Όλο το Μάρτιο, το αδρεναλινικό υπερθέαμα που κρύβει μέσα της η αυθεντική τριλογία του Mad Max, μαζί με την εκρηκτική επιστροφή του Αυστραλού αντιήρωα με τα δερμάτινα στο Mad Max: Fury Road, αφήνει σημάδια από γκάζια στις οθόνες των καναλιών NovaCinema.
Το αφιέρωμα που θα κορυφωθεί την 25η Μαρτίου, με τον μαραθώνιο όλων των ταινιών της σειράς, κι αυτή είναι μια ιδανική αφορμή για να σκάψουμε τις ερήμους της Αυστραλίας, και να αποκαλύψουμε μερικές απ’ τις πιο άγνωστες πτυχές ενός απ’ τα μεγαλύτερα franchise στην ιστορία της Ωκεανίας. Να σημειώσουμε ότι θα μπορεί κανείς να τις δει live και στο tablet, laptop ή smartphone μέσω του Nova GO χωρίς καμία πρόσθετη χρέωση. Ακόμη, θα διατίθενται και On Demand, μέσω του Nova GO, για να τις βλέπει κανείς όποτε επιθυμεί στο tablet, laptop ή smartphone, επίσης χωρίς καμία επιπλέον χρέωση
H Έμπνευση κι Φορητή Μονάδα Επειγόντων
«Οι ΗΠΑ έχουν στην κουλτούρα τους συνυφασμένα τα όπλα, εμείς έχουμε τα αμάξια» έλεγε σε μια συνέντευξη στις αρχές της σκηνοθετικής του καριέρας ο George Miller, ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός σκηνοθέτης (Μιλιώτης ήταν το επώνυμο του πατέρα του, το οποίο αγγλοποίησε σε Miller όταν μετανάστευσε στην Αυστραλία απ’ τα Κύθηρα), κι αυτή η εμμονή των Αυστραλών με τα αμάξια, ήταν η βασική πηγή της έμπνευσής του για το Mad Max. Η βασική, αλλά όχι η μόνη: όπως τα όπλα στην Αμερική, έτσι και τα αμάξια στην Αυστραλία πάνε χέρι-χέρι με τη βία, κι οι τραγικές συνέπειες της άμυαλης προσέγγισης της παράτολμης οδήγησης ως μέσο επιβεβαιώσης μαγκιάς και ανδρισμού, είχαν χαράξει τον ψυχισμό του Miller από πολύ μικρή ηλικία: τρεις φίλοι του έχασαν τη ζωή τους σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα όταν ήταν ακόμη στην εφηβεία, περιστατικά που ήταν κομμάτι της καθημερινότητας στην επαρχιακή πόλη του Queensland όπου μεγάλωσε ο Miller.
Αυτή του η επαφή με την άγρια, θανατηφόρα πλευρά της οδήγησης θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι της ταυτότητάς του, όταν ο Miller θα εργαζόταν ως γιατρός επειγόντων περιστατικών. Οι εικόνες φρίκης και οδύνης που ξεδιπλώνονταν μπροστά του, λόγω αυτής της συνεχούς του επαφής με τις συνέπειες της κόντρας του ανθρώπου με τις λαμαρίνες, ήταν και η ώθηση που χρειαζόταν το φρικαρισμένο του μυαλό για να αρχίζει να ζωγραφίζει τις δυστοπικές εικόνες μιας μετα-Αποκαλυπτικής κοινωνίας άμεσα συνδεδεμένης με την βίαιη κουλτούρα των αυτοκινήτων, της ταχύτητας και της φονικής αδρεναλίνης. Όταν όλα αυτά μπήκαν στο ίδιο καζάνι με το πάθος που είχε αναπτύξει ο Miller για τη βαθιά διεισδυτικότητα της πένας του Βρετανού συγγραφέα Anthony Burgess και την ιδιαιτερότητα της γλώσσας του στο μνημειώδες Κουρδιστό Πορτοκάλι, μαζί με την συνάντηση του Miller με τον Ιρλανδό δημοσιογράφο James McCausland τυχαία σ’ ένα πάρτι, αυτό που βγήκε ήταν ένα απ’ τα πιο εμβληματικά σενάρια που είχαν γραφτεί ποτέ.
Το ιατρικό υπόβαθρο του Miller μπήκε στην πλήρη υπηρεσία αυτού που θα γινόταν η πρώτη του ταινία, όταν παρέα με τον παραγωγό του, Byron Kennedy, καβάλησαν μια φορητή μονάδα άμεσης ιατρικής περίθαλψης, και πέρασαν τρεις μήνες γυρίζοντας τις αχανείς εκτάσεις της Αυστραλιανής suburbia, μαζεύοντας από τις αμοιβές τους το κεφάλαιο για να στήσουν την ταινία, και από όσους συναντούσαν τις ανεκδοτολογικές ιστορίες για να την γεμίσουν με απίθανα, μα απόλυτα ρεαλιστικά περιστατικά.
