Η Γλυκερία Μπασδέκη περπάτησε σε τεντωμένο σχοινί στο Αμάραντα, την πιο πρόσφατη δουλειά των bijoux de kant: το κείμενό της ανέβηκε παράλληλα με ένα μονόπρακτο του Παύλου Μάτεσι, Το Φτερό – και στάθηκε δίπλα του επάξια, ο γάμος αποδείχτηκε εξαιρετικά ταιριαστός. Η Αντώνα της ανήκε στον ίδιο κόσμο με τους ήρωες του Μάτεσι, πράγμα διόλου αυτονόητο.
Εμφανίστηκε στο ελληνικό θέατρο ως κεραυνός εν αιθρία πριν από τέσσερα περίπου χρόνια με το ΣΤΕΛΛΑ travel η γη της απαγγελίας που έγραψε και πάλι για τους bijoux de kant του Γιάννη Σκουρλέτη. κι η συνεργασία τους συνεχίστηκε με το Ραμόνα travel: η γη της καλοσύνης, για να κορυφωθεί με το αξέχαστο Αχ!
Αυτή η συνέντευξη εξελίχτηκε σε κυνηγητό επί μήνες: η προσπάθειά μας να βρεθούμε από κοντά, με τη Γλυκερία να κατοικεί μόνιμα στην Ξάνθη και να επισκέπτεται σπανίως την Αθήνα, όπου πεισματικά εξακολουθεί να έχει την έδρα της η Popaganda. Τελικά συμβιβαστήκαμε με τηλεφωνική επικοινωνία, την ημέρα του μεγάλου κρύου. Και μιλήσαμε για όλα: ακόμα και για το, άπαιχτο στην Αθήνα, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου, όπου μια γυναίκα ζει στην Καβάλα ένα φανταστικό ειδύλλιο με το Γιώργο Χειμωνά. Το θεσπέσιο ιδιόλεκτο που βρίσκει κανείς στα έργα της χαρακτηρίζει και τον προφορικό της λόγο, κι έτσι η τηλεφωνική γραμμή Αθήνα-Ξάνθη πήρε γρήγορα φωτιά, παρόλο το παγερό πρωινό…
Έχει δροσούλα εκεί τώρα υποθέτω… Έχει,έχει! Καλός καιρός/μετακίνηση, που λέει και η Μήτσορα! Τη θυμάμαι τέτοιες μέρες.
Να μιλήσουμε για το Αμάραντα; Είμαι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από τη δραματουργία, γιατί μετά δυσκολίας ξεχώρισα τι ήταν δικό σου κείμενο και τι του Παύλου Μάτεσι. Εγώ να δεις χαρά που έχω πάρει γι αυτή τη δουλειά ειδικά. Έβαλα το χεράκι μου στη φωτιά με το να τολμήσω να καθήσω δίπλα στον κύριο Παύλο. Δεν είναι εύκολο πράγμα. Έχω δέος για εκείνον, είναι πολύ μεγάλη μορφή στα ελληνικά γράμματα. Τον έχω στα προσκυνητάρια τον κύριο Παύλο. Οπότε μ’ άφησε, μού ‘δωσε κι εμένα σκαμπουδάκι. Νομίζω ότι ταιριάζουμε, θα μπορούσαμε να τα έχουμε μ’έναν τρόπο!
Ε, συνέβη μ’ένα τρόπο κι αυτό! Συνέβη. Χάρις στο Γιάννη Σκουρλέτη. Είναι αυτός που τα φτιάχνει στους ανθρώπους! Φοβερή προξενήτρα ο Γιάννης, με έπεισε. Στην αρχή φοβόμουνα πολύ. Αλλά με “πήγε”. Και δεν έχω δει και κανένα εκδικητικό μένος από τον κύριο Παύλο. Γιατί το φοβόμουνα αυτό.
Λογικό. Κι εγώ δεν θά ‘θελα να νιώσω εκδικητικό μένος από τον Παύλο Μάτεσι. Κανείς νομίζω!
Από τι προέκυψε η Αντώνα; Από μια δικιά μου εικόνα. Ένα κορίτσι ματωμένο πάνω στο βουνό, ένα κόλλημα του μυαλού μου. Πάνω σ’αυτό το κόλλημα βγήκε η Αντώνα.
