Στοχαστικός, ειρωνικός και ενίοτε διδακτικός ποιητής διέθετε -από πολύ νωρίς- μία υποδειγματική τεχνική και μια ασυνήθιστη, πνιγηρή ευαισθησία. Σχεδόν κάθε στίχος του εμπεριέχει και ένα εσωτερικό σχόλιο, μία αμφισβήτηση που εκφράζεται με την μόνιμη αμφιβολία του για την ποιότητα και την αξία των κοινωνικών συμβάσεων, την ακατανόητη φύση του ανθρώπου, την παρατεταμένη ηθική παρακμή.
Είδε την ζωή και την ποίηση υπό το πρίσμα των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων του καιρού του και μέσα από τη συνειδητή του αφοσίωση στον μαρξισμό, κατάφερε να εκφράσει τις ανησυχίες και τις ψυχικές μεταπτώσεις της γενιάς του – η οποία βίωνε έντονα τις πιο ακραίες αντιθέσεις της σύγχρονης εποχής. Απ’ την άλλη, ως ποιητής απεριόριστων εκφραστικών δυνατοτήτων κατάφερε κάτι μοναδικό: να ανανεώσει την ποιητική παράδοση, προσεγγίζοντας ψυχολογικά τόσο την ατομική όσο και την κοινωνική εμπειρία.
Ο Γουίσταν Χιου Ώντεν γεννήθηκε, στις 21 Φεβρουαρίου 1907, στο Γιορκ της Αγγλίας και ήταν γιος του γιατρού Τζορτζ Ώντεν και της Κοστάνς Ρόζαλι Μπίκνελ Ώντεν – μιας νοσοκόμας ιεραποστολών. Η οικογένειά του ήταν βαθύτατα θρησκευόμενη με πίστη στο δόγμα του Αγγλικανισμού και η αγάπη του ποιητή για τη μουσική και τη γλώσσα οφείλεται -εν μέρει- στις λειτουργίες της εκκλησίας στα χρόνια της παιδικής του ηλικίας.
Επίσης, πίστευε ότι είχε ισλανδική καταγωγή και σε αυτήν την αυθαίρετη πεποίθηση πρέπει να αναζητηθεί η γοητεία που του ασκούσαν οι ισλανδικοί θρύλοι και τα σκανδιναβικά έπη – η επιρροή των οποίων είναι διάσπαρτη σε όλο του το έργο. Το 1908 η οικογένειά του μετακόμισε στο Μπέρμινχαμ, όπου ο πατέρας του είχε διοριστεί στη Σχολή Ιατρικής Υπηρεσίας και αργότερα θα γινόταν Καθηγητής της Δημόσιας Υγείας.
Μάλιστα, η εφόρου ζωής ενασχόληση του Ώντεν με την ψυχανάλυση ουσιαστικά ξεκίνησε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του. Ήδη από εκείνη την εποχή το ενδιαφέρον του για τα βιβλία θα πάρει τον χαρακτήρα μιας συναρπαστικής -και αναπόδραστης- εμμονής. Αργότερα θα γράψει χαρακτηριστικά: «Οι λέξεις με γοητεύουν με τον ίδιο τρόπο που μια αισθησιακή ιστορία με διεγείρει ερωτικά».
Και, πράγματι, από πολύ νωρίς θα συνειδητοποιούσε ότι η αποστολή του -τρόπον τινά- ήταν να γίνει ένας ποιητής. Έτσι, ενώ το 1925 πήγε στο περίφημο Christ Church της Οξφόρδης με υποτροφία στη βιολογία, δεν άργησε να αλλάξει αντικείμενο σπουδών και να στραφεί στην αγγλική γλώσσα. Όσο για τη γνωριμία του με τον Κρίστοφερ Ίσεργουντ, την ίδια χρονιά, θα αποδεικνυόταν καθοριστική – από κάθε άποψη.
