Ο ένας με θηριώδη θητεία στα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, ο άλλος με ένα ολόκληρο Synch στη λίστα των οργανώσεων που έχει στήσει, ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης κι ο Γιώργος Καρναβάς μπήκαν στην κινηματογραφική παραγωγή πριν μια τριετία, κάνοντας εκρηκτικό ντεμπούτο με το Wasted Youth, την ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, που έκανε πρεμιέρα στο διεθνές φεστιβάλ του Ρότερνταμ πριν ταξιδέψει τον κόσμο. Την αμέσως επόμενη χρονιά, δεν επανέλαβαν απλώς, αλλά ξεπέρασαν την επιτυχία τους, με το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Έκτορα Λυγίζου, άνοιξε στο Κάρλοβι Βάρι, παίχτηκε στο Τορόντο και το Ρέικιαβικ, βραβεύθηκε σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, και μάζεψε τα βραβεία ανδρικής ερμηνείας και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, μαζί μ’ αυτό της Καλύτερης Ταινίας, απ’ την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Ψιλόλιγνος κι επιβλητικός με βροντερή φωνή που γεμίζει το δωμάτιο ο ένας, πιο ήσυχος, μειλίχιος και φαινομενικά εσωστρεφής ο άλλος, όταν μιλάς μαζί τους, είναι σα να βλέπεις μπροστά σου, δυο ακραίες μορφές μιας κοινής προσωπικότητας. Είναι προφανές ότι οι δυο τους δουλεύουν καλά μαζί. Φέτος, ο Καρναβάς έχει credit παραγωγής στην Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά, την ταινία της Ελίνας Ψύκου που άνοιξε πέρσι στο Βερολίνο, κι ο Κοντοβράκης, είναι συμπαραγωγός στο Να Κάθεσαι και να Κοιτάς, την ταινία του Γιώργου Σερβετά που έκανε τα παγκόσμια αποκαλυπτήριά της στο Τορόντο, και το περασμένο Σάββατο γέμισε το Zoo Palast του Βερολίνου, για την πρεμιέρα του στο Panorama της Berlinale. Και τα δυο, projects που δούλεψαν ο καθένας τους ξεχωριστά, αλλά σκέπασαν με την ομπρέλα της Heretic, της εταιρείας παραγωγής που ίδρυσαν μαζί πριν από μισό χρόνο και κάτι. «Ήταν αναπόφευκτο να πούμε κάποια στιγμή, ότι αρκετά ξενο… δουλέψαμε, καιρός να κάνουμε κάτι μαζί», λέει ο Κοντοβράκης για τη γένεση της εταιρείας, τα γραφεία της οποίας επισκέφθηκε η Popaganda, λίγο μετά το άνοιγμα της Αιώνιας Επιστροφής στις ελληνικές αίθουσες και λίγο πριν την επίσημη ευρωπαϊκή πρεμιέρα του Να Κάθεσαι, στο Βερολίνο.
Γιώργος Καρναβάς: Μάς αρέσουν, αυτό είναι το βασικό, το πρώτο και κύριο. Αυτό που παίζει μεγάλο ρόλο, είναι ο σκηνοθέτης. Όταν ξεκινήσαμε να στήσουμε την εταιρεία, είπαμε ότι θα δουλεύουμε με συγκεκριμένους σκηνοθέτες, δεν θα παίρνουμε project ό,τι να ‘ναι. Δηλαδή, θέλω να δουλεύω με τον τάδε. Γιατί, έτσι. Οπότε η εταιρεία επιλέγει σκηνοθέτες, όχι project, κι η προσπάθεια είναι να συνεχίζουμε με τους ίδιους σκηνοθέτες.
Κων/νος Κοντοβράκης: Ναι, πρώτα απ’ όλα είναι θέμα προσωπικής αισθητικής αν θες, κι ύστερα, αυτό που έχουμε ως επαγγελματική αρχή, είναι τις ταινίες μας να τις δουλεύουμε πάρα πολύ προσεκτικά όχι μόνο στο στάδιο της παραγωγής, αλλά και μετά. Να υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός στο πώς θα κινηθούν οι ταινίες αυτές στην αγορά δηλαδή, όχι να πούμε OK, την πήρε ένα φεστιβάλ και να την αφήσουμε μετά στην τύχη της.
