Τα τελευταία χρόνια, το Χόλιγουντ έχει έρθει αντιμέτωπο με κατηγορίες από τους κριτικούς και μερίδα του κοινού για την έλλειψη ιδεών και την υπερβολική εξάρτησή του από προϋπάρχοντα properties και ήρωες με κολάν. Η έλευση της πανδημίας έχει αναγκάσει την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία να αναπροσαρμόζει συνεχώς τη στρατηγική της και με τον κίνδυνο ξαφνικού θανάτου της κερδοφόρας υπερηρωικής εποχής να είναι πλέον ορατός (όπως φαίνεται από μια ματιά στις πρόσφατες κινήσεις της Ντίσνεϊ που άδειασε το φετινό ημερολόγιο κυκλοφοριών της από Marvel και την εσωτερική αναδιάρθρωση με έμφαση στο streaming) το Χόλιγουντ καλείται να βρει το επόμενο everything old is new again κοσκινάκι του για να διατηρήσει το ενδιαφέρον των θεατών (και μάλλον και του ίδιου του εαυτού του).
Μια τριάδα επερχόμενων μεγάλων projects μαρτυρά την αυγή ενός νέου trend, που βρίσκει το Χόλιγουντ όχι απλώς να γυρνάει την κάμερα στον εαυτό του, αλλά και στους ανθρώπους που κράτησαν αυτήν την κάμερα τις προηγούμενες δεκαετίες (ευτυχώς έχουμε αρκετό καιρό μπροστά μας για να τελειοποιήσουμε αυτή τη μέτρια αναλογία.)
Την περασμένη εβδομάδα κυκλοφόρησε το πρώτο τρέιλερ της νέας ταινίας του Ντέιβιντ Φίντσερ, Mank, με θέμα τα γυρίσματα του κλασικού Πολίτη Κέιν από την οπτική του συν-σεναριογράφου Χέρμαν Μάνκιεβιτς (Γκάρι Όλντμαν) που, σύμφωνα με την επίσημη περιγραφή του Netflix, «κάνει αγώνα δρόμου να τελειώσει το σενάριο της ταινίας για λογαριασμό του Όρσον Γουέλς» (Τομ Μπερκ). Το σενάριο του Πολίτη Κέιν, παραδόξως το ένα και μοναδικό Όσκαρ της ταινίας που άλλαξε το σινεμά για πάντα, αποτελεί το πιο αμφισβητούμενο στοιχείο του, καθώς μέχρι σήμερα δεν είναι ξεκάθαρη η πατρότητά του: ο Γουέλς είχε ισχυριστεί ότι ο Μάνκιεβιτς έγραψε τις αρχικές δύο εκδοχές του σεναρίου, ενώ ο ίδιος είχε καθοριστική συμβολή στην οριστική βερσιόν. Οι φήμες θέλουν το Mank να ρίχνει λάδι στη φωτιά της σινεφίλ διαμάχης και να υιοθετεί την αμφιλεγόμενη θέση της κριτικού Πολίν Κάελ στο δοκίμιο “Raising Kane” ότι ο Γουέλς δεν έγραψε ούτε λέξη του Πολίτη Κέιν (#drama).
Ό,τι και να ισχύει για το Mank, το σίγουρο είναι ότι αποτελεί προσωπική υπόθεση για τον Φίντσερ καθώς το σενάριο της ταινίας είχε γράψει πριν δεκαετίες ο πατέρας του, Τζακ, κι ο σκηνοθέτης σχεδίαζε να το γυρίσει από το 1997, οπότε και συγκρούστηκε με το στούντιο για το υψηλό κόστος και προχώρησε τελικά με το The Game. Στο Mank συμπρωταγωνιστούν η Αμάντα Σέιφριντ στο ρόλο της Μάριον Ντέιβις, ο Τσαρλς Ντανς στο ρόλο του Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ και η Λίλι Emily In Paris Κόλινς στο ρόλο της Ρίτα Αλεξάντερ, γραμματέως του κεντρικού ήρωα. Το Netflix, πάντως, δείχνει πανέτοιμο να αρμέξει το υψηλό προφίλ της ταινίας ως τα Όσκαρ, με ένα μάρκετινγκ στα όρια του θρασύτατου, κραυγαλέο παράδειγμα του οποίου αποτελεί η μετατροπή του logo του σε εκείνο του θρυλικού στούντιο RKO στο τέλος του τρέιλερ.