Ο Θρύλος και το Φρικιό Mel Gibson
Το ότι ο Mel Gibson ταυτίστηκε με τον ρόλο του δερματοδεμένου Mad Max είναι ένα γεγονός πέραν αμφισβήτησης, αυτό όμως που έχει αμφισβητηθεί είναι το πώς ακριβώς κατέληξε ένας νεαρός, άσημος ηθοποιός την εποχή εκείνη, να εξασφαλίζει τον κεντρικό ρόλο μιας τόσο φιλόδοξης παραγωγής: ο θρύλος λέει πως ο Gibson βρέθηκε στις οντισιόν της ταινίας όταν πήγε ως εκεί με το αυτοκίνητο τον Steven Bisley, συγκάτοικό του και συμφοιτητή στη δραματική σχολή. Η στραπατσαρισμένη, μελανιασμένη φάτσα του Gibson, ο οποίος το προηγούμενο μόλις βράδυ είχε μπλέξει σε καυγά σε ένα μπαρ, ιντρίγκαρε αρκετά τους υπεύθυνους του casting ώστε να τον τραβήξουν μερικές πολαρόιντ και να του ζητήσουν να ξαναπάει όταν συνέρθει, γιατί έψαχναν φρικιά σαν και του λόγου να παίξουν περιφερειακούς ρόλους ως κομπάρσοι.
Έτσι κι έκανε λοιπόν, όταν όμως εμφανίστηκε μερικές εβδομάδες αργότερα, με την γοητευτική πρωταγωνιστική μουσούδα του πλήρως αναρρωμένη, οι υπεύθυνοι του casting όχι απλώς δεν τον περάσαν για φρικιό, αλλά χρειάστηκε να τους δείξει την πολαρόιντ με τις μελανιές για να τον αναγνωρίσουν. Η χαρισματική του περσόνα ήταν αρκετή για να τουμπάρει τους υπεύθυνους, ώστε να τον υπολογίσουν ακόμα και για τον κεντρικό ρόλο της ταινίας. Όταν ο Gibson άρχισε τα αστειάκια για να τους πείσει ότι μπορεί ακόμα και να οδηγήσει, δεν χρειάστηκε πολύ ώστε ο Miller να δει στη φάτσα του το πρόσωπο του πρωταγωνιστή του.
Η ξενέρωτη βέβαια εκδοχή θέλει όλα τα παραπάνω να είναι παραμύθια που σκαρφίστηκε ο Gibson, για να θολώσει το γεγονός πως η όμορφή του φάτσα ήταν ο μόνος αποφασιστικός παράγοντας στην επιλογή, την οποία έκανε ο Miller όταν είχε πάει να δει μια θεατρική παράσταση με πρωταγωνιστές τους Gibson και Bisley. Οι χημεία των δυο τους στη σκηνή, τους εξασφάλισε τους ρόλους πρωταγωνιστή και συμπρωταγωνιστή.
Το Sequel κι ο Χριστός στα Δέρματα
Η απροσδόκητη παγκόσμια και καθολική αποδοχή της πρώτης ταινίας (που μάζεψε πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια στα παγκόσμια ταμεία, έχοντας γυριστεί με λιγότερα από 350 χιλιάρικα), αποτέλεσε και το βασικό πυρήνα της έμπνευσης για το (αναπόφευκτο, φυσικά, sequel): συνειδητοποιώντας πως η αρχική του ιδέα για μια ταινία για την αυτοκινητιστική βία, τον είχε οδηγήσει στο να γεννήσει ένα ολοκαίνουριο, εντελώς διαφορετικό είδος κινηματογραφικού (αντι)ήρωα, ο George Miller οδηγήθηκε στον Joseph Campbell, τον συγγραφέα του βιβλίου Ο Ήρωας με τα Χίλια Πρόσωπα –μια διατριβή στις πτυχές της κλασικής ηρωικής φιγούρας πέρα από πολιτισμούς, μυθολογίες και εποχές. Με αφετηρίες λοιπόν περισσότερο φιλοσοφικές, ο Miller κι ο Campbell ένωσαν τις οπτικές τους για να επεκτείνουν αυτήν ακριβώς την ιδιότητα της ταινίας και δουν αν μπορούσαν να δημιουργήσουν «έναν αληθινό ήρωα», όπως θα έλεγε ο Campbell αργότερα.
