Ο Woody Allen την 1η του Δεκέμβρη γίνεται 82. Ή ίσως και όχι. Ίσως στον κόσμο του ο χρόνος να μετράει διαφορετικά. Ή μπορεί οι γενιές που μεγαλώσανε με τις ταινίες του, να περιμένουν να γεράσουνε μ’ αυτές και να μην δέχονται ότι ογδοντάρισε. Κι αν στα μάτια των σημερινών 50άρηδων ο Woody Allen είναι ακόμα 40 τι μας εμποδίζει από το να πιστέψουμε πως για τα επόμενα 40 χρόνια θα έχουμε μία ακόμα του ταινία, διαφορετική, κάθε χρόνο; Εξάλλου, σ’ ένα κόσμο-όπως ακριβώς αυτός του Woody- που τη θέση του όποιου θεού έχει πάρει η απαισιοδοξία και ο φόβος του θανάτου, μπορεί ο θεός να μην καταδέχεται να κατέβει και ο χρόνος να κυλάει με το πάσο του.
Τον τελευταίο μισό αιώνα είναι σχεδόν κάθε χρόνο συνεπής στο ραντεβού με τις αίθουσες, σαν άλλος παππούς με το χριστουγεννιάτικο φιλοδώρημα. Μέσα στα χρόνια, άλλες φορές αυτό το φιλοδώρημα του Woody έμοιαζε με εκατοστάευρο όπως το Manhattan, ή το Match Point κι άλλες με εικοσάευρο, όπως το Melinda and Melinda.
Αλλά δεν είναι μόνο τα εκατοστάευρα-αριστουργήματα που το κοινό τα έβαλε στον κουμπαρά της κινηματογραφικής ιστορίας και ευγνωμονεί ακόμα τον Woody Allen για τη γενναιοδωρία του, είναι και μερικά εκατοστάευρα που μάλλον ξοδεύτηκαν γρήγορα και ξεχάστηκαν. Με αυτά ακριβώς τα ξεχασμένα αριστουργήματα θα πούμε τα δικά μας «Χρόνια Πολλά» στον Woody.
Ο Woody Allen εδώ «μιλά» για έναν μεσήλικα οφθαλμίατρο, τον Judah ο οποίος ζει μια, θεωρητικά, ανέφελη οικογενειακή ζωή μέχρι που η παράλληλη- και κατά πολύ νεότερη- σχέση του αποφασίζει ότι θέλει να χρηστεί εκείνη κυρία του γιατρού καταστρέφοντας όλα τα κεκτημένα της οικογενειακής ζωής του Judah. Παράλληλα, ο Cliff, ένας ιδεαλιστής, «κουλτουριάρης» δημιουργός ντοκιμαντέρ διάγει έναν συμπαθή πλην κάπως συμβιβασμένο βίο με τη γυναίκα ενός τηλεοπτικού μεγαλοπαραγωγού. Τα λιμνάζοντα νερά ταράζει ένας κεραυνοβόλος έρωτας με μια αντιστοίχως «κουλτουριάρα» συνεργάτιδα του μεγαλοπαραγωγού- κουνιάδου.
Οι «ταραχές» στα λιμνάζοντα νερά θα φέρουν στο προσκήνιο επιλογές- λιγότερο ή περισσότερο τραγικές- και θα αποδείξουν περίτρανα πως σε όλη μας τη ζωή τρέχουμε πίσω από «τα φουστάνια» της αγάπης.
Παραφράζοντας τον περίφημο τίτλο του Μάρκες , εδώ, ο Woody καταθέτει τη δική του κωμικοτραγική ιστορία για την «Αγάπη στα Χρόνια της Χολέρας». Η αγάπη είναι αυτοσκοπός και μαγνήτης. Οι πρωταγωνιστές περιστρέφονται γύρω της ,σαν τις μέλισσες στα καλοκαιρινά τραπέζια, κι εκείνη δεν διστάζει να τους ρουφήξει μέσα της, για καλό ή για κακό. «Χολέρα» στον κόσμο του Woody είναι οι προσωπικές επιλογές. Και σαν γνήσια χολέρα οι επιλογές που καθορίζουν τους πρωταγωνιστές ξεσπάνε γρήγορα, οι πρωταγωνιστές τις ξερνάνε αμέσως. Και το ντόμινο είναι αναπόφευκτο. Οι επιλογές δεν «μολύνουν» μόνο τους ίδιους. Μολύνουν κυρίως αυτούς με τους οποίους έρχονται σε επαφή. Χολέρα δεν είπαμε;
Ένα κάποιο ελληνικό «καψουροτράγουδο» λέει με περίσσιο πόνο ψυχής «αγάπη τι δύσκολο πράγμα». Και ο Woody Allen έρχεται εδώ – σε ευθεία αντίθεση με την καλλιτεχνική αξία των λαϊκών ασμάτων- να μας πει και εκείνος πως ναι, η αγάπη είναι δύσκολο πράγμα Και αν τα τέτοιου είδους «καψουροτράγουδα» σας προκαλούνε από ειρωνικά μειδιάματα μέχρι επιθυμία να πετάξετε το ραδιόφωνο από το παράθυρο, τα 100 λεπτά της εν λόγω ταινίας αρκούν για να αναζωπυρώσουν την αγάπη σας για τα κινηματογραφικά δράματα.
