ΣΙΝΕΜΑ

H Μάργκο Ρόμπι ζει μια φεμινιστική αφύπνιση στην απολαυστική Barbie

Το τελευταίο Mission: Impossible βγήκε προ ημερών στους κινηματογράφους, όμως η πραγματική επικίνδυνη αποστολή του καλοκαιριού του 2023 δεν είναι άλλη από εκείνη της Γκρέτα Γκέργουιγκ, που βρίσκεται στο τιμόνι της Barbie. Η υποψήφια για Όσκαρ σκηνοθέτης και σεναριογράφος (σε συνεργασία με το σύντροφό της, Νόα Μπόμπακ) της πολυαναμενόμενης ταινίας αυτής της χρονιάς, καλείται να υπηρετήσει τις corporate προσταγές της εταιρείας Mattel (που κάνει την πρώτη της απόπειρα να χτίσει ένα μαρβελικό κινηματογραφικό σύμπαν με έμπνευση τα παιχνίδια της) χωρίς να θυσιάσει τις “χειροποίητες” και ανθρώπινες ευαισθησίες της μέχρι τώρα φιλμογραφίας της, που την έχουν αναγάγει σε indie βασίλισσα με φανατικό σινεφίλ κοινό. Είναι μια πρόκληση που σε λιγότερο ικανά χέρια μπορεί να είχε κούφιο ή νερόβραστο αποτέλεσμα, όμως στης Γκέργουιγκ, μιας πραγματίστριας που έχει να αντιμετωπίσει κραυγές περί ξεπουλήματος και ταυτόχρονα μιας δημιουργού που έχει κάτι ενδιαφέρον να πει ακόμα και μέσα στο περιοριστικό ροζ σύμπαν μιας διάσημης κούκλας, η Barbie γίνεται ιδανική καλοκαιρινή ψυχαγωγία, με καρδιά και μυαλό, ακόμα κι αν χάνει λίγο την ισορροπία της όσο πλησιάζει προς το φινάλε. 

Ξεκινώντας με μια παρωδία της περίφημης εναρκτήριας σεκάνς του 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος, η φωνή της αφηγήτριας (Έλεν Μίρεν) μάς κάνει την υποχρεωτική αναδρομή στην πορεία της Μπάρμπι πριν μας συστήσει τους βασικούς ήρωες και κανόνες της Barbieland, μιας ουτοπίας γυναικείας ενδυνάμωσης που θα μπορούσε να υπάρχει, όπως πολλοί θεατές θα παρατηρήσουν έντρομοι, μόνο στη φαντασία. Εκεί καμία δουλειά δεν είναι εκτός ορίων για τις Μπάρμπι: δουλεύουν στην οικοδομή ή στον καθαρισμό, είναι γιατροί και απαρτίζουν όλες τις έδρες του Ανώτατου Δικαστηρίου. Κάθε μέρα, η Στερεοτυπική Μπάρμπι (η Μάργκο Ρόμπι σε μια από τις ιδανικότερες επιφοιτήσεις κάστινγκ όλων των εποχών) ξυπνάει χαρούμενη στο υπέροχο σπίτι της, ετοιμάζει (αλλά δεν τρώει) το λαχταριστό πρωινό της, χαιρετάει τις γειτόνισσες Μπάρμπι και ετοιμάζεται να περάσει τη μέρα της στην παραλία με την παρέα της, μέχρι το μεγάλο πάρτυ που έχει διοργανώσει στο σπίτι της το βράδυ. Η Γκέργουιγκ, ο διευθυντής φωτογραφίας Ροδρίγο Πριέτο και οι σκηνογράφοι Σάρα Γκρίνγουντ και Κέιτι Σπένσερ έχουν κατασκευάσει έναν παστέλ παράδεισο του οποίου όμως η πλαστική υφή ξεπηδάει από την οθόνη, έναν παιχνιδόκοσμο που μπορεί να καταρρεύσει τόσο εύκολα όσο τα χάρτινα κύματα αν έρχονταν σε επαφή με αληθινό νερό. 