Η οποία πεθαίνει κατ’ εξακολούθησιν! Ναι. Επτά φορές! Το κείμενο της Αντώνας βγήκε έτσι, με τη μία. Το σκεφτόμουνα,αλλά χωρίς να ξέρω τίποτα. Εγώ έτσι λειτουργώ. Γι αυτό και φοβίζω πάρα πολύ τους συνεργάτες. Πάντοτε διαιρώ το χρονοδιάγραμμα, μόνο που αυτό γίνεται ένα λεπτό πριν από την εκπνοή του χρόνου. Αυτή τη φορά ήταν ιδιαίτερα θρίλερ! Πήγαινε, πήγαινε… «Το έχω έτοιμο»…εννοείται πως δεν είχα τίποτε. Και βγήκε σε μισή ώρα. Χωρίς να αλλάξω ούτε μια λέξη. Αφού βασάνιζα το Γιάννη στην αναμονή αρκετό καιρό.
Είναι αυτό που λένε: «Το βιβλίο μου είναι έτοιμο. Τώρα δεν μένει παρά να το γράψω». Ακριβώς! Φίλος μου όποιος το είπε! Συμμαθητής!
Με το Γιάννη Σκουρλέτη πώς ξεκίνησε η συνεργασία; Στην αρχή είχα δύο σκέψεις: ή μου κάνει πλάκα κάποιος, ή είναι ένα φλερτ από κάποιον που είδε μια φωτογραφία μου! Πήρα ένα μήνυμα στο facebook από το Γιάννη που έλεγε: Θα ήθελα να μου δώσεις το τηλέφωνό σου να μιλήσουμε. Χωρίς να μου πει τίποτε άλλο. Ε, και μου πρότεινε να γράψω τη Στέλλα επειδή διάβασε κάποια κείμενά μου και ήταν σίγουρος ότι θα λάμψω στο ελληνικό θέατρο! Εγώ συμφώνησα μαζί του από την πρώτη στιγμή στα πάντα! Ότι θα γράψω τη Στέλλα, ότι θα, θα, θα… Τον πίστεψα από το πρώτο δευτερόλεπτο. Και πάμε τώρα τέσσερα χρόνια περίπου. Είναι ο άνθρωπός μου. Αν δεν υπήρχε ο Γιάννης, δεν θα έγραφα. Τόσο απλά. Δεν είναι μόνο το σκηνοθετικό κομμάτι, είναι αυτό το φοβερό ένστικτο που έχει με τα πάντα.
Και μοιάζει αληθινά να προέκυψε στο ελληνικό θέατρο ήδη έτοιμος. Ναι. Γεννήθηκε bijoux! Εγώ του χρωστάω τα πάντα. Δεν είχα καμιά σχέση με το ελληνικό θέατρο ή το παγκόσμιο θέατρο, με τίποτα. Με έπεισε το ότι μερικά πράγματα δεν χρειάζονται προεργασίες, μηχανισμούς. Αυτή η απλότητα με την οποία έγιναν και γίνονται όλα, εμένα με έκανε να πιστεύω πιο πολύ και στην κοσμογονία. Είναι θεολογικού τύπου η σχέση μου με το Γιάννη!
Θέλω να μου πεις όμως και για τη σχέση σου με το Γιώργο Χειμωνά. Είναι πανέμορφο αγόρι πάνω απ’όλα! Ήταν και είναι. Είναι ένα από τα ακραία καιρικά φαινόμενα της ζωής μου που με πήραν και με σήκωσαν. Ο Χειμωνάς είναι ικανός με μία πρόταση να σου δημιουργήσει τριγμούς. Μία! Έχει κι αυτό που αγαπάω πάρα πολύ: εγώ δεν ξέρω και πολύ τι σημαίνει υπόθεση και ιστορία – και στη ζωή μου, και σ’αυτά που γράφω. Δεν ξέρω να πω μια ιστορία. Ο Χειμωνάς καταφέρνει, γράφοντας μια πρόταση που δεν λέει τίποτε, να σου αφηγηθεί όλο το σύμπαν. Το ξέρεις αυτό. Μπορείς ν’ανοίξεις ένα βιβλίο από τα Άπαντα του Χειμωνά – που όλα μαζί είναι κάτι σαν εκατό ή διακόσιες σελίδες – και βλέπεις μια προτασούλα και τελείωσες: είσαι τζάνκι για αιώνες. Αυτά!
