Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ Η Μαγική Ομπρέλα *****

ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Τζον Λι Χάνκοκ

Πρωταγωνιστούν: Έμμα Τόμσον, Τομ Χανκς, Κόλιν Φάρελ

Διάρκεια: 125’

Δύο ανθρώπους από την παιδική μου ηλικία δε θα ήθελα να τους απομυθοποιήσω στον αιώνα τον άπαντα. Τον Γουόλτ Ντίσνεϋ και τον Τζιμ Χένσον. Για τον δεύτερο θα μιλήσουμε όταν με το καλό έρθει η ώρα για την επόμενη ταινία των Μάπετς. Για τον πρώτο θα αρκεστώ να πω ότι όλη μου η παιδική ηλικία είναι συνυφασμένη με το έργο και την εταιρεία του. Θυμάμαι  ακόμα εκείνο το ζεστό συναίσθημα που ένιωθα όταν στο τέλος μιας βιντεοκασέτας με διάφορα μικρού μήκους ταινιάκια του Μίκυ και του Ντόναλντ υπήρχε ένα ολιγόλεπτο ντοκιμαντέρ που αναφερόταν στον χαμογελαστό κύριο και την Ντίσνεϋλαντ. Δε θα ‘θελα να τον αμαυρώσω γιατί τα «χρόνια της αθωότητας» είναι αυτά που με κάνουν να αισθάνομαι συγκινήσεις ακόμα, σαν κάτι παλιοροκάδες που δεν είδαν ποτέ την ταινία του Όλιβερ Στόουν για τους Doors: δεν ήθελαν να αποκαθηλώσουν τον Τζιμ Μόρισον.

Η ταινία του Τζον Λι Χάνκοκ αποτελεί, πέρα από μια στρογγυλεμένη βιογραφία της Πάμελα Τράβερς, συγγραφέως της Μαίρη Πόπινς, μια καταγραφή της ύστατης προσπάθειας του θείου Γουόλτ να την προσεγγίσει ώστε να τον αφήσει να γυρίσει σε ταινία το βιβλίο της. Πλήρως αρνητική στην αρχή, με τον καιρό και με τις αναμνήσεις από τη δύσκολη παιδική της ηλικία να ξυπνάνε η μια μετά την άλλη, η Τράβερς αρχίζει και ενδίδει. Πως, όμως θα καταλήξουμε στην υπογραφή ενός πολυπόθητου συμβολαίου;

Η Ντίσνεϋ με τη συγκεκριμένη ταινία προσπαθεί να φτιάξει ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά που ψάχνουν τη μαγεία ακόμα και στα πραγματικά περιστατικά. Με αθωότητα και απλοϊκή δομή, χωρίς ίχνος σκηνοθετικού νεωτερισμού, Η Μαγική Ομπρέλα αφηγείται μια ιστορία συγκινητική μεν, πολωμένη δε. Προσπαθεί να δώσει βάθος στους χαρακτήρες της μέσα από βεβιασμένες πράξεις και εξομολογητικά flashback. Χρησιμοποιεί ένα συνονθύλευμα κλισέ και πολλών χτυπημάτων κάτω από τη ζώνη προκειμένου να πετύχει το σκοπό της. Παρουσιάζει τους χαρακτήρες της ταινίας με κάπως μονοδιάστατο τρόπο για να κάνει μια επίκληση στο παιδί που κρύβεται μέσα μας. Οι κυνικότεροι των θεατών ήδη θα έχουν αναγουλιάσει από τα νεύρα τους με την μέχρι τώρα εισαγωγή στην ταινία.

Αν μπορείτε να δείτε την αφέλειά της ως κάτι θετικό, θα απολαύσετε μια ταινία όχι κλασσική, μα με τη στόφα του κλασσικού. 

Αλλά (και δεν μπορώ να τονίσω τη βαρύτητα του συγκεκριμένου «αλλά») τα καταφέρνει. Όλα. Ολόκληρη η ταινία έχει μια ζεστή, παλαιακή χωρίς να γίνεται δήθεν, ατμόσφαιρα, με πανέμορφα πλάνα, ζεστούς διαλόγους, άπειρους φόρους τιμής στο μεγαλείο της αυτοκρατορίας που ο Ντίσνεϋ έχτισε και μια ζεστασιά που σπάνια συναντά κανείς σε μια τέτοια ταινία. Η Ντίσνεϋλαντ της δεκαετίας του ’60 κουβαλά μέσα της τη νοσταλγία άλλων, απλότερων χρόνων που ο καθένας φυλά σαν φυλαχτό μέσα του και δεν το ανταλλάζει με τίποτα. Και κάτι τόσο απλό όσο ένα αχλάδι καταλήγει να κουβαλά βαριά μυστικά πίσω του, υπενθυμίζοντας στους πάντες ότι όλοι ανεξαιρέτως υπήρξαμε παιδιά και πορευόμαστε υποσυνείδητα με βάση αυτό. Έστω και αν το κάνει με έναν χιλιοδοκιμασμένο και απόλυτα προβλέψιμο τρόπο.

