Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάπου στα μέσα του τρίτου κύκλου, συμφώνησα με τη φίλη μου την Ελένη ότι ναι, είναι ακόμα αρκετά συναρπαστικό και δε ξέρεις ποια θα είναι η επόμενη έκπληξη ή ανατροπή, αλλά καλό θα ήταν να τα «μαζεύουν» σιγά-σιγά γιατί είχε αρχίσει το πράγμα να ξεφεύγει. Όλα τα μυστικά και τα ψέματα και οι δολοφονίες είχαν μπερδέψει το κουβάρι τόσο πολύ που δύσκολα έβγαζες άκρη πια. Είχε αρκετή αγωνία αλλά όταν τα flashbacks σε πήγαιναν κάπου 20 και βάλε χρόνια πίσω για να δικαιολογήσουν το τι γινόταν και γιατί, το όλο πράγμα άρχισε να παρατραβάει. Και κάπου εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας.
Όταν λοιπόν πρόσφατα πέτυχα τον τέταρτο κύκλο, δε μπορούσα να σκεφτώ τι άλλο θα μπορούσε να έχει συμβεί που να εξακολουθεί να κάνει ένα τέτοιο show το ίδιο ενδιαφέρον, συναρπαστικό και τόσο εθιστικά απολαυστικό. Τουλάχιστον, τα τηλεοπτικά του «κόλπα» είχαν παραμείνει τα ίδια και εξίσου αποτελεσματικά: η αρχή γίνεται με μια γρήγορη ματιά από το τέλος, με κάθε επεισόδιο να λειτουργεί σαν αντίστροφη μέτρηση μέχρι το φινάλε. Όσο πιο σοκαριστικό, αναπάντεχο και αιματηρό το τέλος, τόσο πιο διασκεδαστική η διαδρομή. Πόσο μάλιστα όταν στο τιμόνι βρίσκεται ένας από τους πιο δυναμικούς, αντιφατικούς και καλογραμμένους γυναικείους χαρακτήρες της μικρής οθόνης.
Η Annalise Keating (η ηρωίδα που υποδύεται η εξαιρετική Viola Davis) αποκαλύπτει για πολλοστή φορά, όχι μόνο τον πολυπρόσωπο και απρόβλεπτο χαρακτήρα της αλλά και το πόσο επικίνδυνη, αυτοκαταστροφική, μανιακή, ακόμα και αντιπαθής μπορεί να γίνει. Η διαφορά είναι – και μάλλον πάντα ήταν – ότι δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι είναι, ή ότι θέλει να είναι, το αντίθετο. I’m a drunk, επαναλαμβάνει στις συνεδρίες με τον ψυχολόγο της, κάθε φορά που προσπαθώντας να της πάρει τις τύψεις και τις ενοχές, θέλει να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Μόνο που εκείνη δε θέλει να συμφιλιωθεί με τίποτα, δεν ψάχνει συγχώρεση. Λες και προσπαθεί να νιώσει μαζεμένο όλο τον πόνο που έχει προκαλέσει σε τόσους ανθρώπους γύρω της. Κι αν έχεις δει έστω και έναν κύκλο, ξέρεις πολύ καλά ότι το να πληγώνει τους ανθρώπους είναι το λιγότερο που μπορεί να τους κάνει.
Ένα καινούριο κόλπο σε αυτό τον τέταρτο κύκλο είναι η διάσπαση της παρέας που μέχρι τώρα έκανε τα πάντα – μα τα πάντα! – μαζί. Ο καθένας παίρνει τον δρόμο του και όλοι προσπαθούν να ξεκινήσουν απ’ την αρχή. Κάποιοι απ’ τα ψηλά, άλλοι απ’ τα χαμηλά. Επίσης, σε αυτό τον κύκλο, δεν υπάρχει καινούρια υπόθεση για να λύσουν, ούτε νέος «κακός» (μέχρι τώρα). Αυτή τη φορά το κουβάρι αρχίζει να ξεμπερδεύεται αργά αλλά τόσο περίτεχνα και με τόση λεπτομέρεια που δε μπορείς παρά να εκτιμήσεις τουλάχιστον την ευρηματικότητα και τη φαντασία των δημιουργών. Ειδικά όταν αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο με τον οποίο μπλέκουν φαινομενικά ασήμαντες σκηνές από περασμένα επεισόδια στην τωρινή πλοκή και εξέλιξη των γεγονότων, που τους φέρνουν και πάλι όλους μαζί.
