Την περιμέναμε καιρό, γνωρίζοντας τη διαδρομή και το κλέος του δημιουργού της, του Πολωνού Κρίστιαν Λούπα. Και πήγαμε προετοιμασμένοι για την πεντάωρη διάρκεια της δικής του εκδοχής για τη «Δίκη» του Κάφκα, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στην πρεμιέρα, στην Κεντρική Σκηνή. Την Τετάρτη το απόγευμα.
Μας περίμενε επί σκηνής μια μεσήλικη γυναίκα που δίπλωνε καλσόν, μ’ εκείνον τον ξεχασμένο τρόπο, με μαζεμένα τα νύχια για να μην κάνουν πόντο στην κάλτσα… Μια τηλεόραση στο άδειο καθιστικό πρόβαλλε μια πολιτική εκπομπή… Η γυναίκα παρακολουθούσε αφηρημένα. Κάποια στιγμή μπαίνει ένας άνδρας. Ενας νοικάρης της γυναίκας. Ακολουθεί σιωπή, αμηχανία, τέτοια αμηχανία που παίρνει κι ο άντρας ένα καλσόν να διπλώσει. Δεν μιλάει κανείς, ή μάλλον λένε τα τυπικά. Ακούγονται όμως οι σκέψεις του (που στην οθόνη του υπερτιτλισμού γράφονται με πλάγια γραμματοσειρά, μια διαδικασία που επαναλήφθηκε αρκετές φορές στη διάρκεια της παράστασης).
Και από εκείνο το σημείο ξεκινάει η κατά Κρίστιαν Λούπα ιστορία του Γιόζεφ Κ. Διστακτικά, ενοχικά και αμήχανα απολογείται ο Κ. στη μεσήλικη γυναία για την πρωινή αναστάτωση του σπιτιού. Μια αναστάτωση που δεν επρόκειτο να είναι στιγμιαία, που δεν αφορούσε μόνο την ηρεμία στο χώρο, αλλά και στη ζωή του. Γιατί εκείνο το πρωινό ένας μέσος, αδιάφορος και φιλήσυχος άνθρωπος συλλαμβάνεται χωρίς ποτέ να καταλάβει την αιτία. Κατηγορείται για κάτι που δεν έχει καταλάβει. Πηγαινοέρχεται, υποψιάζεται, άρχιζει να σκέφτεται εμμονικά, οργισμένα… Ο Κρίστιαν Λούπα, στο πρώτο μέρος της παράστασης εικονογραφεί την έκπληξη, την απορία, τα όριά του, την αδυναμία του μπροστά σε κάτι που δεν μπορεί να κατανοήσει και να πολεμήσει… Την αδυναμία και την έκπληξη του μέσου πολίτη απέναντι στην αγκύλωση, τη γραφειοκρατία και την αδιαλλαξία των δημόσιων οργανισμών. Δίνοντας, σ’ αυτό το συγκεκριμένο μέρος, ως ρυθμό της παράστασης, τους χρόνους της έκπληξης, της αποσβόλωσης, της αμηχανίας, των απελπισμένων και ανήσυχων σκέψεων… Σχεδόν στο χρόνο που διαρκούν όλα αυτά…
Κατήγορος και δεσμοφύλακας του Γιόζεφ Κ. είναι ο κρατικός μηχανισμός και ο Κρίστιαν Λούπα διάλεξε αυτό το κείμενο του Φραντς Κάφκα για να περιγράψει, με ζοφερό τρόπο, και εικονογραφώντας με τον τρόπο του θεάτρου αλλά και της κινηματογραφημένης εικόνας -με την εξαιρετική χρήση του βίντεο-, τα φαινόμενα λογοκρισίας στην πατρίδα του. Η αμηχανία, ο φόβος και η οργή του Γιόζεφ Κ. υπογραμμίζουν, υπενθυμίζουν και καταγγέλλουν ό,τι βίωσαν τόσο ο Κρίστιαν Λούπα όσο και οι συνάδελφοί του στο Teatr Polski, με λογοκρισίες, με αντικαταστάσεις διευθυντών, με τοποθετήσεις άλλων ελεγχόμενων από την κυβέρνηση της χώρας. Από εκεί ξεκίνησε ο μεγάλος Πολωνός σκηνοθέτης, εμπνεύστηκε από τη «Δίκη» του Κάφκα και αξιοποίησε αυτό το κείμενο κάνοντας μια παράσταση καταγγελίας, οργής και έμπλεης ζόφου απέναντι στις γραφειοκρατικές και καθηλωμένες συμπεριφορές του όποιου δημόσιου οργανισμού. Του όποιου κρατικού μηχανισμού. Ανθρώπων που έχουν μάθει να μην αναρωτιούνται, να μην αντιδρούν, να μη σκέφτονται. «Η αυτοπεποίθησή τους πηγάζει από την ανοησία τους» λέει ο Λούπα. Και στο άκουσμα αυτής της φράσης έχουμε πολλά δικά μας να σκεφτούμε.
