Γιώργος Τσεμπερόπουλος: “Τώρα πια έχουμε περάσει στο κράτος-εχθρό”

Ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Γεωπόνος, με δουλειά που δεν είναι στα καλύτερα της ωστόσο τον αφήνει να ζει με αξιοπρέπεια. Με μια γυναίκα που είναι σύντροφος δίπλα του, με φίλους και δύο παιδιά στην εφηβεία. Μια κανονική ζωή στην Αθήνα. Κι έρχεται η νύχτα που αλλάζει τα πάντα. Ληστεία στο σπίτι, βιασμός της κόρης, λεηλασία του σώματος και της ψυχής. Πως αντιδράς; Τι κάνεις; Πως το ξεπερνά η οικογένεια;

Αυτή είναι η υπόθεση στην ταινία “Ο Εχθρός Μου”, τη νέα δουλειά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου που αποφάσισε να γυρίσει “εκεί που ανήκει” (στον κινηματογράφο) δεκατρία χρόνια μετά την “Πίσω Πόρτα”. Ο Τσεμπερόπουλος κάνει κοινωνικό σινεμά. Από τον “Ξαφνικό Έρωτα“, στο ερωτικό τρίγωνο του “Αντε Γεια” και από εκεί στα στρατιωτικά κιτς θεάματα και την εφηβεία την περιόδο της μαύρης επταετίας έχει μάθει να βάζει ερωτήματα στους θεατές του. Να τους ξυπνά, να τους κάνει κόμπο το στομάχι, να τους προβληματίζει. Καλά (τους) κάνει.

Έχεις βάλει τον πρωταγωνιστή της ταινίας να ζει στο σήμερα. Ένας απλός άνθρωπος καθημερινός που του συμβαίνει κάτι ακραίο και τρελαίνεται. Ποια είναι η ιστορία του; Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, ο σεναριογράφος Γιώργος Τσίρος κι εγώ έχουμε ένα κοινό σημείο. Είμαστε γονείς, άνθρωποι εποικοδομητικοί που δουλεύουμε και έχουμε την ευλογία να μεγαλώνουμε παιδιά. Μαθαίνουμε στα παιδιά μας τη ζωή, όχι σύμφωνα με την εκπαίδευση που επιτάσσει το σχολείο. Έτσι, ο ήρωας της ταινίας είναι πλασμένος με τα δικά μας πρότυπα. Θέλαμε ο πρωταγωνιστής να είναι ο every man, ο καθένας -όχι άλλος ένας ήρωας γιατί εκεί υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει μια ταινία εκδίκησης σαν αυτές του Σβαρτζενέγκερ και του Σταλόνε. Το κεντρικό θέμα είναι πώς ένας άνθρωπος μπορεί να βρει μέσα του δυνάμεις (που δεν είχε διανοηθεί ότι τις έχει), να μπει σε λάθος μονοπάτια και να κάνει τα λάθη που κάνει ο πρωταγωνιστής μου.

