Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Γιούγκερμαν, κομμάτια κι αποσπάσματα

Η μεταφορά λογοτεχνικών κειμένων στις θεατρικές σκηνές, συνηθέστατη πρακτική και θεατρική επιλογή τα τελευταία χρόνια έχει πολλές όψεις: διευκολύνει (κειμενικά) πολλούς σκηνοθέτες, έλκει το κοινό γιατί το φέρνει, με όποιον τρόπο, σε επαφή με σημαντικά κείμενα, χαροποιεί τους εκδότες (αφού ξανακινούνται τα αντίστοιχα βιβλία).

Μια επιλογή που αρκετές φορές γίνεται δίκοπο μαχαίρι, και για εκείνους που το επιχειρούν (τους καλλιτέχνες) και για εκείνους που το αποδέχονται (το κοινό). 

Και φέτος ζωντανεύουν στις αθηναϊκές σκηνές πολλά λογοτεχνικά κείμενα. Ανάμεσά τους και το πιο πολυεπίπεδο, το πιο «ευρωπαϊκό» ίσως, δίτομο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση «Γιούγκερμαν» που ολοκληρώθηκε το 1938 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εστία», τον σταθερό εκδότη του Μ. Καραγάτση. Ενα μυθιστόρημα που γράφτηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, από έναν ευαίσθητο δέκτη, τον Δημήτρη Ροδόπουλο (Μ. Καραγάτση) και έχει μέσα όλες τις πτυχές της Ελλάδας και της Ευρώπης εκείνου του καιρού και όλες τις πνευματικές, ιδεολογικές και λογοτεχνικές αναζητήσεις του Καραγάτση.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου, εγγονός του Μ. Καραγάτση, το παρουσιάζει φέτος στο θέατρο «Πορεία» σε διασκευή -απίστευτος άθλος- του Στρατή Πασχάλη, από τον οποίο δανείζομαι αυτό που εικονογραφεί το σύμπαν του «Γιούγκερμαν»: «Καπιταλισμός, μπολσεβικισμός, διαφθορά, κραιπάλη, γραφικότητα, περιθώριο, κοσμοπολιτισμός, ρώσοι εμιγκρέδες που έγιναν μπάτλερ πλουσίων, Ρωμιοσύνη, Βαλκάνια, Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, αυλοκόλακες επιχειρηματιών, καρικατούρες ανθρώπων, μάγκες, πόρνες, γεροντοκόρες, λαϊκές υπηρέτριες, ζιγκολό, επαρχιώτες, υπαλληλίσκοι μικροαστοί, καμπαρέ, ο Λιστ, ο Σιμπέλιους, ο Βάγκνερ, η τζαζ, αμύθητα πλούτη και χρεοκοπίες, χρηματιστές και σπιούνοι του κεφαλαίου, λοβιτούρες, κομπίνες και συμφεροντολογικά συνοικέσια, αθώα θύματα της ζωής όπως στα αφελή μελοδράματα, συνοικίες του Πειραιά ζωγραφισμένες με βαθιά χρώματα όπως στους πίνακες του Τσαρούχη (…) κλίμα Μεσοπολέμου, κλίμα της κρίσης, κλίμα του σήμερα. Αυτά είναι τα υλικά του Γιούγκερμαν. Ενός βάρβαρου ηδονολάτρη μα και μυστικιστή του Βορρά, που πασχίζει να σωθεί μάταια από τα φαντάσματά του κάτω από τον ελληνικό ουρανό». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η πρώτη μεγάλη δυσκολία ήταν, ασφαλώς, του Στρατή Πασχάλη, για να διασκευάσει θεατρικά αυτό το απέραντο, πολυεπίπεδο και γοητευτικότατο μυθιστόρημα, που μετρά 671 +581 σελίδες στην πιο πρόσφατη έκδοση της «Εστίας». Η δεύτερη (ή μήπως η πρώτη;) μεγάλη δυσκολία ήταν του σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοοου, για να το αναπαραστήσει σκηνικά. Η τρίτη ήταν του σκηνογράφου (στην προκειμένη περίπτωση της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου και του Δημήτρη Αγγέλη). 

