Στα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έκαναν την εμφάνισή τους αρκετά αντιπολεμικά βιβλία, με το «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ να γίνεται το απόλυτο best-seller που επισκίασε σχεδόν κάθε άλλο. Ένα από αυτά υπήρξε το «Σλουμπ» του Χανς Χέρμπερτ Γκριμ, το οποίο κυκλοφόρησε ανώνυμα το 1928 (από τον εκδότη του Κάφκα και του Τσβάιχ) και εκτός από τη σκιά του Ρεμάρκ, είχε την επιπλέον ατυχία να μπει στη λίστα των «αντι-γερμανικών» βιβλίων των Ναζί, με αποτέλεσμα να ριχθεί στην πυρά το 1933.
Ο συγγραφέας ήταν βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και βασίστηκε στις εμπειρίες του για να γράψει το βιβλίο. Επέλεξε όμως την ανωνυμία για το βιβλίο του, γιατί δεν ήθελε να χάσει τη δουλειά του ως καθηγητή. Αργότερα, όταν επικράτησαν οι Ναζί, γράφτηκε στο κόμμα, χωρίς να ασπάζεται τα πιστεύω τους, πάλι για να μην δίνει αφορμές και δούλεψε ως διερμηνέας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Μετά το πέρας και αυτού του πολέμου κι επειδή η νέα κατάσταση ήταν επικίνδυνη για τους συνεργάτες των Ναζί, αποκάλυψε ότι ήταν ο συγγραφέας του «Σλουμπ», με την ελπίδα ότι το αντιπολεμικό πνεύμα του βιβλίου θα αποδείκνυε τα αντι-ναζιστικά πιστεύω του. Όμως, δεν τα κατάφερε και δεν κατάφερε να ξαναδουλέψει ως καθηγητής, ενώ το 1950, δύο μέρες μετά από μια συνάντηση με κρατικούς λειτουργούς, αυτοκτόνησε.
Το ίδιο το βιβλίο διασώθηκε με τον μαγικό τρόπο που έχουν τα βιβλία να επιβιώνουν, καθώς ο Γκριμ το έχτισε (!) μέσα σε τοίχο, για να μην το βρουν πάνω του οι Ναζί. Το κείμενο επιβίωσε λάθρα ως το 2013 όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια και να αρχίσει να βρίσκει την αναγνώριση που δεν είχε στην εποχή του.
Η ιστορία έχει ως εξής: βρισκόμαστε στη μέση του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Σλουμπ είναι ένας Γερμανός έφηβος 16-17 ετών που βλέποντας ότι όλοι πηγαίνουν στον πόλεμο, θέλει κι αυτός να πάει, για να μην τον θεωρήσουν λιγόψυχο. Παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του, δηλώνει εθελοντής και έτσι θα βρεθεί στη Γαλλία. Εκεί, επειδή μιλάει λίγα γαλλικά, θα του ανατεθεί να γίνει διοικητής τριών χωριών και έτσι, αυτός, ένα παιδί, θα βρεθεί να ορίζει τις ζωές των αγροτών, να λύνει τις διαφορές τους και να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος των κοριτσόπουλων.
Αυτή η παραδεισένια ζωή θα κρατήσει για μερικούς μήνες, αλλά κάποια στιγμή, θα τον στείλουν στα χαρακώματα, εκεί όπου βρίσκονται μόνο «οι χαζοί και όσοι έχουν κάνει κάτι». Όλη η φρίκη του πολέμου θα περάσει μπροστά από τα μάτια του, αλλά αυτός θα συνεχίσει να τα βλέπει όλα μέσα από ένα πρίσμα ανωριμότητας. Ο όλεθρος, η απελπισία, η βεβαιότητα του θανάτου τον περιστοιχίζουν. Η αντίδρασή του θα είναι να γίνει παράτολμος, επιδιώκοντας να τραυματιστεί για να τον στείλουν σε νοσοκομείο. Θα το καταφέρει αρκετές φορές, με αποτέλεσμα να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα χαρακώματα, τα νοσοκομεία και το σπίτι του, όπου οι γονείς του πεινάνε, καθώς η Γερμανία μαστίζεται από μεγάλες ελλείψεις.
