«Την Πάτμο ή την αγαπάς, ή την μισείς, απ’ την πρώτη στιγμή που πατάς το πόδι σου», μου λέει ο Μπάμπης Τσούτσας, διευθυντής του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Πάτμου, απ’ την πρώτη στιγμή που πατάω το πόδι μου. Δείχνει αρκετή εγκράτεια ώστε να μη με ρωτήσει αν την έχω αγαπήσει ή μισήσει ακόμη, όμως λίγες ώρες αργότερα, αφού έχω κάνει τις πρώτες μου διερευνητικές βόλτες στα σοκάκια της Σκάλας, κι έχω ήδη ρουφήξει το πρώτο αλκοολούχο που θα κρατήσει καταχωνιασμένη στο ξενοδοχείο τη σκοτούρα που μ’ έχει ακολουθήσει απ’ την Αθήνα, η απάντηση γίνεται κάπως πιο εμφανής.
Ανάμεσα στη λιμανιώτικη Σκάλα και την κοσμοπολίτικη Χώρα, λίγος είναι ο συναγωνισμός που χωράει σε επίπεδα ατμοσφαιρικότητας, οι επαγγελματίες του παραθαλάσσιου χωριού όμως, κάνουν ό,τι μπορούν για να κοντράρουν στα ίσια τους υπερόπτες (κυριολεκτικά) κοντοχωριανούς τους, σε ό,τι αφορά τη φινέτσα: καλοβαλμένα μαγαζάκια με κομψά σκαμπουδάκια, oldschool βεσπάκια και δια χειρός στημένα αυτοσχέδια καναπεδάκια στις εισόδους των χαριτωμένων μπουτίκ, καλλιεργούν μια παρεΐστικη προδιάθεση που αγκαλιάζει τον διαβάτη σ’ όλη τη βόλτα του απ’ την πλατεία του χωριού μέχρι πιο μέσα, στην κοφτή στροφή που κάνει για να φτάσει στον έναν απ’ τους τέσσερις χώρους του φεστιβάλ.
Στο παλιό δημοτικό σχολείο της Σκάλας, μόλις δέκα ανηφορικά βήματα πιο πάνω απ’ όλη τη βαβούρα του κοσμοφορτωμένου χωριού, η καταπράσινη αυλή με το δροσερό πλακόστρωτό της δάπεδο, έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα φιλόξενο, αυτοσχέδιο σινεμά. Καθώς μαζεύεται ο κόσμος, καλοντυμένος και χαρούμενος, κι οι κοντά 300 θέσεις του γεμίζουν, ένας κικεώνας από γλώσσες, προφορές κι εκφράσεις γκελάρει στους τοίχους του σχολείου, όπως φαντάζεσαι ότι θα αντανακλούνταν κι οι φωνές απ’ τα παιδιά στο διάλειμμα στην προηγούμενη ζωή του χώρου.
Προσπαθείς να ξεχωρίσεις εκφορές και καταγωγές, τ’ αμερικάνικα κυριαρχούν κι ίσως στο βάθος πιάνεις κάποια γαλλικά, τουρίστες μπλέκονται με χορηγούς κι οι ντόπιοι με τους ξένους. ‘Oμως όποια γλώσσα κι αν μιλάνε, τα συναισθήματα είναι κοινά: ενθουσιασμός, αγωνία, χαρά και κούραση, απ’ όσους δούλευαν κάτι βδομάδες να τα ετοιμάσουν, κι όσους ταξίδευαν κάτι μερόνυχτα να ‘ρθουν να τα χαρούν.
«Περιμένουμε ένα φορτηγό καρέκλες» μου είχε πει ο Μπάμπης όταν με χαιρέτησε κάτω στο λιμάνι και τον είχα κοιτάξει σαστισμένος. «Ήθελα πολυθρόνες σκηνοθέτη κανονικές, όχι του κήπου, κι αναγκάστηκα να τις παραγγείλω απ’ την Αγγλία», μου ‘χε εξηγήσει, και στην ουρά που περιμένω για το ανθρακούχο μου, στο πίσω μέρος της αυλής τις βλέπω σωριασμένες: η παγκοσμιοποίηση του την έφερε, κι οι εγγλέζικές του πολυθρόνες αποδείχτηκαν κινέζικες. «Βάλαμε να τις δοκιμάσουμε, κι όπως καθίσαμε έσπασαν στις δέκα οι οκτώ» θα μου διηγηθεί μετά.
Τα φώτα χαμηλώνουν, κεριά και φώτα δίνουν στο χώρο μια αίσθηση απόκοσμη, το πλήθος στρέφει το κεφάλι στην τεράστια οθόνη, κι ανεβαίνουνε οι διευθυντές: Μπάμπης Τσούτσας φυσικά, νευρώδης κι ενεργητικός, Στηβ Κρικρής ο ήπιος Πατμινός καλλιτεχνικός του διευθυντής, Μάκης Μαζαράκης ο μειλίχιος νομικός του σύμβουλος. Μοιάζουν κι οι τρεις τους πιο ανυπόμονοι να αρχίσει η διοργάνωση απ’ ό,τι είμαστε κι εμείς, γιατί ως γνωστόν ό,τι κι αν πουν οι διευθυντές επί σκηνής, αυτό που θα μιλήσει τελικά είναι οι ταινίες.
Στην οθόνη ρίχνουν φως οι πρώτες εικόνες απ’ τη Νιότη του Πάολο Σορεντίνο, αυτήν την εκστατικά στιλιζαρισμένη ελεγεία του Ιταλού στο λυκόφως της ύπαρξης, και μέσα απ’ το αχνοκίτρινο φως των κεριών στην είσοδο του χώρου, διστακτικά προβάλει μια φιγούρα: μια γυναίκα ανάμεσα στα πρώτα –όντα και τα τρίτα –ήντα της, καθίζει το παιδιάστικο χαμόγελό της στα σκαλάκια του προαυλίου. Είναι έτοιμη να περάσει τις επόμενες 2 ώρες και κάτι ακουμπώντας σ’ ένα κομμάτι πέτρα για να χαζέψει ένα κομμάτι πανί. Όπως φαίνεται, το φεστιβάλ της Πάτμου μπορεί φέτος να γίνεται μόλις έξι ετών, κάποιοι όμως το περίμεναν μια ολόκληρη ζωή. Κι αυτό, είναι μια ταινία από μόνο του.
«Δεν έχει κινηματογράφο το νησί» θα μου πει αργότερα ο Στηβ, «κι έτσι όταν αρχίζει το φεστιβάλ ενθουσιάζονται όλοι: στο τέλος της ημέρας, όλο αυτό γίνεται για τους ανθρώπους αυτούς». Αυτούς που είναι, άλλωστε, κι ο καλύτερος λόγος για να γίνει όλο αυτό.