Επιπλέον, στην καθημερινότητα και στη σκέψη της Μπάρμπι, ο Κεν (Ράιαν Γκόσλινγκ στο φυσικό κωμικό του περιβάλλον) αποτελεί μια υποσημείωση, όπως και όλοι οι υπόλοιποι Κεν για τις κατοίκους της Barbieland, οι οποίοι υπάρχουν μόνο όταν αποφασίζουν οι Μπάρμπι να ασχοληθούν μαζί τους. Η ταινία υπονοεί –και στο δεύτερο μέρος της βροντοφωνάζει– πως η ζωή στην Barbieland είναι ανέμελα unproblematic επειδή οι Κεν είναι παραγκωνισμένοι. “Κάθε βράδυ είναι girls’ night,” ανακοινώνει η Μπάρμπι στον Κεν, αποφεύγοντας το αβέβαιο φλερτ του. Λίγο αργότερα, στο πάρτυ της, κατά τη διάρκεια μιας αστραφτερής χορευτικής φιγούρας, η Μπάρμπι ξεστομίζει την ερώτηση “σκέφτεστε ποτέ το θάνατο;” και η μουσική διακόπτεται, με τις υπόλοιπες Μπάρμπι να διακατέχονται από τρόμο. Συνέρχεται αμέσως, όμως το επόμενο πρωί τα συμπτώματα έχουν πολλαπλασιαστεί: κρύο ντους, μια καμμένη βάφλα, ένα ίχνος κυτταρίτιδας και, το πιο τραγικό όλων, επίπεδες πατούσες αναγκάζουν την Μπάρμπι να αναζητήσει την πηγή των ρωγμών στην τέλεια ύπαρξή της. Επισκέπτεται τη μοναχική, παραμορφωμένη Παράξενη Μπάρμπι (Κέιτ Μακίνον), η οποία την ενημερώνει ότι οι συμφορές της προέρχονται μάλλον από την κλονισμένη πραγματικότητα του κοριτσιού που παίζει μαζί της στον αληθινό κόσμο. Η Μπάρμπι αποφασίζει, λοιπόν, να ταξιδέψει ως την Καλιφόρνια, να εντοπίσει το κοριτσάκι και να επαναφέρει και πάλι τη ζωή (και την επιδερμίδα της) στην απόλυτη τελειότητα. Με λαθρεπιβάτη τον Κεν, προσγειώνονται στην Venice Beach με τα πατίνια τους και βιώνουν αμφότεροι το μεγαλύτερο υπαρξιακό ταρακούνημα που θα μπορούσε να υποστεί κανείς.

Από εκεί ξεκινά να συσσωρεύεται πολλή πλοκή και μια πληθώρα ιδεών που μερικές φορές η ταινία πασχίζει να αφομοιώσει με φυσικότητα. O Κεν αφυπνίζεται ανακαλύπτοντας τις χαρές της πατριαρχίας. Η Μπάρμπι έρχεται αντιμέτωπη με τον CEO της Mattel (Γουίλ Φέρελ, του οποίου μια θυμωμένη κραυγή μπορεί ακόμα να προκαλέσει δυνατό γέλιο), που θέλει να την ξανακλείσει στο κουτί της ενώ καυχιέται ότι υπηρετεί τα κοριτσάκια ως “πατέρας μιας μάνας και ανιψιός μιας γυναίκας θείας”. Η ταινία συνειδητοποιεί τους περιορισμούς της κριτικής του πράγματος που καλείται να διαφημίσει (ειδικά από την οπτική του ίδιου του αντικειμένου) και, δεδομένων των συνθηκών, είναι όσο λιγότερο αδέξια γίνεται σε αυτό, αν και στον κυνισμό μας ως σύγχρονων θεατών σίγουρα κάτι θα “κλωτσήσει”. Η επιλογή της Γκέργουιγκ να μετατρέψει αυτό το αθάνατο καπιταλιστικό προϊόν σε φεμινιστικό σύμβολο με ψυχή και υπαρξιακές αγωνίες (που η Ρόμπι πουλάει με απίστευτη προσήλωση σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της) φανερώνει πόσο overachiever είναι ακόμα κι όταν οι επιταγές της υπογράφονται από ψυχρές αντικαλλιτεχνικές εταιρείες: φέρθηκε στην Barbie σαν την πτυχιακή της. Αναζητά γιατί προσδίδουμε νόημα σε πράγματα, πώς η ζωή μας καθορίζεται από τις αγορές μας, γιατί οι γυναίκες χρειάζονται τόσους πολλούς ρόλους.

Πέρα, όμως, από τις ιδέες που ξεμυτίζουν από τη συσκευασία τους πασχίζοντας να βγουν, η Barbie σαν επίδοξο μπλοκμπάστερ πιάνει πολλούς στα δίχτυα της. Αρκετή ανοησία για τους διστακτικούς συνοδούς που θέλουν απλώς να μασουλήσουν ποπ κορν χωρίς να το πολυσκεφτούν, meta και αναφορικό χιούμορ που δεν γίνεται ενοχλητικό, κινηματογραφικές αναφορές από το Toy Story και το Grease μέχρι το Playtime και το προτελευταίο Χάρι Πότερ, άψογο κωμικό στήσιμο, πολιτική που θα ικανοποιήσει τη μέση (λευκή) TikToker, ένα ξεκαρδιστικό σόλο τραγούδι από τον Γκόσλινγκ και έναν απογειωτικό λόγο από την Αμέρικα Φερέρα που σίγουρα θα εμπνεύσει πτυχιακές άλλων. Η Μπάρμπι (και η Barbie) μπορεί να ισχυρίζεται ότι μπορεί να τα κάνει όλα, κι εμείς μπορεί να ξέρουμε ότι αυτό δεν είναι ρεαλιστικό, όμως κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι δεν προσπάθησε.

Η ταινία Barbie κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.
Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου
Tags: Barbie