Ο αλλόκοτος, ανυπάκουος, πανέξυπνος, ριψοκίνδυνος τυχοδιώκτης και φλογερός -παρότι Φινλανδός-  Γιούργερμαν (Γιάννης Στάνκογλου), σε μια σχεδόν άδεια από αντικείμενα σκηνή, γερασμένος και κουρασμένος πια, σωριάζεται σε μια δερμάτινη πολυθρόνα. Επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Στη Φινλανδία, στο σπίτι του. Ετσι ξεκινά η παράσταση. Με τον Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν να αναμετράται με τα φαντάσματά του και τις μνήμες του. Και μετά αρχίζει να ξετυλίγεται το flash back της ζωής του. Που έχει πολλά πρόσωπα, πολλούς χαρακτήρες, πολλούς τόπους και διαδρομές. Και το σκηνικό οφείλει να παρακολουθεί αυτές τις διαδρομές. Με έναν τρόπο εναλλαγής μικρών αντικειμένων, που αλλάζουν σε κάθε σκηνή, ανάλογα με το περιβάλλον: πότε γίνονται το γραφείο μιας τράπεζας, πότε γέφυρα πλοίου, πότε ένα δωμάτιο, πότε ένα καπηλιό, πότε μια έπαυλη, πότε ένα βιενέζικο μπαρ, πότε ένα φτωχόσπιτο στην Καστέλα. Αποσπασματικά, υπαινιχτικά. 

Το ίδιο αποσπασπασματική είναι η σκιαγράφηση μερικών από τους πολλούς χαρακτήρες. Μερικοί έχουν μιαν εξέλιξη στη διάρκεια της παράστασης. Αλλοι περνούν και χάνονται, όπως του συνταγματάρχη Λιάπκιν στο κοινό του ταξίδι προς την Ελλάδα, με τον Γιούγκερμαν στην αρχή, παρότι ήταν πολύ καλός ο Δημήτρης Μπίτος… Στην πορεία φωτίζονται κάποιοι χαρακτήρες ιδιαιτέρως, ίσως και υπερβολικά, γιατί είναι ελκτικοί θεατρικά: οι έξοχες ανύπαντρες αδελφές, οι σπιτονοικοκυρές του Γιούγκερμαν στην Καστέλλα, η Αλκμήνη (Δανάη Σαριδάκη) και η Ασπασία (Καίτη Μανωλιδάκη)· η υπηρέτρια Νίτσα (εξαιρετική η Λήδα Μανιατάκου, που οι εμφανίσεις της έδωσαν και πολλές ανάσες χιούμορ στην παράσταση)· ο έμπειρος και απολύτως εναρμονισμένος στον ρόλο του απελπισμένου όσο και τρυφερού πατέρα της Βούλας, Θωμάς Παπαδέλης (Γιάννης Νταλιάνης)· ο αυλοκόλακας και καταφερτζής Κλεό (Πολύδωρος Βογιατζής). 

Η σκηνική εξιστόρηση της ζωής του Γιούγκερμαν στην Ελλάδα στην παράσταση του Δημήτρη Τάρλοου εξελίσσεται γραμμικά, αποσπασματικά,  με φανερή την απουσία του βίντεο που θα έκανε τη μετάβαση από τον έναν τόπο στον άλλο και στο κλίμα της εποχής, με φανερή την απουσία ενός στιβαρού αφηγητή που θα έκανε τις απαραίτητες γέφυρες (ο γλυκύτατος Νίκος Καλαμό δεν ήταν επαρκής). Υπήρχαν σκηνές που φωτίστηκαν ιδιαιτέρως όπως οι συνομιλίες του Μιχάλη Καραμάνου (περσόνα του Καραγάτση στο μυθιστόρημα, που και αυτή τη φορά υποδύεται ο Χρήστος Μαλάκης, ο οποίος μάλλον δεν πρέπει να τριτώσει σε παράσταση ως Καραγάτσης) με τον Γιούγκερμαν. Αυτές ήταν πράγματι πολύ δυνατές σκηνές, που μετέφεραν εύστοχα τον ψυχισμό του Γιούγκερμαν και του Καραγάτση.

Υπήρχαν όμως και σκηνές σχεδόν τηλεοπτικής αισθητικής, με μεγάλες δόσεις μελό, με επιφανειακή αποτύπωση των στιγμών και των χαρακτήρων, όπως οι συναντήσεις του Γιούγκερμαν με τη μοιραία, γοητευτική όσο και αδίστακτη Ντέινα (Ζέτα Μακρυπούλια), που ζωντανεύει στον Γιούγκερμαν την εικόνα της μητέρας του, με την οποία είχε μια διαρκή και άλυτη ψυχαναλυτική εμπλοκή ο κατά τα άλλα αγέρωχος Φινλανδός.  Η φυσική γοητεία της Ζέτας Μακρυπούλια ανταποκρινόταν απολύτως στο ρόλο της γοητευτικής, απόμακρης, ειρωνικής και χειριστικής Ζέινα, όχι όμως και στο ρόλο της  μητέρας του Γιούγκερμαν που κάποια στιγμή εμφανίζεται (στο πλαίσιο της αναδρομής του Γιούγκερμαν) σ’ ένα χαμαιτυπείο της Μεσευρώπης. 

