Νεο-γουέστερν υποψήφιο για τρεις Χρυσές Σφαίρες και βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία του David Mackenzie και σενάριο του Taylor Sheridan, με τους Chris Pine, Ben Foster και Jeff Bridges, διάρκειας 102 λεπτών, σε διανομή Tanweer
Ένας χωρισμένος πατέρας κι ο φρεσκο-αποφυλακισμένος αδερφός του ζώνονται καραμπίνες και περίστροφα, και παίρνουν φαλάγγι τις επαρχιακές τράπεζες του Δυτικού Τέξας, σε μια μοντέρνα εκδοχή του western, όπου οι νέοι πιονέροι αποδεικνύονται να είναι όχι οι λευκοί άποικοι (των οποίων τα σκαλπ μαζεύουν τα ενέχυρα κι οι υποθήκες), αλλά οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, που έχουν καταφέρει να γίνουν μεγαλοφεουδάρχες αναίμακτα.
Γνωστός για πιο μικρά, εσωτερικά δράματα στη γενέτειρά του τη Σκοτία, ο David Mackenzie, (του Young Adam / Ο Νεαρός Αδάμ (2003) και του Hallam Foe / Ημερολόγιο ενός Ρομαντικού Ηδονοβλεψία (2007)) ταξιδεύει μέχρι το Φαρ Ουέστ, για να επαναφέρει στο western την αλληγορική, κοινωνιολογική του συνείδηση, υπογράφοντας ένα μεστό δράμα γεμάτο ένταση και σασπένς, υποβοηθούμενο από την σπηντάτη εμφάνιση του Ben Foster και μια υποδειγματική ερμηνεία καριέρας από τον ανυπέρβλητο Jeff Bridges. Απογυμνώνοντας το western απ’ τις μανιχαϊστικές του ευκολίες περί σερίφηδων και παρανόμων, το σενάριο του Taylor Sheridan μοιάζει να ξετυλίγεται σ’ ένα άχρονο, όσο και άγονο τοπίο. Όμως, καθώς η κάμερα του Mackenzie κυλάει στα ατέλειωτα ασφαλτόφιδα που διασχίζουν τις αχανείς εκτάσεις της αμερικανικής ενδοχώρας, σειρές από παρατημένα ράντσα κι εγκαταλελειμμένα εμπορικά, ψηφίδες μιας διάσπαρτης οικονομικής παρακμής κι ενός τρόπου ζωής που χάνεται, μετατρέπουν το ανθρωποκυνηγητό της πλοκής σε μια στοιχειωτική παραβολή για τη θέση του καλού και του κακού, σε έναν κόσμο όπου οι τράπεζες είναι οι νέοι κατακτητές, κι οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν ήδη γίνει οι νέοι φεουδάρχες.
Ρυθμικό και μετρημένο, ποτισμένο με ιδρώτα, πίκρα και φαρμάκι απ’ αυτό που αναγκάζονται να καταπίνουν κάθε μέρα οι άνθρωποι που βλέπουν το βιος τους να εξανεμίζεται, το φιλμ του Mackenzie έχει τον πυρήνα του δράματός του βιδωμένο στο σημείο που ο Elmore Leonard συναντά τον Cormac McCarthy. Το σκοτεινό αλλά γεμάτο ένταση σενάριο του Sheridan (δεύτερη εξαιρετική δουλειά του, μετά το υποβλητικό κι εξίσου έντονο Sicario είναι ένα καθαρόαιμο crime-thriller που απλά τυγχάνει να φοράει καπέλα με φαρδύ γείσο και μυτερές δερμάτινες μπότες, θυμίζοντας νότες από ένα άλλο σύγχρονο, όχι-ακριβώς-αλλά-περίπου western: Σαν μια λιγότερο φιλοσοφική, αλλά εξίσου φιλοσοφημένη εκδοχή του No Country for Old Men / Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους, το Hell or High Water δεν ασχολείται τόσο με το πώς το κακό διαιωνίζεται διαφθείροντας ό,τι αθώο βρει μπροστά του, αλλά εξερευνά αντίθετα εκείνη τη γκρίζα ζώνη όπου ακόμη και το καλό, για να επιβιώσει, αναγκάζεται να κλέψει λίγη απ’ την αμείλικτη, ηθικά αμφίσημη φύση του κακού. Κι αν, σε αντίθεση με το νεο-γουέστερν των αδερφών Coen, εδώ το χρήμα είναι η πηγή του κακού, κι όχι απλά μια αφορμή του, αυτό είναι γιατί στην ταινία του Mackenzie όλοι έχουν λογαριασμούς που πρέπει να πληρώσουν. Κι όταν αυτοί που απαιτούν τα χρήματά τους είναι οι ίδιοι που σου αρπάζουν τα δικά σου, δεν υπάρχουν και πολλοί εναλλακτικοί τρόποι να τους πληρώσεις, παρά με το ίδιο νόμισμα. Εν προκειμένω, κυριολεκτικά.
