Πέρασε την παιδική του ηλικία ως σκεϊτερ στο Σαν Φρανσίσκο όπου μεγάλωσε. Κατάγεται από την Παλαιστίνη και πλέον μένει στο Λος Άντζελες. Από τους δρόμους του Σαν Φρνασίσκο, ο μουσικός και πολυοργανίστας δεν άργησε να βρει τον μουσικό του δρόμο και το 2011 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του (Will The Guns Come Out).
O ήχος του γειτονεύει πολύ με τα blues rock ξεσπάσματα των Black Keys και μάλιστα η μοίρα το θελε να συναντήσει στο Παρίσι τον Dan Auerbach των προαναφερθέντων και να ηχογραφήσουν μαζί το δεύτερο δίσκο του (Head In The Dirt). Είναι ο Hanni El Khatib και την Παρασκευή 20 Οκτωβρίου θα εμφανιστεί για πρώτη φορά στην Αθήνα και τη σκηνή του Gagarin 205 μαζί με τους Buzzdealers και τους Big Nose Attack. Ως τότε τον ρωτήσαμε μερικά πράγματα για να τον γνωρίσετε καλύτερα.
Κατάγεσαι από την Παλαιστίνη αλλά ζεις στο Λος Άντζελες. Πόσο εύκολο είναι για έναν μετανάστη να ζει στις ΗΠΑ; Ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Donald Trump. Γεννήθηκα στο Σαν Φρανσίσκο και είμαι Αμερικανός πολίτης, επομένως δεν βιώνω κάτι καινούργιο που δεν έχω ήδη βιώσει στο παρελθόν. Ωστόσο, νομίζω πως υπάρχει ένα διχασμός μεταξύ κάποιων ανθρώπων στη χώρα μας και οι απόψεις τους δημιουργούν μία ορατή ένταση που αρχίζω να παρατηρώ όλο και περισσότερο αυτό τον καιρό.
Ποιά πιστεύει ότι πρέπει να είναι η θέση ενός καλλιτέχνη στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα; Ποιά η οπτική σου; Δεν πιστεύω πως οι καλλιτέχνες πρέπει να νιώθουν κάποιου είδους πίεση στο να είναι στρατευμένοι ή να εξαναγκάζουν τον εαυτό τους στο να μιλάνε για κοινωνικά ζητήματα αν δεν νιώθουν κάποια ενστικτώδη τέτοια παρότρυνση, απλά και μόνο επειδή έχουν ένα βήμα. Τείνω να σχολιάζω τέτοιου είδους θέματα από την πλεονεκτική θέση της προσωπικής εμπειρίας. Θα το μισούσα οι στίχοι μου ή τα τραγούδια μου να παρερμηνεύονται ή να παίρνονται τόσο εκτός context όπου δεν θα έχω τη δυνατότητα να εξηγήσω τι ακριβώς εννοούσα. Στην τελική, η μουσική είναι άλλη μία μορφή τέχνης και έκφρασης για μένα, είναι στο χέρι του δημιουργού το αν θα αντιμετωπίσει κάποια ζητήματα.
Πώς ήταν να δουλεύεις με τον Dan Auerbach; O Dan είναι πολύ συνεργάσιμος. Είμαστε πολύ καλοί φίλοι και έχουν παρόμοιο γούστο και οπτική στην μουσική και στο τρόπο ηχογράφησης. Μοιραζόμαστε κοινά ενδιαφέροντα και κοινή αισθητική οπότε δεν είναι δύσκολο να κινηθούμε στο ίδιο μήκος κύματος μουσικά.
Η Guardian σε έχει χαρακτηρίσει ως «ένας πρώην skate-punk μεγαλωμένος με vintage rock και R&B που εξακολουθεί να κρατά το πνεύμα του ’76 με το πρωτογενές raunch ‘n’ roll του». Επιβεβαιώνεις τον χαρακτηρισμό; Εσύ με ποιές πέντε λέξεις θα περιέγραφες τη μουσική σου; Υποθέτω πως αν έπρεπε να συνάγω αυτό που κάνω σε μία μικρή και πιασάρικη πρόταση, αυτή το αντικατοπτρίζει. Δεν ξέρω, νομίζω βέβαια πως θα ήθελε μία μικρή επεξεργασία. Να αντικαταστήσουν το “R&B” με το “rap”, θα ήταν ευστοχότερο.
Ονόμασε τους πέντε δίσκους που σε διαμόρφωσαν. 93 Til Infinity – Souls of Mischief, Psychedelic Jungle – The Cramps, Low – David Bowie, Ege Bamyasi – Can, Midnight Mauraders – A Tribe Called Quest.
To “Born Brown” είναι σαν μία γροθιά στο στομάχι. Πώς προέκυψε το κομμάτι; Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να κάνω ένα techno κομμάτι αλλά δεν ήξερα πως αυτό θα ταίριαζε με την μουσική που κάνω. Μετά πήρα ένα 808 με το οποίο έπαθα εμμονή. Ένα πρωί πηγαίνοντας στο στούντιο με σταμάτησαν στην Λεωφόρο Patrol επειδή μιλούσα στο τηλέφωνο. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούσα το κινητό μου για να ηχογραφήσω μία ιδέα για ένα κομμάτι. Προσπάθησα να εξηγήσω αυτό στον αστυνομικό αλλά δεν τον ένοιαζε και μου έκοψε πρόστιμο. Όταν με άφησε, άρχισαν να μου σκάνε διάφορες ιδέες για στίχους για ένα καινούργιο κομμάτι που κατέληξαν να είναι οι στίχοι για το “Born Brown”. Έφτασα στο στούντιο, έβγαλα το 808 μου κι άρχισαν να ηχογραφώ την εκδοχή ενός industrial-techno κομματιού. Όταν το ολοκλήρωσα, σκέφτηκα ότι πρέπει να βρει το δρόμο του στο καινούργιο project.