Πέραν της ερμηνείας της Έμα Τόμσον, ως συντηρητικής Αγγλίδας που κρύβει μια πιο εύθραυστη οντότητα και του Κόλιν Φάρελ ως ονειροπόλου, τρυφερού μέθυσου πατέρα, θα ήθελα να σταθώ σε δύο ερμηνείες: ο Πολ Τζιαμάτι ως σοφέρ έχει την υπόσταση ενός χρήσιμου και γλυκού δεύτερου χαρακτήρα με όλα τα καθιερωμένα «χαζούλικα» και χαμογελαστά πρότυπα, χωρίς να το παρακάνει και ζεσταίνοντας τις καρδιές μας με τον σχεδόν αφελή οπτιμισμό του. Και  κυρίως στην ερμηνεία του Τομ Χανκς ως Γουόλτ Ντίσνεϋ. Ναι, σίγουρα, δεν μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος τόσο τρυφερός, παιχνιδιάρης, ευαίσθητος και πάει λέγοντας, χωρίς να έκρυβε και μια επιχειρηματική σκληρότητα και στην ταινία μετατρέπεται σε έναν άγιο άνθρωπο που τα πάντα ξεκινάνε με βάση όχι το κέρδος, αλλά με μια υπόσχεση στις κόρες του.

Εδώ  έρχομαι να πω τα παρακάτω: πρώτον, είναι πρακτικά αδύνατο σε μια ταινία μιας εταιρείας να δειχθεί ο ιθύνων νους της ως μια σκορτσεζική φιγούρα με τα πάνω και τα κάτω της, οπότε άτοπη η σκέψη ήδη από την αρχή, ειδικά από τη στιγμή που μιλάμε για την εταιρεία ονείρων που είναι η Ντίσνεϋ. Δεύτερον, παρά το μονόπλευρο του χαρακτήρα, είναι τέτοια η ερμηνεία του τεράστιου Τομ Χανκς, μια από τις τρυφερότερες που έχουν υπάρξει, που συγχωρείται ο οποιοσδήποτε μανιχαϊσμός. Χίλιες φορές να χρωματίζεται τόσο μεστά μια λατρευτική εικόνα, παρά να απορρίπτεται ως ονειροπαρμένη. Για μένα ξεπερνά και την άρτια ερμηνεία του ως Κάπταιν Φίλιπς.

Αν μπορείτε να δείτε την αφέλεια της ταινίας ως κάτι θετικό και όχι να αρχίσετε να εκσφενδονίζετε κατάρες, θα απολαύσετε μια ταινία όχι κλασσική, μα με τη στόφα του κλασσικού. Σαν ένα bluray μιας βιντεοκασέτας που είχατε αγαπήσει σαν παιδιά: του λείπει ο όγκος και το συναισθηματικό δέσιμο της πρώτης που παραμένει ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, μα όσο καλογυαλισμένο και να είναι, καταφέρνει να θυμίζει και να συγκινεί. Και όλα είναι όμορφα, όχι όπως τότε, μα με τον δικό τους νοσταλγικό τρόπο.

Ένας Ακόμα ***1/2**

ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Ντένης Ηλιάδης

Πρωταγωνιστούν: Ρις Γουέικφιλντ, Άσλι Χίνσο, Νάταλι Χολ

Διάρκεια: 95’

Με τον Ντένη Ηλιάδη τα είπαμε τετ α τετ για την τελευταία του ταινία, το Ένας Ακόμα. Στη διάρκεια της κουβέντας μας ένιωθα τις υποψίες μου να επιβεβαιώνονται σχετικά με τα όσα είχα δει επί της οθόνης. Η ταινία του κάθε άλλο παρά τυχαία συρραφή εικόνων ήταν, είχε άποψη, είχε στυλ και, πάνω απ’ όλα, ήταν προμελετημένη, με κάθε λεπτό της να εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς. 

Ένα εφηβικό πάρτυ με επίπεδο υπερβολής στα όρια του μη πιστευτού. Τρεις έφηβοι φίλοι που έχουν διαφορετικές προσμονές από τη συγκεκριμένη βραδιά, ο Ντέιβιντ να αποκαταστήσει τη γκρεμισμένη σχέση του, ο Τέντι να ικανοποιήσει το τσιτσί του και η Άλισον να μείνει με τον εαυτό της μέχρι να έρθει η στιγμή να φύγει. Ορμόνες και αβεβαιότητα, η πάλη με τον εαυτό. Κατά μυστήριο τρόπο, μια υπερφυσική δύναμη θα δημιουργήσει μια χωροχρονική ανωμαλία, κάνοντας το εγγύς παρελθόν να συμπτυχθεί με το παρόν, ανοίγοντας έτσι πόρτες για να εξετάσουν οι πρωταγωνιστές τη ζωή τους και να κάνουν επιλογές εκ νέου, αντιμετωπίζοντας μετωπικά τον ίδιο τον παρελθόντα εαυτό τους. Όμως, έχοντας διαφορετικές αντιλήψεις των πραγμάτων, θα ακολουθήσουν άλλες τακτικές στην προσέγγιση των ευκαιριών τους, ενώ οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι στο πάρτυ δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει και πόσο επικίνδυνο μπορεί αυτό να αποβεί.

