Μπορεί το 2017 να πήγαν στραβά πολλά πράγματα στον πλανήτη, αλλά οι ταινίες δεν ήταν ένα από αυτά. Παρά την ολοένα και αυξανόμενη στειρότητα του Χόλιγουντ σε πρωτοτυπία και τολμηρά στοιχήματα, αλλά και τον ανταγωνισμό από την πληθώρα των streaming επιλογών που (αδίκως, κατά τη γνώμη μας) κρατούν το κοινό σπίτι του, η χρονιά ήταν γεμάτη με συναρπαστικές κινηματογραφικές ανακαλύψεις, διαθέσιμες σε όποιον είχε διάθεση να κοιτάξει λίγο πιο πέρα από τους binge-πειρασμούς και τα βιαστικά hot takes στο Ίντερνετ.
Παρακάτω, κατατάσσουμε τις 10 από αγαπημένες μας ταινίες για φέτος, από όσες είχαν κινηματογραφική διανομή στην Ελλάδα τους 12 μήνες του 2017 (γι’αυτό και με αβάσταχτο πόνο ψυχής δεν συμπεριλαμβάνουμε αρκετές απο εκείνες που είδαμε σε φεστιβάλ αλλά θα κυκλοφορήσουν στη χώρα μας τη νέα χρονιά), με έμφαση ομολογουμένως στο Χόλιγουντ, Μείνετε όμως συντονισμένοι, για συμπλήρωμα ετοιμάσαμε κι άλλη μια λίστα με τις ταινίες που μπορεί να μην εντόπισε το ραντάρ σας αλλα αξίζει ανακαλύψετε και θα δημοσιευθεί τις επόμενες μέρες…
Η κινηματογραφική εκδοχή του τσιμεντόλιθου (σε πολιτιστικό και κυριολεκτικό βάρος) του Στίβεν Κινγκ μετά την κλασική μίνι σειρά με τον Τιμ Κάρι εξελίχθηκε σε μίνι φαινόμενο της ποπ κουλτούρας στην αρχή αυτής της σεζόν, σε μια χρονιά που μέτρησε τουλάχιστον 7 μεταφορές έργων του διάσημου συγγραφέα σε διάφορα μέσα. Το θρίλερ του ανερχόμενου σκηνοθέτη Άντι Μουσκιέτι έκανε έξυπνη μετάγγιση των πιο αποτελεσματικών στοιχείων της λογοτεχνίας του Κινγκ (παιδάκια-losers με τη χημεία εκείνων του Στάσου Πλάι Μου τρομοκρατούνται από τον κλόουν Πένιγουαϊζ που αποκτά τη μορφή των χειρότερων φόβων τους) σε μια εποχή που η νοσταλγία γίνεται meme με ευκολία και η έννοια του Κακού είναι επικίνδυνα συνυφασμένη με την καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων. Είχε γνήσιο τρόμο (δίνοντας νέο νόημα στη φράση «λουτρό αίματος»), είχε quotable αστεία (“THEY’RE GAZEBOS!”), ενώ η τεράστια εμπορική επιτυχία της ταινίας (και στη χώρα μας) εγγυήθηκε αυτήν την σπάνια πλέον απόλαυση να μοιράζεσαι με τους υπόλοιπους θεατές μέσα σε μια γεμάτη κινηματογραφική αίθουσα τα jump scares και τα γέλια που συνήθως ακολουθούν.
Σταματήστε. Το Alien: Covenant είναι καλή ταινία και κρατήστε το hate mail ή τα παράποντα προς τη διεύθυνση της Popaganda για άλλη φορά (θα έρθουν πολλές, μην ανησυχείτε). Ο 80χρονος Ρίντλεϊ Σκοτ μπορεί να έχει καιρό να γυρίσει ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα, αλλά παραμένει από τους πιο ενδιαφέροντες mainstream σκηνοθέτες που καταφέρνει να περνάει λαθραία την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του σε μπλοκμπάστερ με μεγάλα ονόματα κι ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες. Φέτος επέστρεψε στο franchise με το οποίο συνέδεσε τη φήμη και την καριέρα του πριν 38 χρόνια, πρόθυμος να διορθώσει το ομολογουμένως προβληματικό Prometheus κι αποφασισμένος να ασχοληθεί με την αιώνια κόντρα δημιουργού και δημιουργήματος με φόντο ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό γοτθικού τρόμου, καθώς το πλήρωμα μιας αποικιοκρατικής διαστημικής αποστολής παγιδεύεται σε ένα μυστηριώδη πλανήτη με μοναδικό οικοδεσπότη και σύμμαχο (;) ένα ανδροειδές. Παρεξηγημένο από μεγάλη μερίδα της κριτικής και του κοινού, το Alien: Covenant θα δικαιωθεί, μόνο και μόνο μόλις συνειδητοποιήσει περισσότερος κόσμος ότι περιλαμβάνει μια σκηνή στην οποία ο Μάικλ Φασμπέντερ φιλάει τον εαυτό του.
Ή αλλιώς Children of X-Men. Σε αυτό το μετα-αποκαλυπτικό ρέκβιεμ για έναν υπερήρωα, ο Γούλβεριν του Χιου Τζάκμαν έχει στενάχωρη καρδιά, [στην οποία] σεκλέτια δεν χωρούνε, ειδικά όταν έρχονται με τη μορφή ενός αγνώστου πατρότητας κοριτσιού που μπορεί να αποτελεί το μέλλον των εξαφανισμένων μεταλλαγμένων και ζητά προστασία από τον κουρασμένο, αλκοολικό πρώην Χ-Man. Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μάνγκολντ ξεφορτώνεται το βαρύ CGI και ό,τι μπορεί να θυμίζει big-budget μεταφορά κόμικ κι αφήνει τον Τζάκμαν να λάμψει σε ένα ελεγειακό γουέστερν, ένα δράμα ακόμα και με σαιξπηρικές αναφορές, στο οποίο ο ήρωας καλείται να συμφιλιωθεί με το βίαιο, αμφιλεγόμενο παρελθόν του πριν έρθει αντιμέτωπος με το αναπόδραστο μέλλον του. Το τέλειο φινάλε (και πρακτικά, γιατί το τελευταίο πλάνο του Λόγκαν είναι όντως τέλειο) για μια άνιση αλλά ποτέ βαρετή σειρά ταινιών.
Η ταινία-ορόσημο του 2017, καθρέφτης και προϊόν των κοινωνικοπολιτικών διχασμών στην αμερικάνικη κοινωνία έτσι όπως κλιμακώθηκαν την πρώτη χρονιά της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, ήρθε σχεδόν από το πουθενά και κατέληξε όχι μόνο να είναι το καλύτερο θρίλερ της χρονιάς, αλλά και το πιο ολοκληρωμένο tl;dr σχόλιο για το ρατσισμό και τη φυλετική ταυτότητα στη σύγχρονη Αμερική. Ανέλπιστα, ο κωμικός Τζόρνταν Πιλ της σατιρικής σειράς Key & Peele συναρμολογεί με την προσοχή, την αυτοπεποίθηση και την οξυδέρκεια ενός βετεράνου μια πολυεπίπεδη σάτιρα τρόμου που διασταυρώνει το Μάντεψε Ποιος Θα ’ρθει Για Δείπνο με το The Stepford Wives όταν μια λευκή μιλένιαλ (Άλισον Γουίλιαμς) γνωρίζει στους προοδευτικούς γονείς της (Μπράντλεϊ Γουτίφορντ και Κάθριν Κίνερ – οι δεύτεροι πιο αξέχαστοι κινηματογραφικοί γονείς του 2017 μετά τον Ρέι Ρομάνο και την Χόλι Χάντερ του The Big Sick) το νέο της μαύρο σύντροφο (Ντάνιελ Καλούγια).
Από τότε που η Pixar διέπραξε την απόλυτη προδοσία για τους πιουρίστες σινεφίλ, δηλαδή τη συνεχή παραγωγή σίκουελ για τις επιτυχίες της «χρυσής εποχής» της παράλληλα με τις πρωτότυπες ταινίες της, η γκρίνια για κάθε Αυτοκίνητα 3 (που παρεμπιπτόντως ήταν το high point της σειράς) δεν λέει να κοπάσει, όσα αντίστοιχα Toy Story 3 κι αν γυρίσει το κορυφαίο στούντιο animation. Αυτό ελπίζουμε να σταματήσει με το Coco, την εμπνευσμένη από τα μεξικάνικα έθιμα περιπέτεια ενός αγοριού στη Χώρα των Νεκρών, που όχι μόνο ανεβάζει κι άλλο τον conceptual πήχυ του Με Τα Μυαλά Που Κουβαλάς, αλλά συστήνει στους νεότερους θεατές το πιο δύσκολο θέμα όλων, το θάνατο, μέσα από μια εκθαμβωτικά σχεδιασμένη ιστορία που σέβεται και κατανοεί απόλυτα τις παραδόσεις μιας διαφορετικής κουλτούρας. (Για να καταλάβετε το βαθμό επιτυχίας, η εθνική υπερηφάνεια των Μεξικάνων γι’ αυτή την αμερικάνικη ταινία είναι αντίστοιχη με αυτή που θα είχαμε εμείς αν κάποιος ξένος γύριζε ένα αριστούργημα για το σουβλάκι.) Ναι, η πλοκή πατάει σε αναμενόμενα μηνύματα που έχουν συχνά προωθηθεί μέσα από τις άλλες ταινίες της Pixar, αλλά αυτό εγγυάται άλλο ένα συγκινητικό φινάλε, κομμένο και ραμμένο για όσους αγαπούν τον παππού και τη γιαγιά τους.