Θρίλερ μυστηρίου βραβευμένο με βραβείο Κοινού Fischer και βραβείο Νεότητας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Σωτήρη Τσαφούλια, με τους Πυγμαλίων Δαδακαρίδη, Δημήτρη Καταλειφό και Μάνο Βακούση, διάρκειας 101 λεπτών, σε διανομή της Feelgood Entertainment
Καθηγητής εγκληματολογίας αναλαμβάνει να βοηθήσει την αστυνομία στην εξιχνίαση σειράς δολοφονιών που φαίνονται ασύνδετες, αλλά (τι έκπληξη) δεν είναι.
Ποντάροντας στις υπαρξιακές κρίσεις της εθνεγερτικής μας περηφάνιας που μονίμως αναρωτιέται τι το καλύτερο έχουν οι ξένοι από εμάς, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Σωτήρη Τσαφούλια πλασάρεται ως η ελληνική απάντηση στα αμερικανόφερτα θριλεράκια του σωρού, και πετυχαίνει όντως να ‘ναι ένα θριλεράκι του σωρού, το πλασάρισμά του όμως παραβλέπει ένα πολύ βασικό γεγονός: ότι η ταινία δεν (γίνεται να) εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, αλλά αντιθέτως σε μια φαντασιακή χώρα (ή ένα παράλληλο σύμπαν ακόμη) όπου το πανεπιστημιακό έτος ξεκινά παραμονή πρωτοχρονιάς (τότε κάνει την εισηγητική του ομιλία ο καθηγητής παύλα πρωταγωνιστής στο άλαλο πανεπιστημιακό του αμφιθέατρο, γιατί τότε βολεύει το μαθηματικό υπόβαθρο της πλοκής να ξεκινήσουν οι δολοφονίες που θα κληθεί ο ήρωας να εξιχνιάσει), οι φοιτητές χειροκροτούν στο τέλος των παραδόσεων (γιατί το σενάριο πρέπει να μας ψήσει σβέλτα κι απαίδευτα ότι έχουμε να κάνουμε με μια ιδιοφυΐα για ήρωα), κι όλα τα εγκλήματα που συμβαίνουν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της πόλης, τα αναλαμβάνει ένα και μόνο αστυνομικό τμήμα. Του οποίου, παρεμπιπτόντως, ο διοικητής μπορεί να μην είναι και το πιο κοφτερό ξυράφι, αλλά τουλάχιστον διατηρεί ένα τόσο εξαιρετικά οργανωμένο αρχείο, ώστε με το που ζητάει να του βρούνε έναν φάκελο, αυτός να βρίσκεται κατευθείαν στο γραφείο του.