Στην παράστασή του αναδεικνύει με σκληρό τρόπο, την αναλγησία, τις προσβολές της εξουσίας (ο συλληφθείς Γιόζεφ Κ. εμφανίζεται με τα εσώρουχα), την απολυτότητά και τη μικρόνοιά των λειτουργών της, την αδιαφορία προς τον πολίτη και την ίδια στιγμή υπογραμμίζει τη ρουτίνα, τη μιζέρια, και την αποδοχή από το ευρύ σύνολο όσων στρεβλών συμβαίνουν. Εκείνες οι κινηματογραφημένες σκηνές με τους τεράστιους υπόγειους διαδρόμους όπου περπατά ο Γιόζεφ Κ. κι από πάνω του χάσκουν οι σωλήνες των εγκαταστάσεων ενός κτιρίου, ήταν από τις ωραιότερες αποτυπώσεις των δαιδάλων της γραφειοκρατίας.
Θίγει πολλά ο Κρίστιαν Λούπα στην παράστασή του. Με μερικές έξοχες εικαστικές στιγμές (όπως εκείνη στο τέλος του δεύτερου μέρους, που η πραγματική εικόνα πολλαπλασιάζεται στο βάθος μέσω του βίντεο, αναπαριστώντας έναν αλλόκοτο «Μυστικό δείπνο»: της απελπισίας, της παραίτησης, του ζωώδους ερωτισμού, της επιθετικής οργής και διεκδίκησης. Με ερμηνείες που καθηλώνουν με την απλότητα και την αμεσότητά τους. Με επισημάνσεις που θυμίζουν πολλά σε πολίτες πολλών σημείων αυτού του πλανήτη: «Ξεπεράσαμε τα όρια του παραλόγου» ή «Μπορούμε να κάνουμε τέχνη και να παριστάνουμε πως ζούμε». Με την απεικόνιση της φαυλότητας όσων θεωρούν πως έχουν κάποια εξουσία και την απόλυτη απουσία αισθητικής που τους διακρίνει. Και μ’ εκείνες τις φωνές της σκέψης (με τα πλάγια γράμματα στον υπερτιτλισμό), που άλλοτε είναι συνήγοροι του διαβόλου κι άλλοτε καθηλώνουν.
«Η Δίκη» του Κρίστιαν Λούπα ήταν οπωσδήποτε μια θεατρική εμπειρία. Δεν είναι εύκολη στη θέασή της, κυρίως λόγω του αργού ρυθμού της, που ηθελημένα παραπέμπει στον παραιτημένο ρυθμό της ραστώνης (αλλά αρκετές στιγμές κούρασε αυτός ο ρυθμός), που επιμένει στις λεπτομέρειες κινήσεων που προσπερνάμε, αλλά όλοι κάνουμε. Είναι ασφαλώς ένα σύγχρονο πολιτικό θέατρο, με πολλά σημεία αναφοράς που αφορούν τη δική του εμπειρία, έχει βιτριολικό χιούμορ και αδυσώπητη πρόκληση σε άλλες στιγμές της, και με όλα αυτά αγγίζει και προσεγγίζει, με ποιητικό τρόπο, όσα μας τρομάζουν, μας απελπίζουν και είναι γύρω μας. Ακόμα κι όταν υπερτερεί το καταγγελτικό στοιχείο (και ήταν στιγμές που ξεχείλιζε από αυτό η παράσταση), η ποίηση είναι παρούσα.
Ακόμα κι αν δεν αντέξετε να δείτε και τις πέντε ώρες, οι θεατρόφιλοι θα ήταν χρήσιμο να δείτε τη θεατρική γλώσσα του Κρίστιαν Λούπα. Μέχρι την Κυριακή 10 Μαρτίου. Ωρα έναρξης, 7μ.μ.