ΓΚ: Το concept είναι αυτό που έχουμε βάλει και κάτω απ’ το όνομα της εταιρείας, το creative producers. Θέλουμε να πιστεύουμε, δηλαδή, ότι είμαστε καλοί στο να συνεισφέρουμε καλές ιδέες στα projects. Γιατί, ξέρεις, ούτε πλούσιοι είμαστε, ούτε έχουμε καμιά τράπεζα από πίσω, να πεις ότι έρχονται εδώ οι ενδιαφερόμενοι, γιατί θα τους βάλουμε ένα πακέτο λεφτά στο τραπέζι. Για εμάς το θέμα είναι να σχεδιαστεί το πράγμα σωστά, είμαστε δημιουργική εταιρεία. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε και με τη μουσική, και το ίδιο θα γίνει αργότερα και με το internet, που είναι ένας χώρος που με ενδιαφέρει πάρα πολύ, η παραγωγή περιεχομένου για το internet.
Ναι, αυτό είναι κάτι που δεν πολυ-υπάρχει στην Ελλάδα.
ΓΚ: Ε, όπως και τα περισσότερα πράγματα δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, γιατί δεν υπάρχει και αγορά. Δηλαδή και με τις ταινίες, που λένε όλοι «α, κάνετε επιτυχίες», αγορά δεν υπάρχει στην ουσία. Και, ξέρεις, αυτό δεν είναι κάτι που είναι βιώσιμο. Απλώς, ξέρεις, υπάρχουν κάποιες τρυπίτσες, στις οποίες μπορείς να στηρίξεις κάποιο οικοδόμημα, να σε βοηθήσει να ανοιχτεί προς άλλες κατευθύνσεις, για να μπορείς να κάνεις αυτό που θες, αλλά παράλληλα να εξασφαλίζεις και μια αξιοπρεπή διαβίωση και για σένα, και για τους συντελεστές και τους συνεργάτες σου. Γιατί το τζάμπα, δίνει και παίρνει στην Ελλάδα. Κι εντάξει, αν τα πρώτα χρόνια της κατάστασης που ζούμε τελευταία, είχε κάποιο νόημα το τζάμπα, ε πλέον πρέπει να βρεθεί κάποιος τρόπος τα πράγματα να γίνονται σωστά.
Αυτές οι κατευθύνσεις, να υποθέσω είναι προς την έξω μεριά των συνόρων;
ΚΚ: Σίγουρα, στο κινηματογραφικό μας κομμάτι, ποτέ δεν είδαμε τη δουλειά που κάνουμε, ως παραγωγή ελληνικών ταινιών, στοχευμένων αποκλειστικά για την ελληνική αγορά. Κι αυτό όχι επειδή σνομπάρουμε την ελληνική αγορά, ή κάτι τέτοιο. Απλώς επειδή, ως επαγγελματίες, τόσο εγώ όσο κι ο Γιώργος, πάντα κινούμασταν σε μια, αν όχι παγκόσμια, τουλάχιστον ευρωπαϊκή αγορά. Όπως πρέπει ούτως ή άλλως να κινούνται πλέον οι ταινίες. Γιατί αν τα βάλεις κάτω τα πράγματα, βλέπεις ότι, για τις ταινίες που κάνουμε εμείς, η ελληνική αγορά δεν αρκεί. Υπάρχουν, φυσικά, κι άλλου είδους ταινίες, που μπορεί να τις στηρίξει η ελληνική αγορά. Αλλά για τις δικές μας, δεν είναι αρκετή, για να είναι βιώσιμο το αποτέλεσμα, ως προϊόν. Πρέπει εκ των πραγμάτων να βρεις τρόπο να τις εντάξεις στη διεθνή αγορά, κι αυτό ενδεχομένως είναι και κάτι που ψάχνουμε στους σκηνοθέτες και τα projects που επιλέγουμε: να είναι ταινίες που να μπορούν να έχουν και μια ζωή έξω απ’ την Ελλάδα.