Δικαιολογείς αυτόν τον άνθρωπο που βρίσκεται σε απόγνωση; Η ταινία τον δείχνει να οδηγείται σε χειρότερη απόγνωση με τις πράξεις του. Κάνει σίγουρα λάθος. Προσωπικά δεν είμαι ούτε δάσκαλος ούτε κοινωνιολόγος. Η βία στην ταινία είναι βία, ωστόσο υπάρχει και μεγαλύτερης μορφής στην κοινωνία μας. Δες για παράδειγμα αυτό που έγινε τις προάλλες. Δολοφόνησαν τον Παύλο Φύσσα και μετά δολοφόνησαν τα δύο παλικάρια κάτω από τη Χρυσή Αυγή. Τα λέω παλικάρια γιατί ήταν νέοι άνθρωποι που σε δέκα χρόνια μπορεί να ήταν αλλιώς, να είχαν μετανιώσει, να έλεγαν τι μαλακίες πίστευα μικρός. Βία υπάρχει παντού στην κοινωνία. Τόσο σε μεγάλο βαθμό όσο και σε μικρότερο που δεν το έχεις για κακό, δεν το πιάνεις αμέσως. Για παράδειγμα υπάρχουν γονείς που φέρονται αυταρχικά στα παιδιά τους. Όταν είσαι παιδί και μεγαλώνεις έχοντας έναν πατέρα που  πως σου λέει για ψύλλου πήδημα “σκάσε”, πήγαινε στο δωμάτιό σου και βούλωσέ το (παρόλο που στην κοινωνία είναι ένας καθώς πρέπει κύριος), όταν έχεις μανάδες που τσιρίζουν και καταπιέζουν τα παιδιά τους και αισθάνονται ότι τα κρατάνε το καλοκαίρι στις παραλίες σαν να είναι σκυλιά που τα έχουν δέσει, βία δεν είναι κι αυτό; Σκέψου λίγο, τί πολίτες βγάζει αυτή η κοινωνία; Πιστεύω ότι εθιζόμαστε στη βία από πολύ μικροί.

Στη δική μου γενιά το λέγαμε κράτος-αφέντη, τότε, στη δικτατορία. Λίγο μετά την μεταπολίτευση το κράτος-αφέντης έγινε κράτος-γλέντι.

Εσύ πως αισθάνεσαι αυτή την εποχή που ζούμε; Υπάρχει μια οργή εκεί έξω, την αισθάνεσαι παντού τριγύρω σου. Η οργή μου, τότε που ξεκίνησε να γράφεται το σενάριο, ήταν κοινωνική,  έβγαινε από το φαινόμενο των προσώπων που βρίσκονταν στα πράγματα, αυτά που λέμε σήμερα απλώς lifestyle. Aυτοί ήταν ένα πράγμα ενωμένο, μαζί τα έσπαγαν στα μπουζούκια με τα κλεμμένα λεφτά και τους άρχοντες. Ναι, κάποιους ανθρώπους τους πιάσανε, κάποιοι άνθρωποι μπήκαν στη φυλακή αλλά δεν άλλαξαν τα πράγματα. Οι μεγάλοι ακόμα κάνουν ό,τι θέλουν. Το ίδιο γίνεται και στην Αμερική, βγήκε ο δισεκατομμυριούχος Γουόρεν Μπάφετ και είπε  “όλοι εμείς που έχουμε έσοδα πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ας δώσουμε 0,5% για φέτος, να λυθούν όλα τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας”. Δεν τον ακολούθησε κανένας. Επίσης είχα οργή προς το κράτος. Στη δική μου γενιά το λέγαμε κράτος-αφέντη, τότε, στη δικτατορία. Λίγο μετά την μεταπολίτευση το κράτος-αφέντης έγινε κράτος-γλέντι. Στην Ελλάδα οι μεγάλες δυνάμεις μας έκλεψαν και τώρα έχουμε περάσει στο κράτος-εχθρό.  Στο κράτος που λέμε ότι είναι όλων ημών των μεσαίων, ας πούμε. Είναι εχθρός μας, είναι απέναντι μας, ο τρόπος με τον οποίο μπαίνει μέσα στους τραπεζικούς λογαριασμούς χωρίς να σε ρωτήσει και σου αρπάζει απροειδοποίητα είναι δικτατορική και αντισυνταγματική συμπεριφορά. Το κράτος αυτή τη στιγμή είναι εχθρός ενώ προσπαθεί για ένα πράγμα με το οποίο εγώ συμφωνώ.