Ο πόλεμος όμως γεννά και ευκαιρίες και έτσι, θα βγάλει 10.000 μάρκα παραχαράσσοντας χρήματα, θα καταφέρνει να τρώει σαν βασιλιάς παίζοντας μουσικη σε κάποιο μαγαζί, θα έχει τις ερωτικές περιπέτειές του. Ό,τι κακό κι αν του συμβαίνει, κάτι καλό θα το ισοφαρίσει.
Αυτό που διαφοροποιεί τον «Σλουμπ» από τα περισσότερα βιβλία για τον πόλεμο, είναι η επιλογή του συγγραφέα να παρουσιάζει τον ζόφο μέσα από την άχλη του παραμυθιού. Ο Γκριμ, έχοντας την προσωπική εμπειρία της παράνοιας του πολέμου, επιλέγει την λύση της προσέγγισης της πραγματικότητας μέσω ενός ήρωα που είναι τόσο απίθανα ανθρώπινος, ώστε η ζωή να μην μπορεί να τον πληγώσει. Έτσι, ο αναγνώστης πραγματικά διασκεδάζει με τις περιπέτειες του ανώριμου πρωταγωνιστή, ενώ οι περιγραφές των μαχών δεν καλύπτουν παρά μερικές σελίδες.
Ο Σλουμπ θυμίζει λίγο τον Φόρεστ Γκαμπ (του βιβλίου, όχι της ταινίας): είναι ένας Άγιος αλλά και ένας μικρο-κατεργάρης, από αυτούς που πραγματικά πιστεύουν ότι όλα θα πάνε καλά στο τέλος, ό,τι κακό κι αν συμβαίνει. Είναι η ελπίδα της απλοϊκής ζωής μέσα στην απελπιστική τρέλλα του πολέμου.
Ποτέ δεν αναρωτιέται γιατί γίνεται αυτός ο πόλεμος και γιατί πρέπει να σκοτώνονται τόσοι και τόσοι αμοιροι και αθώοι, επί χρόνια, μέσα σε παγωμένα και βρώμικα χαντάκια στη μέση του πουθενά. Ούτε πιστεύει ότι θα κερδίσει κάτι από αυτόν τον πόλεμο. Ούτε παραπονιέται που οι πλούσιοι δεν είναι καν στον πόλεμο και καλοπερνούν, ενώ οι γονείς του δεν έχουν να φάνε. Απλά τα παρατηρεί. Είναι, εν τέλει, ένας άνθρωπος μπλεγμένος σε μια κατάσταση χωρίς νόημα: ένας ζωντανός που θέλει να παραμείνει ζωντανός.
Επίσης, επειδή ακριβώς ο Γκριμ πήρε μέρος στον πόλεμο, οι περιγραφές των μαχών και των δυσκολιών του πολέμου είναι ιδιαίτερα πειστικές: δεν είναι μόνο οι εικόνες των τραυματισμών και του τρόμου, αλλά είναι και οι γεύσεις και οι μυρωδιές και οι ήχοι του πολέμου: το ξινολάχανο, οι ψείρες, η βρωμιά, ο ήχος των σφαιρών, οι βομβαρδισμοί σαν φόντο.
Τελειώνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης κατανοεί γιατί το μίσησαν οι Ναζί: οι Γερμανοί παρουσιάζοντας ως μη ήρωες, οι στρατιώτες ως ταλαίπωροι, οι αξιωματικοί τους ως τεμπέληδες που κρύβονται στα μετόπισθεν, ο ίδιος ο Κάιζερ ως κάποιος που το βάζει στα πόδια. Αυτός ο πόλεμος δεν προσφέρεται για υψηλά ιδανικά. Οι δε Γάλλοι παρουσιάζονται ως συμπαθείς αγρότες που δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τους κατακτητές.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο πόλεμος γίνεται μόνο για τα συμφέροντα των πλούσιων και των σημαντικών. Για όλους τους άλλους, είναι μια ανούσια εκατόμβη. Η ωμή αλήθεια αυτής της διαπίστωσης είναι τόσο σκληρή, ώστε μόνο με ένα παραμύθι να μπορεί να περιγραφεί και να εξηγηθεί το πόσο παράλογο πράγμα είναι ο πόλεμος. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η μαεστρία του Γκριμ και η μαγεία του «Σλουμπ».