελληνική Επανάσταση συνέχιζαν να εξάπτουν τη φαντασία ορισμένων καλλιτεχνών που ανήκαν στη γενιά των ρομαντικών και οι οποίοι είχαν γοητευθεί από το φιλελληνισμό. Ο πίνακας του Ντελακρουά, αντιμετωπίστηκε ως η ζωγραφική ανανέωση ενός θέματος με το οποίο ο καλλιτέχνης είχε ήδη καταπιαστεί κατά τη νεότητά του, το 1826, με τον τίτλο «Σκηνή από τον σύγχρονο πόλεμο Τούρκων και Ελλήνων». H παρουσίαση του έργου αυτού στο Σαλόν του Παρισιού, τον Οκτώβριο του 1827, χαρακτηρίστηκε «κακό τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το χρώμα», παρ’ όλο που υπήρχε «κάποια κίνηση στο σύνολό του».