Στην τελευταία του ταινία με την επί χρόνια σύντροφο του, Mia Farrow, καταθέτει ένα απαισιόδοξο γαϊτανάκι ερωτικών ιστοριών που δυσκολεύεται να βρει ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και το πάθος, στα προβλήματα που ξεπερνιούνται και τα προβλήματα που κάθονται βολικά για δεκαετίες κάτω απ’ το χαλί.
Τα «εν οίκω-λένε-μη εν δήμω», αλλά ένας αστικός μύθος, ο οποίος είναι μάλλον αλήθεια, λέει πως στα γυρίσματα της ταινίας τα μαχαίρια είχαν ήδη βγει ανάμεσα σε Allen και Farrow. Και ίσως εδώ να κρύβεται και η ξεχωριστή δύναμη της ταινίας. Το μυστικό της γοητεία της, που σου μαυρίζει την ψυχή και αποκόπτει βίαια τις καρδούλες και τα λουλουδάκια από ερωτικά μηνύματα και ραβασάκια, ίσως να είναι πως οι πρωταγωνιστές δεν ερμηνεύουν, ζουν την μικρή προσωπική τους τραγωδία μπροστά στην κάμερα. Ο κινηματογράφος εξάλλου δεν μιμείται τη ζωή;
Στην Τσαρική Ρωσία ένας ολίγον νευρωτικός και δειλός στρατιώτης παντρεύεται- μετά από ερωτικές περιπλανήσεις δεκαετιών- τον παιδικό του έρωτα και αποφασίζουν μαζί να δολοφονήσουν τον Ναπολέοντα.
Ο Woody Allen εδώ υιοθετεί ένα μοτίβο ανάμεσα στο «Αστερίξ και Οβελίξ» και τους Monty Python για να παραδώσει μια καθαρόαιμη σάτιρα επί παντός επιστητού και μια κωμική τοποθέτηση στο προαιώνιο ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;». Ο μαγικός ζωμός στη συνταγή του Woody δεν του χαρίζει μόνο παντοδυναμία, του χαρίζει αξέχαστο χιούμορ και του εξασφαλίζει μια θέση στο πάνθεον των κωμικών.
Ο Woody Allen παραδίδει μια κωμικοτραγική εκδοχή του «Άγριες Φράουλες» του Μπέργκμαν με μοναδικό σκοπό να «βιάσει» τον ίδιο του τον εαυτό. Ο γέρος συγγραφέας του Μπέργκμαν που, καθοδόν για τη βράβευση του αναπολεί τα περασμένα, είναι δύστροπος και πικρόχολος. Ο διάσημος συγγραφέας, Harry Block στο «Deconstructing Harry», έχει αλλάξει 3 συζύγους, αγαπάει τον αγοραίο έρωτα και τις πόρνες με τα μεγάλα στήθη. Είναι κυνικός και είναι και χειριστικός. Είναι ακριβώς ο τύπος που θα σε ξεζουμίσει και θα σε πετάξει σα στυμμένη λεμονόκουπα. Είναι αυτή η σχέση που τελείωσε και θες να τη φτύσεις καταπρόσωπο. Ναι, ο Harry Block είναι το alter-ego του Woody Allen και φυσικά δεν περιμένει να φτύσεις καταπρόσωπο τον πλασματικό ήρωα Harry Block, αλλά ελπίζει πως η ροχάλα σου θα φύγει σα ρουκέτα και θα βρει τον ίδιο ανάμεσα στα μάτια. Ο ίδιος ο Woody, κυνικός όπως ο ήρωας του, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για βραβεία και κόκκινα χαλιά. Και έχει πολλάκις δηλώσει πως η γνώμη του κοινού ποσώς τον ενδιαφέρει. Και στα 62 του, όταν και είδε το «φως» της σκοτεινής αίθουσας το «Deconstructing Harry», ήταν πιο ώριμος από ποτέ για να καταθέσει το δικό του «τέτοιος μαλάκας είμαι και σε όποιον αρέσω».
Πέρα από την όποια εμφανή διάθεση αυτοκριτικής του δημιουργού η ταινία είναι μια από τις καλύτερες μαύρες κωμωδίες από καταβολής κινηματογράφου και ένα από τα λίγα ατόφια αριστουργήματα που έχει παραδώσει ο Woody στο κοινό του.
Η ιστορία του Leonard Zelig, ο οποίος όπου σταθεί και όπου βρεθεί γίνεται ένα με το περιβάλλον, ένας ανθρώπινος χαμαιλέοντας. Τον βάζεις δίπλα σε Κινέζους και ξαφνικά τα μάτια του γίνονται σχιστά, τον βάζεις ανάμεσα σε ψυχιάτρους και συμπεριφέρεται σαν τον Φρόιντ. Και όλη αυτή η ιστορία «φτιαγμένη» σαν ντοκιμαντέρ, με καταθέσεις ατόμων που τον γνώρισαν και με την ψυχίατρο που τον «ανέλαβε» σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Και φυσικά με ένα υπέροχο soundtrack που σιγοτραγουδάς για μέρες.
Είναι σίγουρα μια ευφυέστατη παραβολή για το σύγχρονο άνθρωπο και για την ατέρμονη και μάλλον αδιέξοδη προσπάθεια προσαρμογής στα κοινωνικά πρότυπα. Αλλά πάνω απ’ όλα και πέρα από φιλοσοφικές αναλύσεις και αναζητήσεις είναι η καλύτερη και πιο αστεία κωμωδία του Woody Allen. Ένα αριστούργημα που έχει αδίκως ξεχαστεί στο βάθος της κινηματογραφικής ντουλάπας και υπόσχεται καταιγισμό από ατάκες και γέλια μέχρι δακρύων.