“Hollywood makes me wanna puke” ουρλιάζει επανειλημμένα ο Will Toledo στo νέο άλμπουμ των Car Seat Headrest, συναίσθημα που έχει σίγουρα ασπαστεί όποιος έχει δει τα όνειρά του για μια καριέρα στο σινεμά να περνούν (με ή χωρίς επιτυχία) από τη μηχανή του κιμά του μέρους που, όπως είχε πει κάποτε ο Τζον Φορντ, «δεν μπορείς να τοποθετήσεις με ακρίβεια γεωγραφικά». Ένα διαφορετικό τέλος δίνει στα όνειρα πολλών εξοστρακισμένων από τη μεγάλη οθόνη ο πανίσχυρος δημιουργός Ράιαν Μέρφι στη νέα του σειρά Hollywood, τη δεύτερη (μετά τον Πολιτικό) για λογαριασμό του Netflix και της επιταγής 300 εκατομμυρίων δολαρίων που έβαλε στο τσεπάκι του προκειμένου να φέρει στην υπηρεσία streaming το μαγικό του άγγιγμα.
Ο Μέρφι, όπως κι ο Ταραντίνο στο Κάποτε… στο Χόλιγουντ, φαντάζεται μια κινηματογραφική βιομηχανία που στη δεκαετία του ’40 δεν εμπόδισε ταλέντα που ανήκαν σε μειοψηφίες ή μειονότητες (ήταν, για παράδειγμα, γκέι ή μαύρα) να διεκδικήσουν (και να αποκτήσουν) τη δόξα. Σε αντίθεση με τον Ταραντίνο, ο Μέρφι χρησιμοποιεί τον πλούτο της εποχής σαν απλό σκηνικό – το Hollywood είναι ρηχό, αλλά τι απογοήτευση που και το Χόλιγουντ είναι ρηχό.
Ευτυχώς, όμως, που τις περισσότερες φορές που έχει γυρίσει την κάμερα στον εαυτό του, έχει μεγαλουργήσει, όπως αποδεικνύουν οι παρακάτω 6 εναλλακτικές που σας προτείνουμε για μια ουσιαστική, δραματική, αστεία ή αφοπλιστικά πραγματική βουτιά στην καρδιά της Tinseltown…
Δεν το λες και deep cut για λίστες τέτοιας θεματολογίας, αλλά το βραβευμένο με 3 Όσκαρ γοτθικό νουάρ μελόδραμα του Μπίλι Γουάιλντερ παραμένει η αξεπέραστη κορωνίδα όλων των ταινιών του Χόλιγουντ για το Χόλιγουντ. Ο κυνισμός, το χιούμορ αλλά και η αγάπη του Γουάιλντερ για το σινεμά τροφοδοτούν την ιστορία της Νόρμα Ντέσμοντ, ξεπεσμένης σταρ του βωβού κινηματογράφου (την υποδύθηκε η Γκλόρια Σουάνσον, ξεπεσμένη σταρ του βωβού κινηματογράφου, σε ένα comeback αντίστοιχο με του Τραβόλτα στο Pulp Fiction), που αφηγείται από τον τάφο ο σεναριογράφος Τζο Γκίλις (Γουίλιαμ Χόλντεν) τον οποίο προσλαμβάνει η αιώνια drama queen για να ετοιμάσει τη μεγαλειώδη κινηματογραφική επιστροφή της.
Ο Γουάιλντερ κι ο Τσαρλς Μπράκετ συνυπέγραψαν μια δηλητηριώδη καταδίκη του χολιγουντιανού συστήματος, που γέννησε θρυλικές ατάκες (“Ι am big! It is the pictures that got small” / “Mr. DeMille, I’m ready for my close-up”), ροκάνισε το μεταπολεμικό μύθο της βιομηχανίας των ονείρων κι εξόργισε το βασιλιά της MGM, Λούι Μπ. Μάγιερ, ο οποίος επιτέθηκε στον σκηνοθέτη στην πρεμιέρα της ταινίας, φωνάζοντάς του: «Κάθαρμα! Ατίμασες τη βιομηχανία που σε έφτιαξε και σε τάισε. Θα έπρεπε να σε ρίξουν σε πίσσα και πούπουλα και να σε διώξουν από το Χόλιγουντ!» (Ο Γουάιλντερ συνέχισε την καριέρα του στα 50s σκηνοθετώντας, μεταξύ άλλων, το Μερικοί το Προτιμούν Καυτό, κι ολοκληρώνοντας τη δεκαετία πρόσθεσε άλλο ένα Όσκαρ στη συλλογή του για την Γκαρσονιέρα.) Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο Ρόμπερτ Άλτμαν θα άνοιγε ευθέως διάλογο με το φάντασμα του Γκίλις και του Sunset Blvd. με τη δική του χολιγουντιανή σάτιρα, τον Παίκτη.