Πόσο άσχημα είναι να ζεις στην Ελλάδα του σήμερα; Θα σου πω μια ιστορία. Όταν πήγα στρατό, ναύτης στη δικτατορία, ήμουν “χαρακτηρισμένος” ως αριστερός. Το κατάλαβα επειδή μου έδωσαν μια ιδιότητα βοηθητική, νοσοκόμου. Και είπα, εγώ που ήμουν επί πτυχίω στην Ανώτατη Εμπορική και με έβαλαν νοσοκόμο; Στη θητεία μου δεν ταλαιπωρήθηκα επειδή ήμουν μορφωμένος για το στρατό, ήξερα γραφομηχανή, αγγλικά, γαλλικά και με κράτησαν σε ένα γραφείο στο διοικητήριο. Εικοσιπέντε μήνες στο ίδιο γραφείο έχοντας από πάνω μου τον ίδιο άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος, ο Τάσος Αντωνίου είχε μια λαϊκή σοφία. Την ημέρα που απολύθηκα, χαιρετηθήκαμε -μετά από τόσο καιρό στο ίδιο γραφείο, δημιουργούνται φιλικοί δεσμοί- και φαινόταν ότι ήθελε κάτι να μου πει. Είπαμε γεια, φεύγω και τελικά με φωνάζει, σκύβει κοντά γιατί τον άκουγαν και μου λέει: “οι θεωρίες τις οποίες ασπάζεσαι είναι οι καλύτερες θεωρίες που υπάρχουν, είναι οι πιο σωστές που έχει φτιάξει το μυαλό του ανθρώπου μετά την αρχαία Ελλάδα”. Θεώρησε ότι εγώ είμαι κομμουνιστής, που δεν ήμουν αλλά προσωπικά αυτό πίστευα τότε. Τα περί ισότητας τέλος πάντων, περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Μου λέει “είναι oι καλύτερες αυτές οι ιδέες αλλά στη χώρα μας είναι αδύνατο να εφαρμοστούν. Ο μόνος τρόπος να λειτουργήσει σωστά η κοινωνία με αρχές είναι το να πάρουν όλους τους άνω των 5 ετών Έλληνες, να τους βάλουν στα καράβια του ελληνικού στόλου που δε λειτουργούν, να πάνε να τους φουντάρουν, να μας φάνε όλους οι καρχαρίες να μεγαλώσουν τα παιδιά μας μόνα τους. Γιατί όσο έχουν εμάς για δασκάλους, που εμείς είχαμε τους γονείς μας και οι γονείς μας τους κατσαπλιάδες τους δικούς τους, διαιωνίζεται το πράγμα. Δεν υπάρχει σωτηρία. Η ζωή τελικά στην Ελλάδα είναι η πάρτη του καθενός, εσύ επειδή είσαι καλοπροαίρετος νομίζεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο επειδή έχεις κάποιες θεωρίες”. Τότε το θεώρησα πάρα πολύ κυνικό και είπα κοίτα οι μεγάλες γενιές τι μαλακίες λένε. Λοιπόν, τώρα που έχω φτάσει εγώ στην ηλικία του, έχει φτάσει η Ελλάδα σ’ αυτή τη σαπίλα και βλέπω πόσο άθλια φερόμαστε ο ένας στον άλλο.

Γιατί σου πήρε  δεκατρία χρόνια να ξανακάνεις ταινία; Κάθε φορά που κάνω μια ταινία λέω ότι αυτή ήταν και η τελευταία. Όταν φτιάχνεις ένα φιλμ είσαι τελείως μόνος, ακόμα κι αν κινείς μια διαδικασία που από πίσω μπορεί να βρίσκονται 450 άνθρωποι. Τόσοι ήταν στον “Εχθρό Μου”, χωρίς τους τεχνικούς των εργαστηρίων. Είναι ένα άρμα πολύ βαρύ για να το σύρεις.  Τώρα μόνο αν με κρατήσει ένα πολύ καλό σενάριο θα ορμίσω να το κάνω. Ωστόσο όταν τελειώνει κάτι, καταλήγω σε ένα πράμα. Και σε αυτή την πρεμιέρα αλλά τώρα που το θυμάμαι και μετά το “Άντε Γεια” το ίδιο είχα πει: δε με χέζετε, έδωσα, φτάνει, δεν μπορώ άλλο. Θυμάμαι πως μέχρι και τα τυροπιτάκια της πρεμιέρας στο “Άντε Γεια”, που ήμουνα γνωστός από τον “Ξαφνικό Έρωτα”, ήμουν mainstream, είχα καλή διανομή, εγώ πήγα και τα παρήγγειλα και τα κουβάλησα. Τώρα δεν μου έχει έρθει ένα σενάριο από κάπου, από το κέντρο κινηματογράφου, από την ΕΡΤ από τη NOVA από την Odeon από τη Village. Οι μόνοι που ενδιαφέρονται αν θα ξανακάνω ταινία είναι το κοινό και οι αιθουσάρχες που έχουν παίξει τις ταινίες μου. Αυτοί είναι συγκινητικοί μέσα στα χρόνια. Στις αίθουσες που έχουν παίξει οι ταινίες μου εγώ δεν πληρώνω γιατί δεν μ’ αφήνουν να πληρώσω.

Άρα τι “έφταιξε”; Το ότι δεν σου ήρθε ένα καλό σενάριο; Η κούραση; Η κούραση του ότι δεν υπάρχει κάτι σε αυτό το σύστημα που να σου κάνει τη ζωή σου ευκολότερη, κάθε ταινία γίνεται όλο και πιο δύσκολα, ειδικά από την κρίση και ύστερα. Ωστόσο στα γυρίσματα της Πίσω Πόρτας γνωρίστηκα με τη γυναίκα μου, κάναμε την κόρη μας και ξαφνικά για πρώτη φορά βρέθηκα με οργανωμένη οικογένεια. Ερωτεύτηκα αυτό το κοριτσάκι, γούσταρα πολύ που ήμουν σε αυτή τη φάση, είχα δουλειά στη Φιλμική εταιρεία που ήμουνα παραγωγός διαφήμισης και ξαφνικά κοιτάζω και έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Μετά ασχολήθηκα με το ένα βιβλίο και μετά μ’ αυτή την ταινία, να πως πέρασαν τα χρόνια.

Πόσο εύκολο είναι να κλείσεις τη χρηματοδότηση για μια ταινία; Όταν σε ξέρουν και έχεις μια προϊστορία στο χώρο είναι πιο εύκολο να βρεθεί χρηματοδότηση. Οι ταινίες μου φέρνουν χρήματα πίσω, έχω μανία με τα καλά σενάρια οπότε δεν είχα πρόβλημα. Η χρηματοδότηση ήρθε εύκολα, αλλά στην πράξη, να βγουν τα λεφτά από τα ταμεία και να έρθουν για να γίνει η ταινία, είναι πολύ δύσκολο.

Όταν είσαι παιδί και μεγαλώνεις έχοντας έναν πατέρα που  πως σου λέει για ψύλλου πήδημα “σκάσε”, όταν έχεις μανάδες που τσιρίζουν κι αισθάνονται ότι κρατάνε τα παιδιά τους το καλοκαίρι στις παραλίες σαν να είναι σκυλιά, βία δεν είναι κι αυτό; Τί πολίτες βγάζει αυτή η κοινωνία; Εθιζόμαστε στη βία από πολύ μικροί.

Με τη Φιλμική Εταιρία τι γίνεται; Δεν κάνεις πια διαφημιστικά; Όχι δεν κάνω. Είμαι πρόεδρος στη Φιλμική επειδή ήταν δικό μου το μαγαζί, το έχω γεννήσει και το πονάω αλλά δεν έχω επιχειρηματικά συμφέροντα. Σαν παραγωγός έχω κάνει περίπου 750 διαφημιστικά.