Εκείνος θα γινόταν ο μέντοράς του στην λογοτεχνία -στον οποίο έδινε τα ποιήματά του για σχόλια και κριτική- αλλά και ο εραστής του. Ο Ώντεν ερωτεύτηκε παράφορα τον Ίσεργουντ και στη δεκαετία του 1930 θα συνδέονταν ερωτικά, ενώ θα συνεργάζονταν σε τρία θεατρικά έργα και ένα ταξιδιωτικό βιβλίο. Προηγουμένως, το φθινόπωρο του 1928 ο Ώντεν άφησε τη Βρετανία και έμεινε για εννέα μήνες στο Βερολίνο – μια πόλη όπου η ομοφυλοφιλία ήταν ευρέως ανεκτή. Αυτό το ταξίδι θα επηρέαζε βαθιά τον ψυχισμό του, αφού εκεί έμελλε να γίνει μάρτυρας της πρώτης γενικευμένης πολιτικής και κοινωνικής αναστάτωσης – η οποία στο εξής θα αποτελούσε ένα από τα θεμελιώδη ποιητικά του θέματα.
Όλο αυτό το διάστημα έγραφε ασταμάτητα και το 1928 ολοκληρώνει το πρώτο του δραματικό έργο με τίτλο «Paid in both sides», στο οποίο συνυπάρχουν στοιχεία από τις ισλανδικές σάγκες, μαζί με αστεία από τα αγγλική καθημερινότητα: Είναι αυτό το μείγμα της τραγωδίας και της φάρσας -το οποίο αντλεί υλικό από φαινομενικά αταίριαστες πηγές- που θα γινόταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησής του. Και δύο χρόνια μετά, θα δημοσιεύσει το κλασικό, πια, έργο του «Ποιήματα» – το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον Τ. Σ. Ελιοτ! Εκείνος, όμως, παρά την πρώιμη επιτυχία του, ένιωθε μέσα του έντονη τη αίσθηση του ανικανοποίητου.
Στο μεταξύ, άρχισε να δουλεύει ως δάσκαλος σε διάφορα σχολεία και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, στους συναδέλφους του και στους μαθητές. Οι φίλοι του τον περιγράφουν ως αστείο, πληθωρικό, συμπονετικό, γενναιόδωρο και -εν μέρει από δική του επιλογή- μοναχικό. Στις κοινωνικές του σχέσεις ήταν συνήθως δογματικός και αδιόρατα μελαγχολικός, με μία -ωστόσο- εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ.
Αλλά αυτή η επιφανειακή ισορροπία και η σιγουριά που απέπνεε, κρεμόταν -στην πραγματικότητα- από μια κλωστή. Ώσπου, τον Ιούνιο του 1933, βίωσε αυτό που αργότερα περιγράφηκε ως «Όραμα της Αγάπης» που θα άλλαζε την ζωή του για πάντα: Ενώ καθόταν με τρεις συναδέλφους του στο σχολείο, ξαφνικά διαισθάνθηκε -μέσω μιας προσωπικής ενόρασης- ότι η ύπαρξή τους είχε απεριόριστη αξία για εκείνον: αυτή η εμπειρία θα επηρέαζε την απόφασή του να στραφεί εκ νέου στην Αγγλικανική Εκκλησία.
Τα ποιήματά του, πλέον, θα στρέφονταν περισσότερο από πριν στη θρησκεία και την ηθική, αλλά εξακολουθεί να συνδυάζει με τόλμη παραδοσιακές φόρμες και στυλ με νέες μορφές δικής του επινόησης, αποσκοπώντας πάντα σε εκείνο που θα γινόταν η συνθήκη της ποιητικής του τέχνης: σε μία αλλαγή της κοινωνίας από την κατάσταση του φόβου, σε εκείνην της συναισθηματικής επικοινωνίας και της αγάπης.