Πώς συναντήθηκες με τη γραφή του; Ήταν την εποχή που ο Βαγγέλης Γερμανός είχε βγάλει ένα βίντεο κλιπ με τη Μπανιέρα νομίζω. Έβλεπα Βαγγέλη Γερμανό στην τηλεόραση και χτυπιόμουνα, χόρευα, ήμασταν όλες ερωτευμένες τότε, με τα Μπαράκια. Κι αμέσως μετά πέφτει Μονόγραμμα: Γιώργος Χειμωνάς. Και κοκκάλωσα. Γυμνάσιο πήγαινα. Ούτε ήξερα ποιος είναι και τι. Και την επόμενη μέρα βγαίνω βόλτα στη Λάρισα, και σε ένα βιβλίο που δεν ήταν καθόλου ιδιαιτέρως της κουλτούρας, βλέπω τα βιβλία του Χειμωνά στη βιτρίνα! Τελείωσε… Ήταν προγραμματισμένο. Υπήρχε μεγάλη προξενήτρα από πίσω. Και μη μου πεις εμένα ότι όλα αυτά δεν συνδέονται… Και τελείωσε. Ένα χαμένο στο σύμπαν του παιδί ξαφνικά μπαίνει μέσα στο Χειμωνά και τρελαίνεται. Βέβαια ήταν μια εποχή που είχαν βγει και τα πρώτα βιβλία του Αρανίτση, το Φετίχ… Ήταν πολύ περίεργο το πώς μου ερχόντουσαν από το πουθενά.
Κι όλα αυτά στη Λάρισα. Ναι. Δεν μου μιλούσε κανείς γι αυτά. Δεν με πίεσε κανείς. Ξέρεις, όλα αυτά έρχονταν. Ήταν για να γίνουν. Και τον γνώρισα κάποτε τον κύριο Χειμωνά. Συμφάγαμε – σε εισαγωγικά. Εγώ απλά τον κοιτούσα, κάθε κίνηση που έκανε. Το πώς ακουμπούσε τα δάχτυλα στο τραπέζι. Είναι μεγάλα γκαλά της ζωής μου αυτά.
Τι παραπάνω κάνεις στην Αθήνα; Εγώ έτσι κι αλλιώς θεωρώ ότι είναι περιττό ο συγγραφέας να βλέπει πρόβες. Τελειώνει η δουλειά σου από τη στιγμή που παραδίδεις το κείμενο, δεν είναι δικό σου, αγαπητέ μου, τελείωσες! Μετά ανήκει στους υπόλοιπους, στους μετά από σένα.
Κάπως έτσι μπήκε και στη ζωή της ηρωίδας του έργου, της Donna abbandonata; Κάπως έτσι. Κοίτα, όταν ο άλλος αγαπημένος μου άνθρωπος, ο Θοδωρής Γκόνης, μου πρότεινε να γράψω ένα έργο που να σχετίζεται με την Καβάλα… Βέβαια και για τη Σπάρτη να μου πρότεινε, εγώ θα τον έβαζα το Χειμωνά! Και για το Άργος Ορεστικόν, δεν υπήρχε περίπτωση! Και είπαμε όσα δεν μπορέσαμε να πούμε σε εκείνο το τραπέζι. Όχι εκ του ασφαλούς – δεν υπάρχει εκ του ασφαλούς, γιατί ακούει ο κύριος Γιώργος. Όχι δηλαδή ότι επειδή πήγε ένα μακρινό ταξίδι δεν θα αντιδρούσε εάν «τά ‘παιρνε».
Άλλωστε κι αυτή την εγκατάλειψη κάπως πρέπει κανείς να την αντιμετωπίσει. Ναι. Του θυμώσαμε, η Ελένη Ξένου πιο πολύ, αλλά κι εγώ μαζί της!
Το «κανονικό» σου επάγγελμα είναι φιλόλογος. Ναι. Αλλά εκτιμώ πολύ τις θετικές επιστήμες. Θεωρώ ότι η πολλή φιλολογία, οι πολλές θεωρητικές σπουδές, χαλάνε τον άνθρωπο. Αυτές οι σπουδές πρέπει να προέρχονται μετά από μακροχρόνια τριβή με το θετικό. Από την άλλη μεριά, οι καλοί φιλόλογοι είναι πολύ σκληροί. Προέρχονται από σέχτες πολύ οργανωμένες. Η φιλολογία όπως ορίζεται δεν μου αρέσει, και ντρέπομαι καμιά φορά. Λέω και ψέματα στο ταξί, ότι είμαι χημικός ή μαθηματικός. Ντρέπομαι να πω ότι είμαι φιλόλογος.