Και όλοι μαζί έχουν δημιουργήσει μια δυναμική που μόνο καλύτερη γίνεται με κάθε κύκλο. Κάνοντας παρέα μαζί τους τόσα χρόνια σχεδόν συμπάσχεις ακόμα και όταν παθαίνουν ακριβώς αυτό που τους αξίζει, και είναι σχεδόν συγκινητικό να διαπιστώνεις το πόσο περισσότεροι συμπάσχουν οι υπόλοιποι, το πόσο νοιάζονται ο ένας για τον άλλον. Είναι μια αρρωστημένη σχέση αγάπης και πολύ δυνατού μίσους, που οι σκηνές στις οποίες υπερτερεί το τελευταίο είναι απλά απολαυστικές. Κυρίως λόγω ερμηνειών. Και δεν είναι μόνο αυτές που θα περίμενες από αυτούς που θα το περίμενες. Ναι οκ, ο Jack Falahee (Connor) και ο Charlie Weber (Frank) λες και έχουν βάλει στοίχημα για το ποιος είναι πιο hot με ξυρισμένο κεφάλι και ενώ η Aja Naomi King (Michaela) πείθει σαν άλλη best bitch in town, ξεφεύγει από το εύρος της συνηθισμένης ερμηνείας της σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και συγκινητική στιγμή στην οποία είναι σχεδόν αγνώριστη. Εκείνη που ξεχωρίζει όμως είναι η Karla Souza (Laurel), όχι μόνο επειδή ο ρόλος της έχει αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στη σειρά, αλλά γιατί φέτος περνάει τα πάνδεινα σ’ ένα ρόλο που κυριολεκτικά την κάνει να ματώνει.
Η Annalise Keating (η ηρωίδα που υποδύεται η εξαιρετική Viola Davis) αποκαλύπτει για πολλοστή φορά, όχι μόνο τον πολυπρόσωπο και απρόβλεπτο χαρακτήρα της αλλά και το πόσο επικίνδυνη, αυτοκαταστροφική, μανιακή, ακόμα και αντιπαθής μπορεί να γίνει.
Αναφέρομαι φυσικά στο όγδοο επεισόδιο το οποίο πολύ δύσκολα μπορώ να περιγράψω χωρίς να ακουστώ υπερβολικός. Η λέξη «σοκ» του ταιριάζει πολύ, καθώς και στην κατάστασή μου μετά το τέλος, αδυνατώντας να πιστέψω όχι τόσο αυτά που είχα δει, αλλά – θα το επαναλάβω – την ευρηματικότητα και τον τρόπο που έδεσαν τόσες λεπτομέρειες που χώρεσαν σε δευτερόλεπτα και που νόμιζες είναι πέρα για πέρα ασήμαντες. Πολλές φορές μ’ έχει αφήσει αυτή η σειρά με το στόμα ανοιχτό αλλά ποτέ με τόσο αναπάντεχα έντονο, συναισθηματικά φορτισμένο και κάπως τρομακτικό τρόπο. Η επίμαχη σκηνή ναι, δε θα στο κρύψω, είναι λίγο τραβηγμένη, αλλά η βαρύτητα της κατάστασης και το οπτικό αποτέλεσμα επιφέρουν τέτοιο σοκ, που αναστέλλουν οποιαδήποτε αμφιβολία. Πόσο μάλιστα όταν αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό, δεν είναι καν το χειρότερο που πρόκειται να συμβεί.
Δε ξέρω κατά πόσο οι δημιουργοί μπορούν να συνεχίσουν να προσθέτουν νέες ανατροπές, πρόσωπα, μυστήρια και flashbacks σε μια σειρά που τραβάει στα άκρα αυτά που ήδη έχει. Αν αυτός δεν είναι ο τελευταίος κύκλος, τότε ο επόμενος πρέπει να κάνει «θαύματα» για να ξεπεράσει, αν όχι σε κάτι άλλο, τουλάχιστον σε συναισθηματικό αντίκτυπο τα όσα συμβαίνουν στον τέταρτο. Με εφτά προγραμματισμένα επεισόδια ακόμα μέχρι τον Μάρτιο και με έναν τίτλο ο οποίος δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για το «τι θα συμβεί στο τέλος», είμαι σχεδόν σίγουρος ότι η συνέχεια θα είναι το ίδιο απρόβλεπτη και πολύ, μα πολύ συναρπαστική.