Από το 1935 μέχρι που άφησε την Αγγλία -στις αρχές του 1939- εργάστηκε ως κριτικός, δοκιμιογράφος, καθώς και σε ένα ντοκιμαντέρ όπου γνωρίστηκε με τον σπουδαίο συνθέτη Μπέντζαμιν Μπρίτεν, με τον οποίο συνεργάστηκε σε θεατρικά έργα, κύκλους τραγουδιών και ένα λιμπρέτο όπερας.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, τα ποιήματα του επικεντρώνονται στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις αποκαλύπτουν κρυμμένα συναισθήματα. Αλλά, ο ποιητής αισθανόταν πλέον ότι είχε κλείσει ένας σημαντικός κύκλος στη ζωή του: Αν και η ποιητική του φήμη εξαπλωνόταν, εκείνος ένιωθε -για ακόμη μία φορά- να ασφυκτιά.
Κάπως έτσι, τον Ιανουάριο του 1939 ο Ώντεν με τον Ίσεργουντ θα αποπλεύσουν μαζί για τη Νέα Υόρκη, αλλά θα συναντιούνται μόνο περιοδικά κατά τα επόμενα χρόνια. Και αυτό εν μέρει επειδή θα συνδεθεί ερωτικά με τον ποιητή Chester Kallman, με τον οποίο θα παρέμεναν μαζί μέχρι τέλους. Εκείνη την εποχή ζούσε σε ένα σπίτι στο Μπρούκλιν που το μοιραζόταν με την Κάρσον Μακ Κάλλερς, τον Μπέντζαμιν Μπρίτεν και άλλους και το οποίο έμελλε να γίνει ένα ευρείας φήμης κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής.
Παράλληλα, το έργο του αναγνωρίζεται σε παγκόσμια κλίμακα: αρχίζει να διδάσκει αγγλικά στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, αλλά και να ταξιδεύει και πάλι στην Ευρώπη, ενώ από το1956 έως το 1961 γίνεται καθηγητής Ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο οποίο έπρεπε να δίνει μερικές διαλέξεις το χρόνο.
Είχε επιτέλους βρει την ευτυχία που τόσο επιζητούσε, μέσα από την συνεχή κίνηση και την ακατάπαυστη εργασία. Άλλωστε, δημοσίευσε μέχρι τον θάνατό του -το 1973- πάνω από τετρακόσια ποιήματα, μεταξύ των οποίων τουλάχιστον δέκα από αυτά να ανήκουν στην μεγάλη ποίηση του εικοστού αιώνα: Ανάμεσά τους «Η ασπίδα του Αχιλλέα», «Η θάλασσα και ο καθρέφτης, «Ατλαντίδα», «Η πτώση της Ρώμης».
Τα δεκαεννέα ποιήματα που μεταφράζονται και σταχυολογούνται -εξαιρετικά- από τον Ερρίκο Σοφρά, με τίτλο «Η ασπίδα του Αχιλλέα», συναποτελούν μία προσωπική ανθολόγηση της ποίησης του Ώντεν: ποιήματα πολιτικά, ερωτικά, ελεγειακά, στοχαστικά, κάποια ανάλαφρα, συνθέσεις έμμετρες αλλά και σε ελεύθερο στίχο. Έντεκα από αυτά ανήκουν στο «Μια άλλη φορά», βιβλίο που μέχρι σήμερα ανατυπώνεται αυτούσιο και κυκλοφορεί από τον εκδότη του ποιητή, ξανά και ξανά.