Την ίδια χρονιά που το Τραγουδώντας στην Βροχή γέλασε καλοπροαίρετα με το Χόλιγουντ και τους ανεγκέφαλους σταρ του, Η Ωραία και το Κτήνος τόλμησε να στρέψει τα βέλη της με πολύ πιο σκοτεινό κι ασυγχώρητο τρόπο στη βιομηχανία, μέσα από την άνοδο και την πτώση ενός υπερφιλόδοξου παραγωγού (Κερκ Ντάγκλας), που στη μανία του να γίνει σπουδαίος δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει και να προδώσει τα τρία πιο κοντινά του πρόσωπα (την ηθοποιό και ερωμένη του που υποδύεται η Λάνα Τέρνερ, το σεναριογράφο του Ντικ Πάουελ και το σκηνοθέτη του Μπάρι Σάλιβαν). Το ενδιαφέρον στην Ωραία και το Κτήνος είναι, βέβαια, ότι και οι τρεις απέκτησαν πετυχημένες καριέρες χάρη στο συνεργάτη και φίλο τους, κι αυτό το ηθικό κουβάρι επιτρέπει στο σκηνοθέτη Βινσέντε Μινέλι (σύζυγο της Τζούντι Γκάρλαντ και πατέρα της Liza with a z) να συμφιλιώσει τις δικές του σκέψεις για την υποκρισία και τα γιγάντια εγώ αυτού του χώρου με την αφοσίωση και τις φιλίες που γεννά.
Δεν χρειάστηκε να ψάξει μακριά για έμπνευση – ο χαρακτήρας του Ντάγκλας βασίζεται στον ευφυή, εριστικό παραγωγό Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ (Όσα Παίρνει ο Άνεμος) που δίχασε όσο κανείς τους συνεργάτες του. Ο Μινέλι, που έδωσε σε αυτή την ταινία σασπένς καλύπτοντάς τη με ένα νουάρ πέπλο, δεν σταμάτησε ποτέ να παραξενεύεται και να εντυπωσιάζεται από το τσίρκο της δουλειάς του, δοκιμάζοντας να επαναλάβει τη συνταγή τοποθεσίας και πρωταγωνιστή στο κατώτερο Two Weeks In Another Town. Σημαντικό bonus της Ωραίας και του Κτήνους: η ερμηνεία που χάρισε Όσκαρ στην Γκλόρια Γκράχαμ, εμβληματική μορφή του κλασικού Χόλιγουντ με μια τόσο σκανδαλώδη προσωπική ζωή (π.χ. παντρεύτηκε τον Νίκολας Ρέι ΚΑΙ το γιο του, κάνοντας παιδιά και με τους δύο) που δεν θα ονειρεύονταν οι σημερινές ντίβες.
Μιλώντας για πράγματα που δεν θα ονειρεύονταν οι σημερινές ντίβες, ο Μπράντλεϊ Κούπερ μπορεί να οδήγησε ως τα Όσκαρ το περσινό τρίτο ριμέικ του Ένα Αστέρι Γεννιέται (για πολλούς συντελεστές εκτός του εαυτού του), αλλά δεν πλησίασε στη ζουμερή δωρεάν διαφήμιση που χάρισαν τα παρασκηνιακά δράματα στην αμέσως προηγούμενη εκδοχή της αθάνατης χολιγουντιανής ιστορίας. Η Μπάρμπρα Στράιζαντ, που μετά από ένα σερί εμπορικών επιτυχιών αναζητούσε ένα αναζωογονητικό για την εικόνα της project, «φόρεσε» ως παραγωγό τον, σύζυγο και πρώην κομμωτή της, Τζον Πίτερς, στον σκηνοθέτη Φρανκ Πίρσον και τον συμπρωταγωνιστή της, Κρις Κριστόφερσον, προκαλώντας χάος και μυθικούς καβγάδες στα γυρίσματα της ταινίας (ξεχωρίζει το ρεσιτάλ βρισίματος ανάμεσα σε Πίτερς και Κριστόφερσον ενώπιον 55.000 θεατών που είχαν μαζευτεί για μια συναυλιακή σκηνή), ενώ η ίδια σκηνοθετούσε κι έντυνε τον εαυτό της. (Και όλα αυτά σε μια ταινία που έφερε τη σεναριακή υπογραφή του ανδρόγυνου Τζόαν Ντίντιον και Τζον Γκρίφιν Νταν.) Η γνώση του επικού χάους που συνόδευσε την παραγωγή της ταινίας κάνει, φυσικά, την παρακολούθησή της ακόμα πιο απολαυστική, δίνοντας ένα ωραίο επιπλέον meta μήνυμα στο ήδη κλασικό περί της απατηλής λάμψης του superstardom.
