Το πρώτο Διαδικτυακό Φεστιβάλ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με τίτλο ΕΞΟΔΟΣ: ΑΝΟΙΞΗ, σε καλλιτεχνική διεύθυνση Γιώργου Κουμεντάκη, ανοίγει τα φτερά του στον ψηφιακό κόσμο.
Πιλότοι στην πτήση αναλαμβάνουν αγαπημένοι καλλιτέχνες, μεταξύ αυτών η Μαρίνα Σάττι και το φωνητικό σύνολο Chόres που επιλέγουν ως διαβατήριο τα 8 Δωδεκανησιακά τραγούδια του Γιάννη Κωνσταντινίδη.
Η Μαρίνα Σάττι εξηγεί το γιατί και το πώς και εξομολογείται τι έμαθε από την ζωή κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Νιώθω μεγάλη αγάπη γι’ αυτά τα τραγούδια, έχω συναισθηματική σύνδεση μαζί τους από την εποχή που ήμουν μαθήτρια στο Ωδείο, 17 χρονών, πριν καν πάω στην Αμερική να σπουδάσω. Στο μάθημα της χορωδίας, ο δάσκαλος και καταπληκτικός μαέστρος Βαλέρι Ορέσκιν μας είχε παρουσιάσει τα 8 Δωδεκανησιακά τραγούδια του Γιάννη Κωνσταντινίδη κι εγώ παρότι ήμουν μικρή και άκουγα περισσότερο ξένη μουσική παρά ελληνική, ένιωσα να με συγκινούν. Από τότε είναι χαραγμένα μέσα μου.
Όταν τα άκουσα για πρώτη φορά, φαινομενικά κανένα στοιχείο της τότε ζωής μου δεν με συνέδεε με τα τραγούδια αυτά ώστε να δικαιολογείται η συγκίνησή μου, αλλά τώρα κοιτάζοντας προς τα πίσω ανακαλύπτω κρίκους σύνδεσης που με κάνουν να σκέφτομαι ότι δεν είναι τυχαίο αλλά από κάπου τροφοδοτήθηκε όλο αυτό.
Τώρα που τα σκέφτομαι και τα παρατηρώ, βλέπω ότι αυτά τα τραγούδια έχουν όλα όσα με συγκινούν στην παραδοσιακή μουσική τις μελωδίες, το ρυθμό, την ατμόσφαιρα, τη διάθεση. Σε πρώτη ματιά είναι απλά, αλλά βλέπεις ότι κουβαλούν μέσα τους ιστορίες. Οι στίχοι είναι λιτοί αλλά οι εικόνες που δημιουργούν με συγκινούν. Στο 8ο τραγούδι της σουίτας, το «Βοτσικάτα», η κοπέλα λέει «Αγαπώ αυτό τον βοσκό που έχει μυζήθρες να τρώω να παχαίνω». Αχ, δεν ξέρω αλλά με συγκινεί. Απλές ιστορίες αγάπης με άμεσο λόγο, που είναι γνώρισμα των παραδοσιακών τραγουδιών όπως «Θάλασσα, δέντρα και βουνά κλαίτε για μένα».
Ο συνθέτης Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Κώστα Γιαννίδη, που είχε γράψει το «Πόσο λυπάμαι» και το «Ξύπνα αγάπη μου». Με το ένα όνομά του έγραφε τα πιο ελαφρά, ας τα πούμε έτσι, τραγούδια και με το άλλο τα πιο λόγια. Κουβαλούσε και τους δύο κόσμους. Δημιουργεί σύγχρονες εναρμονίσεις και αναδιαμορφώνει την εικόνα των Δωδεκανησιακών παραδοσιακών τραγουδιών σε σχέση με το πως τα γνωρίζουμε από την πρωτότυπή τους μορφή. Πανέμορφες, συγκινητικές αρμονίες.
Ήταν μια μεγάλη πρόκληση το να δημιουργηθεί ένα πρότζεκτ υπό αυτές τις συνθήκες και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Οι πρόβες γίνονταν διαδικτυακά με τα κορίτσια της χορωδίας chóres, με την μαέστρο Ειρήνη Πατσέα που έκανε τη διδασκαλία και η κάθε μία έπρεπε να μελετήσει μόνη της. Αυτές είναι δυσκολίες, που όταν ένα σύνολο όπως οι chóres έχει μάθει να λειτουργεί μαζί, μας έφεραν αντιμέτωπες με την πρόκληση «να χτίσουμε μαζί αλλά και ο καθένας μόνος του».