Με λίγα λόγια, μπορεί και στο ταξί να προκύψει ένα μικρό μονόπρακτο. Παντού! Τι μονόπρακτο, opera buffa θα με βρει στο ταξί! Αλλά λατρεύω τους ταξιτζήδες. Mιλάω πάρα πολύ στο ταξί, και δεν μιλάω μετά. Αφού κατέβω, εκεί που υποτίθεται πως πρέπει να μιλήσω. Στο ταξί λύνομαι. Όταν με ρωτάνε αν έχω παιδιά, ανεβάζω και τον αριθμό τους, λέω τέσσερα ή πέντε. Αυτό επίσης εντυπωσιάζει πολύ τον οδηγό.
Γλυκερία, το επόμενο βήμα ποιο είναι; Το σινεμά; Α! Δεν ξέρω! Αυτή είναι ερώτηση για μένα; Απευθύνεται σε μένα; Το επόμενο βήμα; Δεν ξέρω, Γιώργο μου. Εμένα ό,τι μου πουν, θα το κάνω. Το λέω και το ξαναλέω κι είναι βαρετό: Δως μου την παραγγελία, και θα σου την κάνω. Μήπως τον ξέρω το χώρο, μήπως ξέρω τι γίνεται στις τέχνες και στα γράμματα; Κάθομαι και περιμένω. Και το εννοώ αυτό. Επειδή έχω και άγνοια κινδύνου στα πάντα, και χοροθέατρο, και όπερα, και ό,τι θέλεις! Γιατί όχι; Θα σου πω κάτι που θέλω να το ακούσεις εσύ: Είναι τελικά πολύ μεγάλη απάτη το ότι πρέπει να ξέρεις να κάνει κάτι. Εγώ μπορεί να μην ξέρω, ας πούμε, να επισκευάζω βρύσες, δεν θα σου κάνω τον υδραυλικό, δεν θα το τολμήσω, δεν θα σου σχεδιάσω την πολυκατοικία, δεν θα σου φτιάξω το μαλλί – γιατί η κομμωτική είναι τέχνη που αν δεν την ξέρεις θα σε πετάξει – αλλά θεωρώ ότι το να γράψεις θέατρο, όπερα, γιατί όχι; Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον συγγραφέα εξειδικευμένο; Οπότε μπαίνω στα πάντα.
Το γεγονός ότι έδρα σου είναι η Ξάνθη, πόσο καλό και πόσο κακό είναι; Πάρα πολύ καλό! Πρώτον, γιατί δεν φημίζομαι για την κοινωνικότητά μου, οπότε και στην Αθήνα κλεισμένη θα ήμουνα, και δεύτερον, ό,τι είναι να κάνω, το κάνω πάνω από ένα πληκτρολόγιο, η τεχνολογία – ευλογημένη – μια χαρά ενώνει τους ανθρώπους. Λατρεύω την τεχνολογία, θα πήγαινα και στο διάστημα πρώτη – σε αεροπλάνο δεν μπαίνω, αλλά σε διαστημόπλοιο άνετα! Μια χαρά. Τι παραπάνω κάνεις στην Αθήνα; Εγώ έτσι κι αλλιώς θεωρώ ότι είναι περιττό ο συγγραφέας να βλέπει πρόβες. Τελειώνει η δουλειά σου από τη στιγμή που παραδίδεις το κείμενο, δεν είναι δικό σου, αγαπητέ μου, τελείωσες! Μετά ανήκει στους υπόλοιπους, στους μετά από σένα.
Πόσο ευτυχισμένος θα ήταν αν σε είχε γνωρίσει ο Λευτέρης Βογιατζής, μετά από όσα τράβηξε από το Διαλεγμένο! Ναι, νομίζω ότι θα τα φτιάχναμε και με το Λευτέρη, γιατί εγώ, κουβεντούλα! Τίποτε! Μα δεν χρειάζεται, για ποιο λόγο; Είναι σαν να είσαι ο αρχιτέκτων, να φτιάχνεις ένα σπίτι, και μετά να θες να μπεις μέσα να το τσεκάρεις και να ελέγχεις τον ιδιοκτήτη. Αφού το έκανες για άλλον!
Διακρίνω μια τάση προς την πολυγαμία. Με το Σκουρλέτη, με το Βογιατζή, με το Μάτεσι, με το Χειμωνά… Δεν λέμε ποτέ όχι στα ωραία αγόρια, απ’ όπου κι αν προέρχονται!