Τι είναι όμως μια ζωή έξω απ’ την Ελλάδα; Εντάξει, ελληνικές ταινίες βγαίνουν στα φεστιβάλ, είναι ένα φαινόμενο πολύ ευχάριστο τα τελευταία πέντε – έξι χρόνια, παίρνουν και κάνα βραβείο, αλλά μετά τι γίνεται; Είναι ακόμη πιο δύσκολο να βρουν διανομή έξω, απ’ ότι στην Ελλάδα…
ΚΚ: Πρώτα απ’ όλα, ναι, έχεις δίκιο, τα τελευταία πέντε χρόνια οι ελληνικές ταινίες ταξιδεύουν σε φεστιβάλ, σε πάρα πολλά φεστιβάλ μάλιστα, αλλά κι αυτό δεν πρέπει να το υποτιμάμε. Ότι δεν έγινε και τίποτα, δηλαδή. Γιατί πριν από πέντε χρόνια, τα κυνηγούσαμε με το τουφέκι τα φεστιβάλ. Και πλέον το θεωρούμε δεδομένο ότι μια ελληνική ταινία θα παιχτεί εδώ κι εκεί. Μια ταινία που πάει σε δέκα φεστιβάλ όμως, δεν είναι λίγο πράγμα, είναι ένα πολύ μεγάλο κατόρθωμα, κι όχι μόνο για τις ελληνικές ταινίες, αλλά για την πλειοψηφία των ταινιών που προέρχονται απ’ τον μη αγγλόφωνο χώρο. Για τέτοιου είδους ταινίες, που ανήκουν και στο art-house κομμάτι, τα φεστιβάλ έχουν εξελιχθεί από μόνα τους, σε μια μεγάλη αγορά. Τώρα, πέρα απ’ αυτό, το να καταφέρεις να μπεις στη διανομή, είναι ένα επόμενο βήμα το οποίο κάποιες ελληνικές ταινίες έχουν ήδη καταφέρει, και κάτι κάνουν και οι δικές μας, δειλά-δειλά. Αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί κι έξω συμβαίνει αυτό που γίνεται στην Ελλάδα, όπου η παραδοσιακή αγορά των αιθουσών όλο και συρρικνώνεται, κι οι διανομείς, όπως καταλαβαίνεις, γίνονται όλο και πιο δύσκολοι.
ΓΚ: Υπάρχει και υπερπαραγωγή προϊόντος, μαζί με τη συρρίκνωση της αγοράς. Είναι κάτι του στιλ 14 χιλιάδες ταινίες το χρόνο, που παράγονται παγκόσμια. Πόσες απ’ αυτές να χωρέσουν στις αίθουσες, και να μπορέσουν οι αίθουσες να τις κρατήσουν; Γιατί αυτού του είδους οι ταινίες, θέλουν το χρόνο τους στην αίθουσα, να δουλευτούν. Επίσης, τα μεγάλα franchise κουκουλώνουν το σύμπαν πια, ειδικά στο εξωτερικό. Έξω, που το βλέπουν σοβαρά το πράγμα, ολόκληρες εθνικές κινηματογραφίες, προσπαθούν να βρουν τρόπο να αντισταθούν στο franchise. Αυτό, σε χώρες που ο κινηματογράφος είναι μια δημόσια επένδυση, η οποία δημιουργεί φορολογία, δημιουργεί πλούτο, επαγγέλματα, τουρισμό, συνάλλαγμα… Δηλαδή, οι Γάλοι, που δίνουν τόσα και τόσα λεφτά, ή οι Γερμανοί, που γυρίζουν τόσες και τόσες ταινίες, να έχουνε βγάλει τα τελευταία δέκα χρόνια, άντε, πέντε ταινίες καλές; Και αν. Ξέρεις όμως πόσα εκατομμύρια δαπανούνται κάθε χρόνο; Δεν είναι μαλάκες, ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Και το λόγο που το κάνουν, και το πώς έχουν στήσει το πράγμα ώστε πλέον πάρα πολλές ταινίες απ’ το εξωτερικό, να πηγαίνουν στη Γερμανία για γυρίσματα… Στη Γερμανία, για κάθε ευρώ που δίνει το κράτος, παίρνει σαράντα λεπτά πίσω με τους φόρους και τα διάφορα, κι αν πάει καλά στα εισιτήρια η ταινία, με το ΦΠΑ και τα λοιπά, τα έχουν πάρει πίσω τα λεφτά τους, κι έχουν δημιουργήσει και θέσεις εργασίας. Αλλά, εντάξει, έχουν μια αντίληψη του οικονομικού κύκλου των πραγμάτων, το πώς βάζω λεφτά και πώς αυτά έρχονται πίσω.
Στην επόμενη σελίδα: γιατί θέλουν ελληνικές ταινίες τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ;
Page: 1 2