Οι πρόβες έγιναν από απόσταση. Αλλά κι εγώ συνέλαβα την αρχική ιδέα χωρίς να έχω τη δυνατότητα πρόβας, έπρεπε δηλαδή στο επίπεδο σύλληψης της ιδέας να λειτουργήσω χωρίς να τη δω και χωρίς να μπορώ να διορθώσω· έπρεπε όλο να το φανταστώ και είχα την αμφιβολία «στέκει αυτό ή δεν στέκει;». Ακόμη και τα ρούχα, δεν μπορούσαμε να τα δοκιμάσουμε πρώτα. Υπήρχαν λοιπόν δυσκολίες και σε απλά, πρακτικά πράγματα. Οι ηχογραφήσεις στο στούντιο έγιναν σε πολύ μικρά γκρουπ και δεν ήταν όλο το σύνολο μαζί. Το φωνητικό σύνολο είναι σαν κοινωνικό σύνολο, όταν μάθει να λειτουργεί με όλους τους ανθρώπους παρόντες η απουσία κάποιων αλλάζει εντελώς το δυναμικό. Ο ήχος ήταν διαφορετικός από αυτόν που είχαμε συνηθίσει όταν βρισκόμασταν όλες μαζί. Αντίστοιχα, η κάθε μία βιντεοσκοπήθηκε μόνη της. Στη συνέχεια έπρεπε να πάρουμε όλο αυτό το υλικό και να το συνδέσουμε. Χωρίς τους συνεργάτες που το πίστεψαν δεν θα ήταν εφικτό αυτό το πρότζεκτ: η Μαρκέλλα Μανωλιάδη ανέλαβε την χορογραφία, χτίζοντας έναν κινησιολογικό κώδικα εμπνευσμένο από τους δωδεκανησιακούς χορούς και από στάσεις γυναικείων μορφών από τα αρχαϊκά και κυκλαδίτικα αγάλματα. Στην ουσία προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο μαγικό αλλά και δωρικό ταυτόχρονα, με γυναικείες αγαλμάτινες μορφές που όμως ταυτόχρονα να εμπεριέχει ένα «twist» με χρώματα, με λουλούδια, νερά και ουρανό. Προσπαθήσαμε δηλαδή να συνδέσουμε τον Άνθρωπο με το περιβάλλον των Δωδεκανήσων και την Άνοιξη.
Η ηρεμία και ο πιο αργός ρυθμός που είχαμε αναγκαστικά στο lockdown με έκαναν να ξανασκεφτώ κάποια πράγματα, να παρατηρήσω κάποια στοιχεία του εαυτού μου, να πάρω κάποιες αποφάσεις, να κάνω αλλαγές ή να κρατήσω όσα μου αρέσουν. Το καλό είναι ότι δόθηκε η δυνατότητα να αναθεωρήσει κάποιος, να θέσει τις βάσεις του και να ξαναπατήσει τα πόδια του. Και σε αυτό βοηθούσε ότι όλοι ήμασταν έτσι – γιατί πολλές φορές όταν τρέχει ο άλλος σου δημιουργείται η ανάγκη να τρέξεις κι εσύ. Σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι τρελές ταχύτητες αναπτύσσονται αμοιβαία. Νιώθω όμως ότι τα πρότζεκτ που έγιναν κατά τη διάρκεια της καραντίνας έγιναν στο πλαίσιο της προσπάθειας να κρατήσουμε επαφή μεταξύ μας αλλά και με αυτό που κάνουμε, να μείνουμε συνδεδεμένες, να αισθανόμαστε δημιουργικές. Όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη συνθήκη του να βρίσκονται οι άνθρωποι μαζί σε έναν χώρο. Έχουν ενδιαφέρον όμως και κοιτάζοντας προς το μέλλον νομίζω οτιδήποτε παράχθηκε αυτή την περίοδο θα έχει κοινωνιολογική και ιστορική αξία. Νομίζω ότι πρέπει κάποιος να το δει και να το ερμηνεύσει μέσα από αυτό το πλαίσιο.
Ανυπομονώ να ξαναζήσω όλα αυτά τα πράγματα που δεν μπορούμε να κάνουμε πια, τις πρόβες και τις συναυλίες. Θέλω να γυρίσουμε πίσω σε όλα όσα γίνονταν κρατώντας όμως παράλληλα την ψυχραιμία και τους λίγο πιο αργούς ρυθμούς που η περίοδος της καραντίνας μας θύμισε ότι έχουμε ανάγκη. Θέλω να βρεθώ με τις Chόres, με τις Fonés, να ξαναπάω στο στούντιο, να κάνουμε συναυλίες, να ταξιδέψουμε.
Ίσως μια ευχή θα ήταν να μπορούμε να είμαστε άνθρωποι της πόλης, με την δουλειά που τον καθένα τον εκφράζει αλλά ταυτόχρονα να είμαστε σε επαφή με τους άλλους ανθρώπους, με τη φύση, «με τα φύλλα της λεμονιάς» όπως λέει και το τραγούδι του Κωνσταντινίδη.