Αυτήν την φαντασιακή χώρα λοιπόν, ο Τσαφούλιας την γεμίζει με στιλιστικές ακροβασίες που παραπέμπουν απευθείας στα πολλά κιλά σινεμά που έχει φάει στη ζωή του, εκ των οποίων όμως δεν φαίνεται να έχει χωνέψει ακόμη αρκετά, ώστε να είναι σε θέση να διαχωρίσει την αναφορά απ’ το αναμάσημα. Κάπως έτσι, Fincher, De Palma και Coppola μπαίνουν σε έναν αισθητικό αχταρμά, που θυμίζει περισσότερο μίξερ του φτωχού συγγενή, παρά αυτόνομη φιλμική κατασκευή, και μέσα σ’ όλο αυτό το πανηγύρι αναφορών, ο (κατά τα άλλα συμπαθέστατος, αλλά εντελώς miscast εδώ) Πυγμαλίων Δαδακαρίδης προσεγγίζει τον χαρακτήρα του ως έναν ελαφρώς πιο διαυγή Άνθρωπο της Βροχής, που πάσχει από εξαιρετικά επώδυνη περίπτωση δυσκοιλιότητας. Δίπλα του, ο Μάνος Βακούσης υπηρετεί με αξιέπαινη πειθαρχία και ευγενέστατη άμιλλα τις ανάγκες του σεναρίου να συνδέσει με εκνευριστική αφέλεια τα κομμάτια μιας κατακερματισμένης πλοκής που πρέπει κάποια στιγμή να οδηγήσει σ’ ένα κάποιο φινάλε, ενώ στα μετόπισθεν ο Δημήτρης Καταλειφός, που προσφέρει μια κάποια ανακουφιστική νηφαλιότητα ερμηνευτικής οικονομίας απ’ την ασφαλή θέση του guest star, είναι μάλλον ο μόνος που διασώζεται, από μια ταινία που προσφέρει προσέγγιση στην έννοια του μυστηρίου τόσο ρηχή, όσο επιφανειακή είναι κι η σχέση που έχει με το σινεμά κάποιος που θεωρεί πιο σημαντική σε μια ταινία τη γλώσσα και την εθνικότητα, απ’ την ποιότητά της.
Δικαστικό δράμα εποχής υποψήφιο για BAFTA καλύτερης βρετανικής ταινίας σε σκηνοθεσία του Mick Jackson και σενάριο του David Hare (απ’ το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Deborah Lipstadt), με τους Rachel Weisz, Tom Wilkinson και Timothy Spall, διάρκειας 109 λεπτών, σε διανομή της Odeon
Τυχοδιώκτης πασιονάριος του ναζισμού μηνύει Εβραία ιστορικό για δυσφήμιση, κι αυτή καλείται να αποδείξει ότι το Ολοκαύτωμα όντως συνέβη, προκειμένου να αποδείξει ότι ο μηνυτής της είναι απατεώνας.
Η ιστορία μιας γυναίκας που πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της επαγγελματικής (και προσωπικής) ζωής της καταγράφοντας ιστορικά γεγονότα, με ένα μικρό διάλειμμα για να αποδείξει ότι κάποιος που αρνείται την πραγματικότητα είναι, στην πραγματικότητα, απατεώνας, είναι μια ιστορία που, όσο πιο επίκαιρη μοιάζει, τόσο πιο ενδεικτική είναι του πόσο στραβά πάνε τα πράγματα. Στην post-truth εποχή που διανύουμε λοιπόν, όπου τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα είναι ανοιχτά σε ελεύθερες (παρ)ερμηνείες (όπου ο πιο ισχυρός άνθρωπος του πλανήτη είναι ελεύθερος να αποκαλεί απάτη την κλιματική αλλαγή, για παράδειγμα, και κάποιοι να τον πιστεύουν), η ιστορία του Denial είναι μια ιστορία ιδιαιτέρως επίκαιρη, και γι’ αυτό ιδιαιτέρως ανησυχητική. Ιδιαιτέρως απογοητευτικό είναι από την άλλη, ένα τέτοιο υλικό να αποδίδεται με τρόπο τόσο άνευρο κι αδιάφορο, όσο αυτός με τον οποίο το προσεγγίζει ο Mick Jackson. Μπουχτίζοντας με τον μπαγιάτικο αέρα παλιομοδίτικης τηλεταινίας τα κάδρα του, αδυνατεί να εντοπίσει έστω και την παραμικρή σπίθα στο δυνάμει εκρηκτικό σενάριο που υπογράφει ο (δις υποψήφιος για Όσκαρ) David Hare, ενώ καταφέρνει ακόμη και την Rachel Weisz να υποβάλει σε μια από τις πιο δισδιάστατες, ρηχές ερμηνείες της μακράς καριέρας της. Ηγούμενη ενός εξαιρετικού cast (που περιλαμβάνει μια σπαρταριστή, αν και κλισεδιάρικη εμφάνιση του Tom Wilkinson στο ρόλο του ηθικού βαρόμετρου της ταινίας), η Weisz ξεδιπλώνει επαρκώς μεν, εντελώς προβλέψιμα δε, έναν χαρακτήρα που, αντί να ηλεκτρίζει με το πάθος του, επιβεβαιώνει με την αμηχανία του την τηλεοπτικού επιπέδου, περιορισμένη δυναμική του σκηνοθέτη.
