Αφήστε τον Χιου Τζάκμαν να μετατρέψει στο Βad Education ακόμα και τα Excel της διοίκησης ενός σχολείου (άθλος που δεν κοιμηθήκαμε γράφοντας την προηγούμενη φράση) σε μια συναρπαστική μπάμπουσκα διαφθοράς, μυστικών και πενταψήφιων λογαριασμών καθαριστηρίου, στη δραματοποίηση της αληθινής ιστορίας του σχολικού επιθεωρητή Φρανκ Τασόουν, που φυλακίστηκε για κατάχρηση σχολικών πόρων ύψους 2 εκατομμυρίων δολαρίων. Η ταινία, γραμμένη από τον Μάικ Μακάουσκι, μαθητή του σχολείου Ρόσλιν του Λονγκ Άιλαντ την εποχή που ξέσπασε το σκάνδαλο, κατενθουσίασε κοινό και κριτικούς στο περσινό φεστιβάλ του Τορόντο και η λέξη «Όσκαρ» σχηματίστηκε σε πολλά χείλη, αν και γρήγορα αναγκάστηκε να μετατραπεί σε «Εμμυ», όταν την αγόρασε το ΗΒΟ για τηλεοπτική προβολή. Όμως η ζωή τα έφερε έτσι ώστε το Bad Education να αποτελεί μάλλον την καλύτερη πρεμιέρα της άνοιξης που δεν περιλαμβάνει Ευχούληδες (γιατί κατά τα άλλα το Trolls: World Tour ξεπέρασε τα 100 εκατ. δολάρια σε εισπράξεις στην VOD πρεμιέρα του).
Λατρεμένος από συναδέλφους, συνεργάτες και γονείς για τη χαρισματική προσωπικότητά του, αλλά και την αποτελεσματικότητά του στην επίτευξη στόχων όπως το ποσοστό επιτυχίας των μαθητών σε Ivy League πανεπιστήμια, ο Τασόουν (Τζάκμαν) μοιάζει βγαλμένος από όνειρο – και η φυσική γοητεία του Τζάκμαν πουλάει πανεύκολα το χαρακτήρα: ένας καλλιεργημένος, περιποιημένος, πρόσχαρος, ευγενικός χήρος που έχει πάντα την υπομονή να ακούσει ανησυχίες γονέων, να λύσει τυχόν προβλήματα των παιδιών τους, αλλά και να φωτογραφηθεί με τους μεσίτες που φέρνουν καλάθια δώρων στο γραφείο του για να τον ευχαριστήσουν για τη συμβολή του στην άνοδο των αξιών των σπιτιών της περιοχής (αφού τα καλά σχολεία υπαγορεύουν τη ζήτηση). Γι’αυτό κανείς δεν έχει σκεφτεί ποτέ να ελέγξει τη διαχείριση του παχυλού προϋπολογισμού του Ρόσλιν από τον Τασόουν και τη βοηθό του, Παμ Γκλάκιν (Άλισον Τζάνεϊ), μέχρι που μια συντάκτρια της σχολικής εφημερίδας (Τζεραλντίν Βισγουανάθαν, η αποκάλυψη του Κοκομπλόκο) στην οποία έχει ανατεθεί ένα τυπικό άρθρο για την επερχόμενη κατασκευή μιας πανάκριβης γέφυρας που θα συνδέει όλα τα σχολικά κτίρια του Ρόσλιν αρχίζει να σκάβει βαθύτερα στις δαπάνες του ανώτερου προσωπικού – ωθούμενη από τον Τασόουν, που σαν άριστος εκπαιδευτής την ενθαρρύνει να σκεφτεί σαν «αληθινή δημοσιογράφος». Την ίδια στιγμή, η Παμ αποφασίζει να πληρώσει για την ανακαίνιση του σπιτιού της με την εταιρική πιστωτική κάρτα…
Στη δεύτερη ταινία του μετά τη θεοσκότεινη, κι εξίσου ειρωνική απέναντι στον πλούτο, κωμωδία Thoroughbreds, ο σκηνοθέτης Κόρι Φίνλεϊ διαχειρίζεται μαεστρικά την πλοκή-Jenga, φυτεύοντας μικρές λεπτομέρειες για την απάτη του Τασόουν σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, κοινωνικό, προσωπικό) και φροντίζοντας να τη διατηρήσει όσο περισσότερο γίνεται πριν την αναπόφευκτη κατάρρευση. Αυτή η παιχνιδιάρικη υπομονή αφήνει περιθώριο στον Τζάκμαν να δημιουργήσει ένα συμπαθή κοινωνιοπαθή με εγωιστικά και περίπλοκα κίνητρα, ένα λαμπερό σύμπτωμα ολόκληρου του οικονομικού, ταξικού κι εκπαιδευτικού συστήματος που διακωμωδεί και καταδικάζει (ίσως περισσότερο διστακτικά από όσο μπορεί) το Bad Education.
Ο Τασόουν μπορεί να μην ήταν ο λύκος της Γουόλ Στριτ, αλλά ήταν το φίδι του Λονγκ Άιλαντ: εκείνο που πιο εύκολα ανακαλύπτεις ότι δρα ανενόχλητο στον κήπο του σπιτιού σου.