Μπορεί να γίνεται σιγά σιγά γνωστή σε όλον τον κόσμο από το πιάνο, όμως η Hania Rani δεν το ήθελε αρχικά. Μάλλον πιέστηκε από τη μητέρα της, σε ηλικία 7 ετών, να παρακολουθήσει μαθήματα στη γενέτειρά της, το Γκντανσκ της Πολωνίας. Στην αρχή, μοιραία, δεν έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Τρία χρόνια αργότερα, στην εξίσου τρυφερή ηλικία των 10, είχε ήδη αποφασίσει ότι ήθελε να γίνει πιανίστα.
Πλέον, στα 30 της, το έχει καταφέρει. Ακολουθεί καριέρα επαγγελματία μουσικού και μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Βαρσοβίας και Βερολίνου. Μπορεί να έχει στο βιογραφικό της την κλασική εκπαίδευση και να μεγάλωσε στην χώρα του Σοπέν, όμως κάτι μέσα της την ώθησε να λοξοδρομήσει από τα εντελώς κλασικά μονοπάτια. Ανάμεσα στους αγαπημένους της καλλιτέχνες, άλλωστε, βρίσκονται ονόματα όπως Portico Quartet, Nils Frahm και Agnes Obel. Συνηθίζει να λέει ότι όλα άλλαξαν όταν ως φοιτήτρια ανακάλυψε την τζαζ και την ηλεκτρονική μουσική.
Δεν προκαλεί συνεπώς εντύπωση πως ο Nils Frahm συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αγαπημένους της μουσικούς, μιας και η Hania Rani κινείται σε παρεμφερή μινιμαλιστικά μονοπάτια. Μπορεί να έχει συνεργαστεί με ονόματα όπως οι Christian Löffler, Dobrawa Czocher και o έλληνας Hior Chronik, να έχει εμφανιστεί ζωντανά σε σημαντικούς χώρους όπως το Funkhaus του Βερολίνου και το Roundhouse του Λονδίνου και να έχει βάλει και το χέρι της στο σχήμα Τęskno, όμως η πρώτη σόλο δουλειά της ήρθε μόλις πέρυσι. Το Esja που κυκλοφόρησε στην Gondwana Records δεν χρωστά μόνο το όνομά του στην Ισλανδία (Esja είναι βουνό στη νοτιοδυτική Ισλανδία, το οποίο φαίνεται σχεδόν από κάθε πλευρά του Ρέικιαβικ), αλλά ηχογραφήθηκε κιόλας (και) στην ισλανδική πρωτεύουσα.
Ακόμη και το σόλο ντεμπούτο της φάνηκε να προέκυψε κάπως τυχαία, όπως εξήγησε σε συνέντευξή της τον περασμένο Μάιο: «Δεν σχεδίαζα να κυκλοφορήσω σόλο δίσκο. Ξεκίνησα να ηχογραφώ πριν τρία χρόνια και μέσα σε αυτό το χρόνο ολοκλήρωσα πολλές άλλες συνθέσεις. Όχι μόνο για σόλο πιάνο, αλλά και με έγχορδα, χορωδία, φωνή, electronics. Αλλά πριν δυο χρόνια συνάντησα έναν ηχολήπτη από την Ι sλανδία -τον Bergur Porisson. Με κάλεσε να τελειώσω τις ηχογραφήσεις στο στούντιό του στο Ρέικιαβικ. Χωρίς δεύτερη σκέψη έκλεισα εισιτήρια για Ισλανδία. Εκεί, κάπως αυθόρμητα, ηχογραφήσαμε πολλά νέα πιανιστικά κομμάτια. Μου άρεσε πολύ το vibe των συνθέσεων και σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να κυκλοφορήσω το άλμπουμ για πιάνο ως το ντεμπούτο μου».
Στο προφίλ της στο Instagram περιγράφει τον εαυτό της με ένα απόφθεγμα του συμπατριώτη της συγγραφέα, Witold Marian Gombrowicz: «Είμαι ένας χιουμορίστας, ένας τζόκερ, ένα ακροβάτης κι ένας προβοκάτορας». Κι όταν τη ρωτάνε πώς βλέπει η ίδια τη μουσική της, μένει συνεσταλμένη όπως π.χ. όταν κάποιος μάλλον υπερενθουσιώδης δημοσιογράφος τη ρώτησε αν είναι ο νέος Μπαχ εκείνη απάντησε: «Ποτέ δεν θα έβαζα τον εαυτό μου σε αυτή τη συνομοταξία». Για να επαναφέρει την τάξη λίγο αργότερα στην ίδια κουβέντα: «Για μένα αυτό που κάνω είναι πανκ. Συνήθιζα να παίζω κλασική μουσική. Όσα κάνω τώρα είναι μια απόλυτη επανάσταση».