Τα υπόλοιπα οκτώ ανήκουν σε πέντε διαφορετικές συλλογές. Τα ποιήματα «Musee des Beaux Arts», «Στη μνήμη του Γ. Μπ. Γέητς», «Η πτώση της Ρώμης», «Η ασπίδα του Αχιλλέα» δε λείπουν από καμιά ανθολογία παγκόσμιας ποίησης. Το «Βγήκα να περπατήσω ένα βράδυ», το «Πένθιμο μπλουζ», το «Νανούρισμα», η «Τιμή στην Κλειώ», επιφυλάσσουν εκείνη την ιδιαίτερη πικρά ειρωνική, μισοσκότεινη και συγκινητικά αλγεινή φωνή του που ήξερε -πάντοτε- να καθηλώνει: «Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια / Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια / Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει / Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει»…
Γ. Χ. Ώντεν
«Η ασπίδα του Αχιλλέα»
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Εκδόσεις: Αντίποδες
Σελίδες: 160
«Χρυσά κουπιά»
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 176
Η Λήδα και η Ηρώ έπρεπε να περάσουν όλο το καλοκαίρι σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά, μέσα στα βουνά και χωρίς θάλασσα. Και όμως πολύ γρήγορα τα κορίτσια άρχισαν να δένονται με το χωριό. Έμαθαν μαζί με τα σοκάκια και τις ιστορίες των ανθρώπων που τα κατοικούσαν. Ανακάλυψαν ένα παλιό ημερολόγιο της μαμάς τους και μέσα από τις σελίδες του γνώρισαν το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειας, που το αγνοούσαν. Η ιδιοκτήτρια ενός βιβλιοπωλείου τούς αποκάλυψε τον θρύλο για μια βελανιδιά που τη λέγανε καράβι και οι παλιοί τη λατρεύανε γιατί είχε μαγικές ιδιότητες. Ένα μυθιστόρημα για ένα καλοκαίρι σε έναν μυστηριώδη τόπο και μια παρέα παιδιών που θα ανακαλύψει τη δύναμη της φιλίας, της αγάπης και της θυσίας.
«Προυστ»
Μετάφραση: Θωμάς Συμεωνίδης
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 152
Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός μεγαλοφυούς συγγραφέα. Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ.
«Ένα τραγούδι για δύσκολους καιρούς»
Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 448
Όταν η κόρη του Τζον Ρέμπους, Σαμάνθα, του τηλεφωνεί μες στα μεσάνυχτα, εκείνος ξέρει ότι τα νέα δεν είναι ευχάριστα. Ο σύζυγός της εδώ και δύο μέρες αγνοείται. Ο Ρέμπους φοβάται το χειρότερο – και γνωρίζει πολύ καλά μετά τα τόσα χρόνια στην αστυνομία ότι η κόρη του θα είναι η βασική ύποπτη. Δεν υπήρξε ο καλύτερος πατέρας -η δουλειά ερχόταν πάντα πρώτη- τώρα όμως η κόρη του τον χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Ως τι όμως θα πάει; Ως πατέρας ή ως ντετέκτιβ; Καθώς αναχωρεί την αυγή με προορισμό την ανεμοδαρμένη ακτή και τη μικρή πόλη με τα μεγάλα μυστικό, αναρωτιέται μήπως για πρώτη φορά στη ζωή του δεν θέλει να ανακαλύψει την αλήθεια…
«Βενετία – Γέφυρα Δύσης και Ανατολής 1081-1797»
Μετάφραση: Γεωργία Μίχα
Σελίδες: 480
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος
Η χιλιόχρονη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, με κτήσεις στην Ιταλία και την Ελλάδα, και εμπορική κυριαρχία σε όλη τη Μεσόγειο, αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ο βραβευμένος William Η. McNeill ανασυνθέτει ολόκληρη την ιστορία της δυτικής Ευρώπης κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τους πρώιμους νεότερους χρόνους. Μέσα από τις διενέξεις και τις αλληλεπιδράσεις καθολικών και ορθοδόξων, τη διαμάχη Ενετών και Βυζαντινών και, κατόπιν, Ενετών και Οθωμανών, ο McNeill εξερευνά τις βάσεις της ενετικής εξουσίας και τις πηγές του πλούτου της, χάρη στις οποίες κατοχύρωσε τη μοναδική της θέση στα σύνορα παπικού και ορθόδοξου κόσμου. Πρόκειται για μια επιβλητική ιστορία της θαλασσοκράτειρας Βενετίας, μια κλασική στιγμή της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας.