Στις 17 και 18 Νοεμβρίου, η Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση θα μετατραπεί στη σκηνή ενός κανονικού ρέιβ πάρτι, υπό τους ήχους του Αμερικανού dj Peter Rehberg. Στο “Crowd” της Ζιζέλ Βιέν, τα σώματα δεκαπέντε νέων χορευτών δημιουργούν μία σειρά tableaux vivants σε ένα συναισθηματικό rollercoaster που ακροβατεί μεταξύ της βίας και του αισθησιασμού, διερευνώντας, από τη μία, την εκστατική, σχεδόν θρησκευτική διάσταση της διασκέδασης και, από την άλλη, την ασυνείδητη βία που εμπεριέχεται σε αυτή, μία βία όχι καταστροφική, αλλά απελευθερωτική. Η Ζιζέλ Βιέν σκηνοθετεί μία παρτιτούρα κινήσεων, βασισμένων σε κινηματογραφικό εφέ, όπως είναι η αργή κίνηση, το πάγωμα της εικόνας ή η διαρκής και «σπασμένη» επανάληψη ενός αρχείου .gif.
Η χορογράφος, σκηνοθέτρια και μαριονετίστρια μίλησε στην Popaganda για όσα ήθελε να πετύχει με το “Crowd”, την καλλιτεχνική της σύμπραξη με τον συγγραφέα Ντένις Κούπερ και τον θετικό ρόλο της βίας στην κοινωνία.
Ποια είναι η έμπνευση πίσω από το Crowd; Ένα ερώτημα που υπάρχει στη δουλειά μου είναι η σχέση μεταξύ της τέχνης και της θρησκείας και η ερώτηση τι είναι τέχνη στην κουλτούρα μας, ποια είναι η θέση της τέχνης στην κοινωνία, η ιδέα ότι η τέχνη έγινε ανεξάρτητη εμπειρία σχετικά πρόσφατα. Για πάρα πολλά χρόνια, η τέχνη συνδεόταν με την θρησκευτική εμπειρία. Σκεφτόμουν ότι οι εμπειρίες μας με την τέχνη ανεξάρτητα από τη θρησκεία μπορούν ακόμα να εκπληρώσουν κάποια αποστολή την οποία εκπλήρωναν όταν ήταν μέρος της θρησκείας. Επίσης, σκεφτόμουν τη θέση των πάρτι, των εκδηλώσεων στην κοινότητα ως χώρους τελετουργιών για αιώνες και ειδικούς χώρους για παράβαση. Πριν έξι χρόνια άρχισα να δουλεύω στο “Rite of Spring” του Στραβίνσκι, του Νιζίνσκι και του Ρέριχ που εν μέρει ασχολούνται με αυτές τις ερωτήσεις και ήθελα να πλησιάσω μία πιο σύγχρονη εμπειρία, οπότε σταμάτησα να δουλεύω πάνω στη μουσική του Στραβίνσκι και αποφάσισα να πλησιάσω πιο άμεσα την κουλτούρα της techno και των πάρτι, διότι πιστεύω ότι τα ρέιβ πάρτι μπορούν να παραλληλιστούν με παγανιστικά τελετουργικά και γιορτές και αυτό γινόταν με έναν τρόπο reflective και αφελή, αλλά βρήκα ενδιαφέρον να δω πως αυτό αντικατοπτρίζεται σε μία σύγχρονη κουλτούρα. Επίσης με ενδιαφέρει πάρα πολύ η εναλλακτική νεανική μουσική κουλτούρα.