Η σπαρταριστή κωμωδία του Πρέστον Στάρτζες αποτελείται από στρώματα σάτιρας, ξεκινώντας από τον τίτλο που είναι μια παραλλαγή των Ταξιδιών του Γκιούλιβερ, συνεχίζοντας με το name-dropping της αφρόκρεμας του Χόλιγουντ της εποχής στο σενάριο (το όνομα του Φρανκ Κάπρα έμεινε, ένα αστείο για τον Όρσον Γουέλς κόπηκε) και καταλήγοντας σε ένα ειλικρινές μήνυμα για τη σωτήρια αξία του γέλιου στις ζωές των ανθρώπων. Όλα αυτά στην οδύσσεια ενός πετυχημένου σκηνοθέτη (Τζόελ Μακρέα) που θέλει να γυρίσει μια σοβαρή ταινία (με τίτλο Ω Αδερφέ Πού Είσαι;) για την ανθρώπινη κατάσταση και, αντιμέτωπος με το σκεπτικισμό των αφεντικών του στούντιο ελλείψει προσωπικής του εμπειρίας σε οτιδήποτε θυμίζει συμφορά, μεταμφιέζεται σε περιπλανώμενο άστεγο με σκοπό να μάθει από πρώτο χέρι πώς είναι οι δυσκολίες της ζωής.
Μερικές από τις πιο ξεκαρδιστικές στιγμές της φιλμογραφίας του θρυλικού δημιουργού της κωμωδίας Στάρτζες περιλαμβάνονται στα Ταξίδια του Σάλιβαν, με κορυφαία εκείνη του κυνηγητού με αυτοκίνητα (σε αυτή την αναζήτηση αυθεντικότητας, το σκηνοθέτη ακολουθεί μια ομάδα ατζέντηδων, υπεύθυνων Τύπου και άλλων συνεργατών.) Η ταινία αποτελεί, επίσης, τεράστια έμπνευση για όλη τη φιλμογραφία των αδερφών Κοέν, με πιο κραυγαλέο το παράδειγμα του (το μαντέψατε) Ω Αδερφέ, Πού Είσαι;.
Όπως και η σειρά του Μέρφι, το παραγνωρισμένο Νιαούρισμα της Γάτας, με τον Έντουαρντ Χέρμαν στο ρόλο του Γουίλιαμ Χερστ, την Κίρστεν Ντανστ ως Μάριον Ντέιβις και τον Έντι Ίζαρντ ως Τσάρλι Τσάπλιν (ένα μικρό δείγμα του απολαυστικού, κυρίως βρετανικού καστ) προσφέρει μια εναλλακτική εκδοχή στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, φέρνοντας στη ζωή το επικρατέστερο σενάριο για το μυστήριο του «πιο διαδεδομένο ψίθυρο του Χόλιγουντ»: τη βραδιά που πέθανε ο παραγωγός και σκηνοθέτης Τόμας Ινς (Κάρι Έλγουες) στο γιοτ του Χερστ, δολοφονημένος από το μεγιστάνα του Τύπου επειδή υποψιαζόταν ότι μπορεί να είχε δεσμό με την ερωμένη του, την ηθοποιό Ντέιβις.
Πίσω από την κάμερα, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, που σίγουρα ξέρει την αλήθεια, δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη διασταύρωση των γεγονότων ενός από τα πιο σκανδαλώδη κεφάλαια του καλτ βιβλίου Hollywood Babylon όσο για την παρατήρηση της ιεραρχίας στη χολιγουντιανή τροφική αλυσίδα. Άλλωστε αν κάποιος έχει να αφηγηθεί ιστορίες για το Χόλιγουντ, αυτός δεν είναι άλλος από τον Μπογκντάνοβιτς, πασίγνωστο σκηνοθέτη, κριτικό, άσπονδο φίλο του Όρσον Γουέλς και ψυχολόγο της ψυχολόγου στους Sopranos. (Αυτό ακριβώς κάνει -αφηγείται ιστορίες- στο νέο του podcast για λογαριασμό του TCM, must για κάθε σινεφίλ ή κουτσομπόλη.)
Το ψευδοντοκιμαντέρ του άρχοντα των ψευδοντοκιμαντέρ, Κρίστοφερ Γκεστ (This Is Spinal Tap, Best In Show) και της απίθανης κωμικής κομπανίας του παρωδεί αλάνθαστα την εξωφρενική μανία ολόκληρης της κινηματογραφικής βιομηχανίας με την περίφημη «σεζόν των βραβείων», με τρεις εντελώς ξεπερασμένους ηθοποιούς να βρίσκονται ξαφνικά σε φημολογούμενη οσκαρική τροχιά. Το χαρακτηριστικό deadpan, παράλογο, χειρουργικής ακρίβειας χιούμορ του Γκεστ και των συνηθισμένων πρωταγωνιστών του όπως το Πρώτο Ζεύγος του Schitt’s Creek Κάθριν Ο’ Χάρα-Γιουτζίν Λέβι, ο Χάρι Σίρερ, ο Φρεντ Γουίλαρντ και ο Μάικλ Μακίν, εγγυάται φανταστικά gags και μια δικαίως γελοία ματιά στο πιο λυσσαλέα self-serious τελετουργικό του Χόλιγουντ.