Τα ερωτήματα που θέτει δεν τα απαντά σκοπίμως· το κοινό πρέπει να προβληματιστεί και να επιλέξει τη δική του ταύτιση. 

Με κέφι και διαυγές μάτι στη σκηνοθεσία, γνώση στη δομή του πλάνου, ειρωνικά γέλια μαύρων αποχρώσεων στα κλισέ και υπαρξιακές ανησυχίες επιστρέφει στο παρόν ο Ηλιάδης. Δημιουργεί ένα απαστράπτον σύνολο ανεγκέφαλης, ανεπεξέργαστης εφηβικής ορμόνης, επαυξημένης με αλκοόλ που θα έπρεπε να ζηλέψει και ο πρόσφατος Χάρμονι Κορίν (το Spring Breakers σαν να μη μας τα είπε και πολύ καλά). Χρησιμοποιεί μια δομή εμπορικού κινηματογράφου όχι ως κράχτη μα ως παραβολή στο συναίσθημα της πάλης με τον εαυτό που η ταινία του διαπραγματεύεται. Αποφεύγει το ακαδημαϊλίκι, προτάσσοντας τη βιντεοκλιπάδικη trash αισθητική του ξανάμματος ως μια κουλτούρα, η οποία έχει πολλά να πει μα δεν έχει μελετηθεί αρκετά προκειμένου να τα εκφράσει. Συνδυάζει τη Ζώνη του Λυκόφωτος και τις εφηβικές ανησυχίες των ηρώων του Τζον Χιουζ με τον κινηματογράφο των ‘10s προσφέροντας, στο κάτω-κάτω, μια αίσθηση μακάβριας φρεσκάδας.

Τα ερωτήματα που θέτει δεν τα απαντά σκοπίμως· το κοινό πρέπει να προβληματιστεί και να επιλέξει τη δική του ταύτιση. Η πόλωση δεν αποτελεί ίδιον της προβληματικής του, όλοι είναι εξίσου μπερδεμένοι και εν μέρει δικαιολογημένοι στα στραβοπατήματα και τις αδυναμίες τους. Σκληρό το να μην έχεις μπει ακόμα στη φάμπρικα του κοινότυπου κυνισμού και να προσπαθείς να διεκδικήσεις τα όσα θέλεις και να φοβάσαι, οπότε η συμπάθεια από πλευράς σκηνοθέτη είναι αυτονόητη. Το αινιγματικό και απότομο τέλος το ξεκαθαρίζει αυτό, ακόμα και αν κερδίσεις στη μάχη εξακολουθεί να υπάρχει και ο υπόλοιπος πόλεμος, η επόμενη μέρα. Και ορθώς πράττει και παίρνει αυτήν την τροπή χωρίς μια ξεκάθαρη θέση, δρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σαν τεστ ρόρσαχ ως προς το ποια μορφή της πολύπλευρης εξέτασης του εν λόγω ζητήματος είναι και η ορθότερη. Η απάντηση είναι διαφορετική για τον καθέναν και η στηλίτευση δεν είναι στο μενού.

Η σωστή ισορροπία ανάμεσα στον mainstream κινηματογράφο και τα βαθύτερα νοήματα. Βέβαια, όσον αφορά στο Ένας Ακόμα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια καθαρά ανέμελη ταινία όπως το mainstream τείνει να εννοηθεί (δεν το αντιλαμβάνεται έτσι), ούτε όμως και για ένα βαρύ υπαρξιστικό πέπλο (δεν ήθελε να το φορέσει) μα, ακόμα και όταν κολυμπά στα πελάγη των υπαρξιακών ερωτημάτων του, παραμένει 100% διασκεδαστικό και ερεθιστικό για το σώμα και τον εγκέφαλο. Περιττό να πούμε ότι όλα τα πάρτυ μετά θα φαίνονται αρκούντως φλώρικα και ξενέρωτα αν όντως κάποια στιγμή έστω και το ένα δέκατο απ’ όσα βλέπουμε έχει πράγματι γίνει.

Στην επόμενη σελίδα: η κατρακύλα του Ντε Νίρο συνεχίζεται

Page: 1 2

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας