Οι προσκείμενοι στην εναλλακτική πλευρά της ποπ κουλτούρας (οξύμωρο, το ξέρω) millenials αρχικά μάθαμε το High Fidelity, πρώτα την ταινία του Στίβεν Φρίαρς (2000) και δευτερευόντως το βιβλίο (1995) του Νικ Χόρνμπι, μέσα από σοσιαλμιντιακά φωτο-τσιτάτα με τον Τζον Κιούζακ.
Για την γενιά, πάλι, που έζησε το κεφάλαιο High Fidelity σε πραγματικό χρόνο, στο πρόσωπο του εμμονικού δισκοπώλη και άτσαλου εραστή/συντρόφου Ρομπ Γκόρντον αποτυπώθηκε κάτι από το indie anti-coolness των ζωών τους – ή έστω η σχηματική ψευδαίσθηση που ήθελε να τους κάνει να βλέπουν τις ζωές τους έτσι. Ή, ίσως, ακόμη πιο απλά, ήταν η romcom που συνομίλησε με την αισθητική τους και εξιλέωσε στα μάτια τους αυτό το υποτιμημένο κινηματογραφικό είδος.
Όλοι αυτοί οι συσχετισμοί, βέβαια, είχαν αντικειμενικά περισσότερες πιθανότητες να σε «πιάσουν» αν ήσουν άντρας. Και εδώ έρχεται το ερώτημα: πόσο συχνά έχουμε δει στην μεγάλη οθόνη γυναίκες music geeks; Θυμάστε τη Ρενέ Ζελβέγκερ και τη Λιβ Τάιλερ στο Empire Records (1995) να βρίσκονται μαζί με μια παρέα αγοριών πίσω από τον πάγκο του ομώνυμου δισκάδικου; Ή εκείνη τη βόλτα της Θόρα Μπερτς ως έφηβη-«φυτό» που ψάχνει να βρει τον δρόμο για την ενηλικίωση μέσα από παλιούς δίσκους στο αυτοσχέδιο παζάρι της γειτονιάς της στο Ghost World; Πάνε δεκαετίες από όλα αυτά και ίσως η πιο πρόσφατη indie αναφορά που έγινε μικρό (σοσιαλμιντιακό) σημείο αναφοράς να ήταν αυτή η διαδρομή της Ζόι Ντεσανέλ και του Τζόσεφ Γκόρντον-Λέβιτ στο ασανσέρ, στο 500 Days of Summer (2009), με τους Smiths να παίρνουν την δουλειά από τα βέλη του φτερωτού Έρωτα.
Φτάνουμε, όμως, αισίως, στο 2020, δύο γεμάτες δεκαετίες από όταν είδαμε την κινηματογραφική εκδοχή του High Fidelity. Αυτή τη φορά το brand επέστρεψε τηλεοπτικά. Στα δέκα επεισόδια της σειράς που προβλήθηκε από την πλατφόρμα Hulu έχουμε καταρχάς μία μεγάλη διαφορά: ο Ρομπ είναι πλέον η Ρομπ, με τη Ζόι Κράβιτζ να αναλαμβάνει τον ρόλο της ιδιοκτήτριας του Championship Vinyl και να απαριθμεί πονεμένα γκομενικά, ή μη, Top 5.
Η σειρά, όσο θέλει να κλείσει το μάτι στη νοσταλγία, άλλο τόσο αγωνιά να πιάσει το zeitgeist της εποχής της. Η Ρομπ είναι μια σύγχρονη Μπρουκλινέζα που οι δίσκοι και οι έρωτες τής έχουν φάει τη ζωή. Όπως όμως επιτάσσει η σεξουαλική ρευστότητα της εποχής, ο ένας από τους top 5 πονεμένους χωρισμούς έχει να κάνει με μια γυναίκα. Ο ρόλος του κοινωνικά αδέξιου Ντικ (Τοντ Λουίζο) που κάποτε προσπαθούσε να κερδίσει το κορίτσι με δισκάκια των Stiff Little Fingers μεταμορφώνεται στον γκέι Σάιμον (Ντέιβιντ Χολμς) που μετά από μια αποτυχημένη σύντομη σχέση με την Ρομπ, κάνει επιτέλους το coming out του. Ο δε ρόλος του βλαχο-σνομπ Μπάρι (Τζακ Μπλακ) περνάει κι αυτός σε γυναίκα, την έγχρωμη και παχουλή Σερίζ (χειροκροτάμε την sassy ερμηνεία της Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ) που προσπαθεί εναγωνίως να πραγματοποιήσει το too-cool-for-school μουσικό της όραμα.
Απ’ την άλλη, η σειρά φροντίζει να υπενθυμίζει από πού προέρχεται, με τα δεδομένα πολλές φορές να παίρνουν άλλο ρόλο στην αφήγηση, είτε αυτό σημαίνει αυτούσιες στιχομυθίες και μονολόγους, είτε το να βλέπουμε τη Ρομπ σε μεταμεσονύκτια «γύρνα πίσω» ικεσία μέσα στη βροχή. Ναι, το “Dry The Rain” των Beta Band θα ακουστεί αλλά «οι πέντε κόπιες που θα πουλήσει τώρα» η Ρομπ δεν θα είναι αυτές του The Three E.P.’s, αλλά του Love, Loss and Auto-Tune του Swamp Dogg (“excellent choice”, που θα έλεγε και η ίδια). Όταν η σειρά μένει πιστή στο αυθεντικό υλικό, χάνει σε δυναμική, μιας και οι αναφορές είναι αρκετά ακλόνητες για να λειτουργήσουν με τα νέα δεδομένα. Όταν όμως τις χρησιμοποιεί δημιουργικά, η σειρά των Σάρα Κουτσέρσκα και Βερόνικα Ουέστ, χαρίζει απολαυστικές στιγμές-inside jokes. Όπως, για παράδειγμα, όταν μαθαίνουμε πως το πρώτο αγόρι της Ρομπ ήταν ο Κέβιν Μπάνιστερ, ενώ γνωρίζουμε πως ο Μπάνιστερ ήταν αυτός που έκλεψε το πρώτο κορίτσι του Ρομπ Γκόρντον (“Is this a crossover episode?”, θα αναρωτιόταν κανείς).
Το τηλεοπτικό High Fidelity έχει πολύ περισσότερο χώρο για όλους. Μπορούμε να «διαβάσουμε» πολύ καλύτερα τις συναισθηματικές αποχρώσεις της πρωταγωνίστριας αλλά και τον δεύτερων ρόλων, ακόμη κι αν έχουμε μια κάπως μονομερή απεικόνιση των ζωών τους. Όταν η σειρά πάει να χάσει σε ρυθμό, κερδίζει σε ευαισθησία. Νιώθουμε σε στιγμές την απόρριψη που λαμβάνει η Σερίζ. Μαθαίνουμε τους top 5 χωρισμούς του Σάιμον, σε ένα επεισόδιο αποκλειστικά αφιερωμένο σε αυτόν (όχι όμως και πολλά πράγματα για το παρελθόν τους που τους έφερε στο τώρα). Χωράνε περισσότερες απολαυστικές στιγμές, όπως η επίσκεψη της Ρομπ με τον Κλάιντ στο σπίτι της νεόπλουτης καλλιτέχνιδας Νορίν που πουλάει την πολύτιμη δισκοθήκη του πρώην συζύγου της έναντι 20 δολαρίων (Πάρκερ Πόζει -αν και θα θέλαμε πολύ να δούμε σε αυτό τον ρόλο την Τζούλιαν Μουρ με λίγο από τον αέρα της ηρωίδας της στον Μεγάλο Λεμπόφσκι).
Ίσως στο σημείο που «κλωτσάει» περισσότερο η σειρά είναι όταν δίνει την αίσθηση πως παραπροσπαθεί να αφουγκραστεί την εποχή της. Ναι, η ιστορία είναι λογικό να ειπωθεί ανάμεσα σε smartphones, ψηφιακά mixtapes στο Spotify και πάρτι με θλιβερούς influencers. Όμως ίσως το παρακάνει, προσπαθώντας να χωρέσει τα πάντα σε μια σειρά 10 επεισοδίων.
Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες: Αν το κινηματογραφικό High Fidelity ήθελε να μιλήσει για τους μη-κουλ, αυτοαναφορικούς και γεμάτους συναισθηματικό δράμα «κολληματίες», η νέα εκδοχή του δείχνει πως αυτοί οι τύποι είναι συγχρόνως χιπ. Άλλωστε, ζούμε στην εποχή που έχει αισθητικοποιήσει την μιζέρια της περισσότερο από κάθε άλλη. Κι αυτό εκμεταλλεύεται η σειρά, πίσω από τις γκρίνιες, τις ποπ πεντάδες, τα νευρικά τσιγάρα, τα σκέτα ουίσκι και τις απευθείας ματιές στην κάμερα της αιωνίως αδιόρθωτης και μπερδεμένης συναισθηματικά Ρομπ.
Δεν είμαι πολύ σίγουρη πως η εποχή μας βλέπει με την ίδια σοβαρότητα τις γυναίκες που καταπιάνονται με κάποιον τρόπο με τη μουσική ή ακόμη πρέπει να πείσουμε λίγο περισσότερο πως δεν είμαστε απλά groupies (έχει μια δόση αλήθειας η σκηνή στην οποία η Ρομπ, ακόμη κι αν ξέρει περισσότερα από τους υπόλοιπους, περνά απαρατήρητη στην μουσική συζήτηση του πρώην συζύγου της Νορίν στο μπαρ που τον συναντούν με τον Κλάιντ).
Πάντως, στο πρόσωπο της Ρομπ, ακόμη και με τις όποιες αδυναμίες δεν κατάφερε να καλογυαλίσει επαρκώς η σειρά, κάποιες από εμάς βλέπουμε πολλά από τα πράγματα των top 5 των δικών μας ζωών. Κι αυτό έχει την αξία του, ακόμη κι αν στο μέλλον προφανέστατα θα ανατρέξουμε ευκολότερα στο βιβλίο ή την ταινία.