ΙΜΑΧ κάμερες σε φτερά αεροπλάνων, εκατοντάδες ανεμοδαρμένοι κομπάρσοι σε έναν ημι-κατεστραμμένο μώλο στην Μάγχη, κάπου σε ένα στούντιο ο Χανς Ζίμερ σε παροξυσμό: θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Κρίστοφερ Νόλαν τέντωσε το όραμά του στα άκρα προκειμένου η ταινία του για τη διάσωση παγιδευμένων στις γαλλικές ακτές βρετανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να είναι αντάξια της παρουσίας του διάσημου ποπ σταρ Χάρι Στάιλς στο καστ. Άσχετα, όμως, με τις όποιες Directioner εμμονές (του; μας;), ο πάντα φιλόδοξος σκηνοθέτης έθεσε τα πρωτοφανή κι αξιοθαύμαστα τεχνικά επιτεύγματα του επιτελείου του στην υπηρεσία μιας χρονικά σύνθετης αφήγησης (μια εβδομάδα, μια μέρα και μια ώρα ως την εκκένωση της πολιορκημένης παραλίας, από ξηρά, θάλασσα και αέρα) που συνεχώς κεντράρει στην ωμή αγωνία και τη λαχτάρα για επιβίωση των σχεδόν ανώνυμων ηρώων. Ευτυχώς είναι σχετικά μικρότερη σε διάρκεια από τις υπόλοιπες ταινίες του Νόλαν και έτσι χρειάστηκε να μην αναπνέουμε μόνο για κάτι λιγότερο από 2 ώρες.
Ελαφρύ σαν πούπουλο, το υβρίδιο μιούζικαλ και ταινίας δράσης σκηνοθετημένο με σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό κι άψογη αίσθηση του ρυθμού από τον Έντγκαρ Ράιτ (μια από τις πιο mainstream καλτ μορφές στην Μ. Βρετανία χάρη στην «τριλογία Cornetto») ήταν μια ευπρόσδεκτη ανάσα αγνής κινηματογραφικής διασκέδασης χωρίς συνέπειες, σε ένα τοπίο όπου τo ρίσκo και οι πρωτότυπες ιδέες εξαφανίζονται με την ίδια ταχύτητα που ο ήρωας του τίτλου οδηγεί τα αυτοκίνητα απόδρασης για λογαριασμό μιας συμμορίας ληστών. Με ακουστικά στα αυτιά του για να πνίγει τους εξωτερικούς θορύβους, ο Μπέιμπι (στο πρόσωπο του Άνσελ Έγκορτ αργοπεθαίνει η γοητεία) χορογραφεί τα κυνηγητά και τον κεραυνοβόλο ερωτά του για μια σερβιτόρα με βάση τα αμέτρητα τραγούδια που παίζουν στο iPod του ανά πάσα στιγμή. Όσοι το είδαν στο σινεμά (παγκοσμίως πάρα πολλοί, στην Ελλάδα ελάχιστοι αφού η ταινία ξεβράστηκε στις αίθουσες σαν ανεπιθύμητο πτώμα τον Αύγουστο) θα το θυμούνται κι ως την τελευταία χρονική στιγμή στην ποπ κουλτούρα που η παρουσία του Κέβιν Σπέισι στην οθόνη δεν προκαλούσε ηθική αμηχανία και πανικόβλητη αναζήτηση του Κρίστοφερ Πλάμερ.
Παστέλ κοινωνικός ρεαλισμός; Tο 2017 είχε κι από αυτό, με την υπογραφή ενός από τους πιο συναρπαστικούς σκηνοθέτες στο σύγχρονο σινεμά, του Σον Μπέικερ. Δυο βήματα από το «πιο χαρούμενο μέρος στον κόσμο» την Disney World στην Φλόριντα, η 6χρονη Μούνι ζει με τη μητέρα της σε ένα φτηνό, χρωματιστό μοτέλ κάνοντας σκανταλιές κι αναστατώνοντας τους υπόλοιπους ενοίκους, ενώ οι ενήλικες, από την απρόβλεπτη μαμά της ως τον καλόκαρδο υπεύθυνο του ξενοδοχείου (ο Γουίλεμ Νταφόε επιτέλους κατάλαβε ότι αν θέλει να πάρει κι αυτός ένα Όσκαρ πρέπει να σταματήσει να παίζει ψυχοπαθείς), αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα. Με τις προηγούμενες ταινίες του, όπως το γυρισμένο σε iPhone Tangerine για την απίθανη παραμονή Χριστουγέννων δύο trans ιερόδουλων, ο Μπέικερ είχε αποδείξει ότι μπορεί με επιδεξιότητα κι ευαισθησία να στρέψει το βλέμμα του σε περιθωριακές φιγούρες. Εδώ καταφέρνει με ακροβατική ακρίβεια να ισορροπήσει πολλαπλές οπτικές με ειλικρινή περιέργεια και συμπάθεια, χωρίς ίχνος συγκατάβασης και εξιδανίκευσης της φτώχειας των ηρώων του, και βάζει το όνομά του στο Κύπελλο της Φωτιάς με τους μεγάλους ουμανιστές του σινεμά, από τον Ρενουάρ ως τον Όζου (κι αν δεν τολμάει να το βάλει εκείνος, το κάνουμε εμείς.)