Όπως; Σε αυτήν την περίπτωση είναι η techno, αλλά με ενδιαφέρει η metal, η black metal, η punk, η rock, η industrial μουσική. Πιστεύω ότι όταν οι νέοι άνθρωποι δημιουργούν αυτές τις εναλλακτικές κουλτούρες, αυτές δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη μουσική, αλλά υπάρχει ένας ολόκληρος δημιουργικός χώρος με τους κώδικές του. Υπάρχει η μουσική, οι συμπεριφορές, μία κοινότητα γύρω από αυτόν, μία αισθητική, οι ιδεολογίες, οι αντιλήψεις, οι αναζητήσεις γύρω από ένα μουσικό είδος. Όταν εφευρίσκουν καινούργιες αισθητικές και χώρους, ψάχνουν για κάτι βαθύ. Θεωρούσα επίσης πολύ σημαντικό να φέρουμε αυτές τις εναλλακτικές κουλτούρες στο χώρο της αποκαλούμενης σοβαρής τέχνης, γιατί πιστεύω ότι είναι πραγματικά σοβαρή τέχνη, και να εναντιωθούμε στην ιδέα ότι πρόκειται απλά για νέους που απλώς θέλουν να μεθύσουν και να περάσουν καλά. Προφανώς, μπορούν να το κάνουν και αυτό, αλλά οι νέοι αποζητούν κατά βάση δυνατές και βαθιές εμπειρίες, προσπαθούν να καταλάβουν τον εαυτό τους και τον κόσμο και πιστεύω ότι, μπαίνοντας σε αυτούς του χώρους και μπαίνοντας σε διάλογο με την κοινότητα γύρω από ένα μουσικό είδος, ξεπερνάμε το μεθύσι και τη διασκέδαση. Είναι μία μεγάλη, ποικιλόμορφη και δυνατή εμπειρία, τα πιθανά πνευματικά βάθη της οποίας θέλω να αναδείξω.
Ποια είναι η εμπειρία που θέλεις να έχει το κοινό; Με ενδιαφέρει το μοίρασμα μιας εμπειρίας, οπότε ελπίζω το κοινό να μπορεί βιώσει μία προσωπική εμπειρία και η σχέση τους με το έργο να τους επιτρέψει να διερευνήσουν τον εαυτό τους. Φεύγει από εμένα και ελπίζω να γίνει δικό τους κομμάτι και δική τους εμπειρία. Προφανώς έχω τη σχέση μου με το έργο, αλλά πιστεύω ότι αυτό δεν είναι σημαντικό πια. Ελπίζω ότι θα μπορεί να υπάρξει μία σχέση με τη ζωή κάθε μέλους του κοινού και του επιτρέπει να ανοίξει ένα προσωπικό διάλογο. Είναι μία πολύ συναισθηματική δουλειά που αφήνει χώρο για αναστοχασμό. Στην Αθήνα θα πραγματοποιηθεί η πεντηκοστή περφόρμανς του έργου, άρα έχουμε ήδη δει κάποιες τις αντιδράσεις του κοινού. Είναι μία πολύ συναισθηματική, πολύ ευαίσθητη, πολύ αισθησιακή εμπειρία για το κοινό και προφανώς αυτό βρίσκει έναν οικείο χώρο διαλόγου με το έργο. Οι χορευτές είναι φανταστικοί και εκτελούν τις κινήσεις με βάση κινηματογραφικά εφέ, τεχνικές του μοντάζ. Δεν τις μιμούνται φυσικά, αλλά είναι εντυπωσιακό επειδή όλο αυτό γίνεται ζωντανά. Είναι αρκετά οργανικό. Κινούνται πλέον έτσι σχεδόν φυσικά. Παίζουμε με το χρόνο και αυτό δημιουργεί μία πολύ ζωντανή εμπειρία, μία διπλή εμπειρία για το κοινό, αλλάζει την αντίληψή του, το μαστουρώνει κάπως. Και από την άλλη, προκαλεί το αίσθημα ότι βλέπουμε τα πάντα πιο καθαρά. Θέλω να δημιουργήσω ένα χώρο διαλόγου του κοινού με τον εαυτό του.
Το έργο διερευνά μεταξύ άλλων το ρόλο της βίας στην κοινωνία. Ποιος πιστεύεις πως είναι τελικά ο ρόλος που επιτελεί; Το έργο διερευνά μία μεγάλη γκάμα πραγμάτων, από τον αισθησιασμό, στο χιούμορ και τη βία. Κατά βάση είναι ένα αισθησιακό έργο. Η βία είναι ένα ζήτημα που ήθελα να εξερευνήσω, αλλά όχι με τον προφανή τρόπο. Στη Γαλλία, η βία θεωρείται βάρβαρη, μόνο οι βάρβαροι είναι βίαιοι. Ήθελα να το αμφισβητήσω αυτό. Οι πολιτισμένοι άνθρωποι είναι και πάντα θα είναι βίαιοι, η βία είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, της πολιτισμένης ανθρώπινης φύσης. Άρα είναι πολύ σημαντικό να την αναγνωρίσουμε και προφανώς διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά όλοι το έχουμε μέσα μας και είναι ανόητο να το αγνοήσουμε. Μετά διερωτήθηκα πώς μπορούμε να απελευθερώσουμε τη βία χωρίς να βλάψουμε την κοινωνία, ποιοι είναι οι χώροι που μπορεί να γίνει αυτό. Η θρησκεία, η τέχνη, τα αθλήματα έχουν υπάρξει ιστορικά κλασικοί χώροι έκφρασης και απελευθέρωσης της βίας στην κοινότητα. Αυτό μας οδηγεί στο να σκεφτούμε τι είναι η βία και ότι δεν είναι αναγκαστικά αρνητική. Προφανώς γίνεται αρνητική, όταν σκοτώσεις κάποιον ή βλάψεις κάποιο άτομο ή την κοινότητα. Υπάρχει ένα πολύ καλό βιβλίο του κοινωνιολόγου Ράνταλ Κόλινς, μία μικροκοινωνιολογική θεωρία της βίας, το οποίο ξεδιπλώνει την έννοια.
Δηλαδή; Αν μιλήσουμε για την πάλη, για παράδειγμα, ή για μία «μάχη χορού», αυτό θα μπορούσε να είναι ένα θετικό παράδειγμα. Είναι απελευθερωτικό για τα άτομα και δεν βλάπτει την κοινωνία, αντίθετα ενισχύει την κοινωνική συνοχή. Δεν το αποφάσισα εγώ αυτό, προκύπτει από έρευνες, ειδικά τις έρευνες του εργαστηρίου του Μπερνάρ Ριμέ, ο οποίος έγραψε ένα πολύ καλό βιβλίο για το κοινωνικό μοίρασμα των συναισθημάτων. Οπότε εγώ, ίσως από αντίδραση, ήθελα να είμαι πιο εύστοχη σχετικά με το ερώτημα του τι είναι βία. Δεν είναι αναγκαστικά βάρβαρη και πώς μπορούμε να τη σκεφτούμε με τρόπο θετικό και πώς μπορούμε να την εντάξει στην κοινωνία χωρίς να την βλάψουμε. Γιατί δεν φαίνεται αυτό προφανές στον 21ο αιώνα, ενώ τόσες χιλιετίες ήταν προφανές σε όλες τις κοινωνίες; Εκπλήσσομαι από αυτό και ήθελα να το διερευνήσω. Δεν γράφω κάποιο δοκίμιο ούτε είμαι κοινωνιολόγος, αλλά εντάσσω αυτές τις ερωτήσεις στο έργο μου.
Πώς πιστεύεις ότι η βία μπορεί να ενσωματωθεί στην δική μας κοινωνία; Κλασικοί χώροι είναι τα αθλήματα, η πάλη, το μποξ, κάθε είδους άθλημα μπορεί να εντάξει την βία με τρόπο απελευθερωτικό, όταν το κάνει σύμφωνα με τους κανόνες. Δε μιλάω για χούλιγκαν. Όταν ακολουθούνται οι κανόνες, η βία διοχετεύεται χωρίς να βλάπτει κανέναν. Στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στις ταινίες, στη ζωγραφική η αναπαράσταση της βίας μπορεί επίσης να γίνει ένας τρόπος εμπειρίας της. Ο χώρος της τέχνης ήταν πάντα και πρέπει να παραμείνει χώρος έκφρασης βίας. Επίσης τα πάρτι και οι εορταστικές εκδηλώσεις, εφόσον γίνονται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Πιστεύω ότι τα πλαίσια της εναλλακτικής νεανικής κουλτούρας, τα ρέιβ, οι συναυλίες black metal ή punk. Λένε ότι υπάρχει πολλή βία σε αυτούς τους χώρους, εγώ προσωπικά πολύ σπάνια το έχω βιώσει. Ο κόσμος δεν πάει σε ένα ρέιβ ή μία punk συναυλία για να δώσει μπουνιές. Υπάρχει όμως μία διοχέτευση της βίας σε τέτοιους χώρους, η οποία είναι αρκετά απελευθερωτική χωρίς να βλάπτει άλλους ανθρώπους. Δεν είναι αυτός ο σκοπός της εμπειρίας και δεν είναι αυτό που ψάχνουν όσοι πάνε σε τέτοιους χώρους.