Με αντίστοιχη νοοτροπία (και μεταλύτερη επιταγή στην τσέπη, βέβαια), επέστρεψε στο ρόλο κι ο Mel Gibson, ο οποίος αργότερα θα περιέγραφε το ρόλο του ως «Ιησού με μαύρα δερμάτινα ρούχα». Μια προσέγγιση πολύ ενδιαφέρουσα, από έναν ηθοποιό που χρόνια αργότερα θα έριχνε την καριέρα του ολόκληρη σε βαθιά νερά, εντρυφώντας στον πολιτισμικό αντίκτυπο του καθολικισμού και τα υφολογικά και ηθολογικά μοτίβα της χριστιανοσύνης.
Τα Κοστούμια και το Βαρομετρικό Κωλαράκι
Δεδομένου του σφιχτού budget της ταινίας (μόλις $350 χιλιάδες για ένα project πλήρες φιλοδοξιών και απαιτήσεων), οι μόνοι ηθοποιοί που είχαν την τύχη να φορέσουν αληθινά δερμάτινα κοστούμια στην πρώτη ταινία της σειράς, ήταν ο Mel Gibson, κι ο συμπρωταγωνιστής του Steven Bisley, στο ρόλο του Goose –όλοι οι υπόλοιποι ήταν αναγκασμένοι να φορούν κοστούμια από βινύλιο, και δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβουμε πόσο άβολο μπορεί να ήταν αυτό, κάτω από συνθήκες ήλιου, ζέστης και τρεχαλητού.
Με τον προϋπολογισμό αυξάνεται σε περίπου δεκαπλάσιο ποσό όταν έφτασε η ώρα για τα sequels, αυτού του είδους τα προβλήματα λύθηκαν βέβαια, όμως προέκυψαν άλλα, απ’ την ακριβώς αντίθετη πλευρά του θερμομέτρου: εμπνευσμένη απ’ τις βιτρίνες μιας μπουτίκ με είδη σαδομαζό που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι της στο Sydney, η σχεδιάστρια Norma Moriceau βάσισε το ιδιαίτερο λουκ της ταινίας στη λογική του less is more. Συναρμολογώντας τα κοστούμια της με αμέτρητες βόλτες σε στοκατζίδικα μεταχειρισμένων και δερματάδικα πολύ εξειδικευμένων γούστων, η Moriceau οραματίστηκε και σχεδίασε ένα δερματόδετο σύμπαν γεμάτο γυμνά κωλαράκια, με προεξέχον αυτό του Vernon Wells, που υποδυόταν τον Wez, τον κεντρικό αντίπαλο του Mad Max. Ο Mel Gibson κατέληξε να αποκαλεί τον Wells «βαρομετρικό κωλαράκι», γιατί κόντρα στις προβλέψεις των μετεωρολόγων για ζεστές μέρες, ο καιρός κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ήταν ασυνήθιστα συννεφιασμένος, κρύος και βροχερός. Οπότε, κάθε που ο πισινός του Wells άρχιζε να μπλαβίζει, τότε ήταν ώρα να διακοπεί το γύρισμα για να ζεσταθούν οι ηθοποιοί: «το μόνο που έβλεπες στα γυρίσματα ήταν ατέλειωτες σειρές από στρατιωτικά τζάκετ», θυμάται από εκείνα τα διαλείμματα ο Brian Hannant, μέλος του team της παραγωγής.
Τα Ατυχήματα
Παρά το περιορισμένο budget τους, ακόμη και στην πρώτη ταινία το νούμερο ένα ζητούμενο για τον Miller και την παρέα του ήταν η αληθοφάνεια. Οι περισσότερες απ’ τις σκηνές δράσεις γυρίστηκαν σε αληθινές ταχύτητες, όταν το ταχύμετρο στη μηχανή του Goose γράφει 180 χλμ την ώρα, ο δ/ντης φωτογραφίας David Eggby είναι καβάλα στη μηχανή, κρεμασμένος πάνω απ’ το κεφάλι του Steven Bisley με την κάμερα στον ώμο για να τραβήξει την εικόνα, κι όσο η αληθοφάνεια σε τέτοιες περιπτώσεις μεγαλώνει, τόσο πολλαπλασιάζονται κι οι πιθανότητες ατυχημάτων.