Οσο για τη Βούλα, τον φαντασιωτικό, τον απόλυτο, τον ανέγγικτο έρωτα του  Γιούγκερμαν, το προσωπείο της αθωότητας, η νεαρή Θάλεια Σταματέλου ανταποκρίθηκε με επάρκεια και συγκίνηση. 

Φυσικά όλη η παράσταση ήταν πάνω στον Γιάννη Στάνκογλου, έναν έμπειρο και ικανό ηθοποιό, που απέδωσε όσο καλύτερα μπορούσε τα καρέ της ζωής του Γιούγκερμαν, αλλά ήταν μόνο καρέ. Δηλαδή αποσπάσματα. Υπήρχαν στιγμές και σκηνές που του δινόταν ευκαιρία να εμβαθύνει, κυρίως στις σκηνές με τον Καραμάνο, που ήταν οι πιο εσωτερικές και οι πιο συναφείς με το καραγατσικό σύμπαν.

Ομως, ο Δημήτρης Τάρλοου, έχοντας διαμορφώσει όλα αυτά τα χρόνια στο «Πορεία» ένα ευρύ και πιστό κοινό, μοιάζει σα να διαμορφώνει τις σκηνοθεσίες του έτσι ώστε να είναι εύληπτες σ’ αυτό το ευρύ κοινό. Το οποίο κοινό εμπιστεύεται τις καλές παραγωγές, τους καλούς ηθοποιούς, τα καλά έργα -σταθερά στοιχεία των επιλογών του «Πορεία»-, στοιχεία που όμως δεν παραπέμπουν πάντα σε εύστοχες παραστάσεις. 

Για όσους αγαπούν τον Μ. Καραγάτση και τα κείμενά του, ο «Γιούγκερμαν» δεν είναι μια ευτυχής παράσταση, κυρίως γιατί δεν είναι διόλου εύκολο έργο, κυρίως γιατί ήθελε έναν άλλο θεατρικό τρόπο προσέγγισης, κι όχι γιατί δεν έσκυψε με μεγάλη αγάπη ο Δημήτρης Τάρλοου πάνω του. «Η Μεγάλη Χίμαιρα», άλλο έργο του Μ. Καραγάτση που παίχτηκε για τρεις σεζόν στο «Πορεία», ήταν ασφαλώς μια πολύ πιο εύκολα  διαχειρίσιμη, θεατρικά, ιστορία. Ο «Γιούγκερμαν» δεν ήταν. Και παρά την εξαιρετική συμβολή της Κατερίνας Πολέμη στη μουσική και του Αγγελου Μέντη στα κοστούμια, παρά τις φιλότιμες αλλά μάταιες προσπάθειες του Στρατή Πασχάλη στη διασκευή, παρά τις κάποιες εύστοχες ερμηνείες, είδαμε, τελικά μιαν επιφανειακή ιστορία, κάπως μπερδεμένη, είδαμε ένα σωρό πρόσωπα που πασχίζαμε να καταλάβουμε τη σύνδεσή τους, είδαμε κυλλιόμενους διαδρόμους (νότα μεταμοντέρνου, ασφαλώς, που δεν λειτούργησε), είδαμε κάτι που παρέπεμπε σε ένα από τα πιο σημαντικά ελληνικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, αλλά απείχε πολύ…

Info:
Διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική: Κατερίνα Πολέμη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Φωτογραφίες-trailer: Βάσια Αναγνωστοπούλου
ΔΙΑΝΟΜΗ:
Γιάννης Στάνκογλου. Χρήστος Μαλάκης. Ζέτα Μακρυπούλια. Θάλεια Σταματέλου. Γιάννης Καπελέρης. Πολύδωρος Βογιατζής. Δημήτρης Πετρόπουλος. Γιάννης Νταλιάνης.Δανάη Σαριδάκη. Καίτη Μανωλιδάκη. Δημήτρης Μπίτος. Νίκος Καλαμό.Λήδα Μανιατάκου.Αλκιβιάδης Μαγγόνας.Μπίλιω Μαρνέλη. Κορίνα Κόκκαλη. Ανδρέας Νάτσιος.Ελένη Χαλαστάνη. Άγγελος Πιλιτσίδης, Μάριος Σουμάτης, Αντώνης Στάμου, Φίλιππος Τάρλοου. Θοδωρής Πιλιτσίδης, Δημήτρης Ντιμπιτζίδης
Ζωντανά παίζει μουσική η Λένα Χατζηγρηγορίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη & Κυριακή 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή 20:00, Σάββατο 16:00 & 20:30
Διάρκεια: 180 λεπτά, με διάλειμμα
Όλγα Σελλά