Το Mank θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες μέσα στον Νοέμβριο και στις 4 Δεκεμβρίου στο Νetflix.
Επόμενη στις ανασκαφές είναι και η έτερη «χρυσή εποχή” του Χόλιγουντ», η δεκαετία του ’70, με τον Μπεν Άφλεκ να ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει την κινηματογραφική μεταφορά μιας από τις φετινές must σινεφίλ κυκλοφορίες, του βιβλίου του Σαμ Γουάσον The Big Goodbye: Chinatown and the Last Years of Hollywood. Ο Άφλεκ θα γράψει και το σενάριο, που επικεντρώνεται σε 4 σχεδόν μυθικές φιγούρες του Χόλιγουντ εκείνης της περιόδου –τον σκηνοθέτη Ρόμαν Πολάνσκι, το σεναριογράφο Ρόμπερτ Τάουνι, τον παραγωγό Ρόμπερτ Έβανς και τον πρωταγωνιστή Τζακ Νίκολσον– αλλά και του πώς ο Τάουνι συνέλαβε μια ιστορία ως πρωταγωνιστικό όχημα για τον καλύτερό του φίλο, τον Νίκολσον, που τράβηξε το ενδιαφέρον του πανίσχυρου (και θεότρελου) Έβανς, άφησε τους θεατές με το στόμα ανοιχτό και προτάθηκε για 11 Όσκαρ, κερδίζοντας τελικά για το πρωτότυπο σενάριό της.
Ταυτόχρονα, το βιβλίο καταγράφει την αρχή του τέλους της κυριαρχίας των σκηνοθετών στα κινηματογραφικά στούντιο (δαιμονοποιώντας στην πορεία τα Σαγόνια του Καρχαρία και τη μικρή οθόνη), αλλά θα αφήσουμε τον Άφλεκ να διαχειριστεί αυτά τα ζητήματα, μαζί με την αμφιλεγόμενη πλέον παρουσία του Πολάνσκι, που στο βιβλίο παρουσιάζεται ως ιδιοφυία. Ανακοινώσεις για το καστ δεν έχουν γίνει ακόμα, αλλά καλή τύχη στην αναζήτηση της Φέι Ντάναγουεϊ και της Αντζέλικα Χιούστον.
Πάντως μια άλλη ταινία πρόλαβε το casting του Έβανς της περιόδου: θα τον υποδυθεί ο Τζέικ Τζίλενχαλ απέναντι στον Φράνσις Φορντ Κόπολα του Όσκαρ Άιζακ στο Francis And The Godfather, ένα φιλμ για τα τρικυμιώδη γυρίσματα μιας άγνωστης ταινίας που την έλεγαν Ο Νονος – κι όλα αυτά σε σκηνοθεσία Μπάρι Λέβινσον. Χωρίς να έχει ξεκινήσει καν προετοιμασία, η ταινία έχει υποπέσει ήδη σε ένα γιγάντιο ατόπημα, επιχειρώντας να μας πείσει ότι ακόμα κι ο 31χρονος Κόπολα μπορεί να έμοιαζε με τον λαχταριστό Όσκαρ Άιζακ. I mean LOL.
Ωστόσο, τα γυρίσματα του Νονού ήταν ομολογουμένως πλούσια σε δράματα, κόντρες και απειλές, ξεκινώντας από το ακριβό όραμα του νεαρού σκηνοθέτη που θέλησε να μεταφέρει τη δράση από το Κάνσας Σίτι του μυθιστορήματος στη Νέα Υόρκη, το ρίσκο της επιλογής του ξεθωριασμένου ως τότε Μάρλον Μπράντο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τη δυσαρέσκεια της πραγματικής Μαφίας για την προσοχή που θα προκαλούσε η ταινία στις παρανομίες τους και την πίεση του Έβανς που απο αποτυχημένος ηθοποιός ανέλαβε ένα στούντιο που βούλιαζε. Είναι, βέβαια, απορίας άξιο το γιατί κάποιος σκηνοθέτης θα ήθελε να συγκριθεί αναπόφευκτα με τον Κόπολα, ειδικά όταν πρόκειται για τον Λέβινσον, που έχει αφήσει τη σκηνοθετική του έμπνευση –τον τρίτο τροχό στον Γουόρεν Μπίτι και την Ανέτ Μπένινγκ– στο Bugsy, στο μακρινό 1991.