Παρ’ όλα αυτά τα πιο άσχημα ατυχήματα έγιναν εκτός γυρισμάτων: ο επί κεφαλής κασκαντέρ Grant Page, για παράδειγμα, και η ηθοποιός Rosie Bailey, που θα έπαιζε αρχικά τη γυναίκα του Mad Max, τρέχοντας με τη μηχανή για να προλάβουν ένα πρωινό γύρισμα, έχασαν τον έλεγχο όταν μπήκε μπροστά τους μια νταλίκα, με αποτέλεσμα να σπάσουν και οι δυο τα πόδια τους. Η Bailey αντικαταστάθηκε απ’ την Joanne Samuel που πήρε τελικά το ρόλο, και ο Page έμεινε εκτός δράσης για αρκετές μέρες.
Στo Mad Max 2: The Road Warrior, ένα από τα ατυχήματα έχει γίνει κομμάτι της ίδιας της ταινίας: ένας μηχανόβιος πέφτει κατά μέτωπο σ’ ένα σταματημένο αμάξι, και πετάγεται από τη μηχανή κάνοντας τούμπες στον αέρα. Όλα ήταν κομμάτι του σχεδίου εκτός από τις τούμπες, οι οποίες προκλήθηκαν όταν ο κασκαντέρ χτύπησε με το πόδι του στο αμάξι όταν πηδώντας απ’ τη μηχανή. Το αποτέλεσμα ήταν να σπάσει το ήδη σπασμένο πόδι του, λυγίζοντας κατά είκοσι μοίρες την μεταλλική περόνη που του είχε εμφυτευθεί από προηγούμενο ατύχημα.
Την επόμενη μέρα, ο Max Aspin (ο πιο ριψοκίνδυνος απ’ τους κασκαντέρ της σειράς, που κέρδισε με τα σπασμένα κόκαλά του το προσωνύμιο του «αληθινού Mad Max»), έπρεπε να ρίξει με 80 χλμ/ώρα το αμάξι του σ’ ένα βουνό από διαλυμένα οχήματα, αναγκάζοντάς το να κάνει τούμπες και να προσγειωθεί σ’ ένα χαντάκι. Το πρώτο γύρισμα πήγε μια χαρά, όμως, ανικανοποίητος απ’ το τελικό αποτέλεσμα, ο Aspin αποφάσισε να επαναλάβει την παράτολμη πράξη, καταλήγοντας με σπασμένο πέλμα κι έναν ραγισμένο σπόνδυλο. Σε μια επίδειξη κοσμικής ειρωνείας, η γυναίκα του, επίσης κασκαντέρ, έσπασε τον ίδιο σπόνδυλο την ίδια μέρα, δουλεύοντας στα επικίνδυνα γυρίσματα μιας άλλης παραγωγής, λίγες πόλεις παραπέρα.
Το πιο αλλόκοτο απ’ τα ατυχήματα βέβαια, συνέβη στον Kim Noyce, έτερο κασκαντέρ της παραγωγής, ο οποίος αποφάσισε τη μέρα του ρεπό του, να πάει μια βόλτα με τη μηχανή του ως τα γυρίσματα. Στην πορεία συνάντησε ένα κομβόι με καμήλες να διασχίζουν την ερημιά, κι αποφάσισε να πάει πλάι στον πρώτο καβαλάρη να του πει ένα γεια. Ενοχλημένη όμως απ’ το θόρυβο και τα μαρσαρίσματα, μια απ’ τις καμήλες τον κλότσησε τόσο δυνατά, που ο Noyce πετάχτηκε τρία μέτρα στον αέρα κι έσπασε τον αστράγαλό του στην προσγείωση.
Από το δεύτερο sequel και μετά, ο σχεδιασμός των κασκαντερικών έγινε τόσο προσεκτικός, που παρ’ ότι η φετινή επανεκκίνηση του franchise με το Mad Max: Fury Road έχει μερικά απ’ τα πιο ριψοκίνδυνα γυρίσματα στην ιστορία του σινεμά (στα κασκαντερικά του οποίου συμμετείχαν ακόμη και Ολυμπιακοί αθλητές και μέλη του Cirque de Solleil), το μόνο σοβαρό ατύχημα που σημειώθηκε, ήταν όταν η Charlize Theron τράβηξε κατά λάθος μια αγκωνιά στον Tom Hardy κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, με αποτέλεσμα να του σπάσει τη μύτη.
Που, εντάξει, δεδομένου ότι ο Βρετανός ηθοποιός γύρισε ο ίδιος τη σκηνή όπου κρέμεται με το κεφάλι του μερικά εκατοστά μονάχα απ’ τις γιγαντιαίες ρόδες ενός θεόρατου φορτηγού που τρέχει με κάτι δεκάδες χιλιόμετρα στην έρημο, μια σπασμένη μύτη από αγκωνιά είναι μάλλον το λιγότερο που θα μπορούσε να του συμβεί…