Ο συγγραφέας Ντένις Κούπερ είναι συχνός συνεργάτης σας και τα κείμενά του παίζουν σημαντικό ρόλο στα έργα σου. Πώς ξεκίνησε η καλλιτεχνική σας συμπόρευση; Αυτή είναι μία πολύ παλιά ιστορία. Τον γνώριζα αρχικά μέσα από τα βιβλία του. Μου αρέσει πολύ η λογοτεχνία, το ρεύμα nouveau roman και ο Κούπερ ανήκει σε αυτήν την γενεαλογία. Ζούσε στο Λος Άντζελες τότε. Το 2003 ήρθα σε επικοινωνία μαζί του επειδή δούλευα πάνω σε ένα κομμάτι με τίτλο “I apologize” και ήθελα να συνεργαστώ μαζί του. Ήταν αρκετά δύσκολο βέβαια, επειδή εγώ ζούσα στο Παρίσι αυτός ήταν στο Λος Άντζελες, αλλά τον κάλεσαν για μία διάλεξη στη Λίον. Αυτός δέχτηκε να χρησιμοποιήσω τα γραπτά μου αλλά εγώ δεν το ήθελα αυτό, ήθελα να συνεργαστώ κανονικά, να δουλέψουμε μαζί πάνω σε κάτι. Οπότε ήρθε στην Ευρώπη και αποφασίσαμε να περάσουμε μερικές μέρες μαζί, δουλεύοντας πάνω στο “I apologize”. Ξανασυνατηθήκαμε τον Ιανουάριο του 2004 και δουλέψαμε μαζί για λίγες μέρες και ήταν μία πολύ δυνατή συνάντηση, σχεδόν μαγική. Και έπρεπε να συνεχίσουμε. Από το 2005 ζει στο Παρίσι και έχουμε συνεργαστεί και πειραματιστεί πολλές φορές, εξερευνώντας τα επίπεδα της γλώσσας και τη σχέση γλώσσας και σώματος στη σκηνή. Είναι ο άνθρωπος με τον οποίο μιλάω περισσότερο για τη δουλειά μου και γι’αυτό τον αποκαλώ δραματουργό. Δεν ασχολείται μόνο με τη συγγραφή, αλλά αποτελεί κομμάτι πολλών πλευρών του έργου. Εκτός από συγγραφέας είναι και κριτικός τέχνης, έχει μία σφαιρική γνώση.
Εκτός από χορογράφος και σκηνοθέτης, είσαι και μαριονετίστρια. Τι σε προσέλκυσε σε αυτή τη μορφή τέχνης; Για εμένα, το κουκλοθέατρο είναι περισσότερο οπτική τέχνη και κίνηση. Η πρώτη μου εμπειρία ήταν σε σχέση με τη σύγχρονη τέχνη, δουλειές όπως του Μπολτάνσκι ή του Μάικ Κέλι, όπου συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι κουκλοθέατρο, ενώ επίσημα ονομαζόταν σύγχρονη τέχνη. Και είναι μέσω της σύγχρονης τέχνης που βίωσα τα πιο δυνατά συναισθήματα και αυτό ψάχνω. Αλλά και από μικρή, ενθουσιαζόμουν πάντα όταν έβλεπα μαριονέτες στην τηλεόραση, το “Muppet Show”. Η μαμά μου είναι από την Αυστρία οπότε πέρασα αρκετό καιρό εκεί βλέποντας τηλεόραση και είχα την ευκαιρία να δω για πρώτη φορά animation από την Ανατολική Ευρώπη, από την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία. Τις μαριονέτες τις συνάντησα στην τηλεόραση κυρίως. Για αρκετό καιρό δεν είχα την ευκαιρία να δω μία παράσταση με μαριονέτες, οπότε δεν ήξερα ακριβώς τι είναι. Όταν σπούδασα το κουκλοθέατρο (στο École Nationale Supérieure des Arts de la Marionnette), ήταν περισσότερο η σύγχρονη τέχνη και το animation που με έφεραν σε αυτό. Το κουκλοθέατρο είναι ένας πολύ καλός τρόπος αμφισβήτησης της σχέσης μεταξύ του ανθρώπου και της αναπαράστασής του και από αυτό προκύπτουν πολλά ερωτήματα, σχετικά με το σώμα, το τεχνητό σώμα. Είναι ένα αρχαϊκό εργαλείο πολύ ενδιαφέρον, γι’ αυτό με ενδιαφέρει και το θέατρο, το οποίο έχει μία ακόμα πιο ισχυρή αρχαϊκή έκταση η οποία είναι ακόμα εξίσου δυνατή.