Επίσης στις αίθουσες
Σφιχτοδεμένο πολιτικό θρίλερ βασισμένο στην αληθινή ζωή του μνημειώδους εισαγγελέα παύλα κυνηγού Ναζί στη Γερμανία των ‘50s, το βραβευμένο για Σκηνοθεσία, Σενάριο, Β’ Ανδρική Ερμηνεία και Καλύτερη Ταινία φιλμ του Lars Kraume απλώνεται στην οθόνη σαν καλοκουρδισμένη μηχανή που κινείται με την αξιοπιστία της γερμανικής βιομηχανίας, με την στιλάτη σκηνοθεσία της να ωφελείται τα μέγιστα από την εκρηκτική ερμηνεία του πρωταγωνιστή της. Πολιτικό θρίλερ βασισμένο σε αληθινά περιστατικά, σε σκηνοθεσία του Lars Kraume και σενάριο του ιδίου και του Olivier Guez, με τους Rüdiger Klink, Burghart Klaußner και Andrej Kaminsky, διάρκειας 105 λεπτών, σε διανομή StraDa Films.
Στην Τυνησία του 2010, ένα κορίτσι έτοιμο να αρπάξει τη ζωή απ’ τα μαλλιά, γλεντάει, χορεύει και τραγουδάει σε μια ροκ μπάντα, και νιώθει αρκετά αλεξίσφαιρη κι αθάνατη ώστε να γράφει τις αγωνίες της μάνας της στα ροκ της τα παπούτσια. Δράμα ενηλικίωσης υποψήφιο για βραβεία LUX και Lumiere σε σκηνοθεσία της Leyla Bouzid και σενάριο της ιδίας και της Marie-Sophie Chambon, με τις Baya Medhaffer, Ghalia Benali και Montassar Ayari, διάρκειας 102 λεπτών, σε διανομή της One from the Heart.
Καλή σύζυγος ανακαλύπτει ότι ο επί χρόνια σύζυγός είναι στην πραγματικότητα εγκληματίας πολέμου και σκέφτεται μήπως να μην είναι καλή σύζυγος πια. Δράμα υποψήφιο για Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Sundance, σε σκηνοθεσία Mirjana Karanovic και σενάριο της ιδίας και των Stevan Filipovic και Darko Lungulov, διάρκειας 90 λεπτών, σε διανομή της FilmTrade.
Κάποιοι νόμιζαν πως πέθανε, όμως ο υπερπράκτορας με τα μουσκούλια είναι πολύ φουσκωτός για να πεθάνει, και στην τρίτη περιπέτειά του θα τους το ξαναποδείξει. Περιπέτεια δράσης σε σκηνοθεσία του DJ Caruso και σενάριο του F. Scott Frazier, με τον Vin Diesel και κάτι φλωρολακέδες, διάρκειας 107 λεπτών, σε διανομή της UIP.
Η Μάγια η Μέλισσα μπλέκει σε μια περιπέτεια που παραείναι επική για να χωρέσει στην τηλεόραση, δεν ήταν όμως αρκετά επική για να έχει φτάσει σε ελληνικό κινηματογράφο απ’ το 2014 που καταγράφηκε σε μέγεθος ταινίες, και φτάνει τώρα που δεν φτάνουν 7 νέες ταινίες μέσα σε μια βδομάδα, χρειάζεται και μια 8η. Κινούμενα σχέδια σε σκηνοθεσία του Alexs Stadermann και σενάριο του Fin Edquist, διάρκειας 99 λεπτών, σε διανομή της Weird Wave.