Εκείνη τη στιγμή που κάνεις τα διαφημιστικά, που είναι δουλειά, αλλά είσαι σκηνοθέτης κινηματογράφου, δε νιώθεις να ρίχνεις τον εαυτό σου; Είναι τόσο μεγάλο σχολείο αυτό της διαφήμισης, είναι τόσο αποτελεσματικό και άμεσο που δεν έχει σχέση με την τετραετία, την πενταετία ή την εφταετία ακόμα που θέλει να γίνει μια ταινία -από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι να βγει η ταινία στις αίθουσες- και κινδυνεύει να εξανεμιστεί η κάβλα του πράγματος. Συμβαίνει πάρα πολύ συχνά. Αντίθετα όταν κάνεις ένα διαφημιστικό, σου έρχεται ένα σενάριο και κάθεσαι και το επηρεάζεις, κάνεις κάστινγκ, παλεύεις με τις τρεις πλευρές (διαφημιζόμενο, διαφημιστή και τον  εκτελεστή, την εταιρεία παραγωγής) και έχεις τόσα πράγματα να γεφυρώσεις και να φέρεις και να δώσεις ένα αποτέλεσμα. Αν αυτό που βγαίνει στον αέρα είναι καλό, θα σου φέρει κι άλλη δουλειά κι αυτή κι άλλη κλπ. Όλο αυτό γίνεται σε είκοσι και τριάντα μέρες, καμία σχέση με τον κινηματογράφο.

Γλυκαίνεσαι; Ναι. Γλυκαίνεσαι γιατί αισθάνεσαι πολύ αποτελεσματικός.

Είναι η διαφήμιση τέχνη; Η διαφήμιση δεν είναι τέχνη. Λένε ότι η διαφήμιση είναι εφαρμοσμένη τέχνη και το κάθε διαφημιστικό περιλαμβάνει όλες τις τέχνες. Μιλάμε για τη διαφήμιση όπως θα έπρεπε να είναι και όπως ήτανε μέχρι σήμερα. Tώρα είναι πιο λίγες οι δουλειές και τα budget που μπορούν να τα έχουν όλα τα παραπάνω είναι ελάχιστα. Η διαφήμιση πάντως πρέπει να είναι άρτια εικαστικά για να εκπαιδεύσει το μάτι των ανθρώπων. Γιατί τι άλλο εκτός από τις ταινίες και τη διαφήμιση θα το κάνει; Επομένως το αισθητικό μέρος είναι και το αφηγηματικό. Εγώ έχω και τις αγάπες μου και τις προτιμήσεις μου, μου αρέσει το αφηγηματικό και στη διαφήμιση, μου αρέσει να υπάρχουν σενάρια. Έχει αλλάξει και επηρεάσει και το επίπεδο του χιούμορ, σκέψου ότι ο Γιώργος ο Λάνθιμος που όλοι τον έμαθαν από τον Κυνόδοντα είχε κάνει τη διαφήμιση της Nova το “πουτ δε κοτ ντάουν”, έχει κάνει τ’ άντερά του δηλαδή με πολύ λαϊκά πράγματα. Ξέρει να τα κάνει.

Πώς σου φαίνεται η νέα γενιά των κινηματογραφιστών; Δεν χωρίζω τον κινηματογράφο σε γενιές. Καλές ταινίες έβγαιναν από πάντα. Από τον Τζαβέλα και το Γεωργιάδη μέχρι σήμερα. Το ιδανικό για έναν κινηματογραφιστή είναι να πάρει όλα τα βραβεία στα μεγάλα φεστιβάλ, να γεμίσει τις κινηματογραφικές αίθουσες και να πουληθεί παγκοσμίως. Όταν μιλάμε για σινεμά είναι για το σινεμά που θα το βλέπει κανείς στην αίθουσα, αυτό σημαίνει εμπορικό και είναι το ιδανικό. Αυτό δεν το έχει πετύχει κανείς. Απ’ την Ελλάδα από πότε έχει να επιτευχθεί αυτό; Ο Αγγελόπουλος είχε τα βραβεία, δεν είχε τα εισιτήρια. Τα διεθνή βραβεία δεν τα είχε ούτε η Λούφα και Παραλλαγή. Δεν τα έχει κανένας. Ούτε ο Κακογιάννης.

Ο Γεωργιάδης είχε όμως. Εκεί λοιπόν πίσω ήταν ο Γεωργιάδης, που για μένα δεν ήταν ο καλύτερος, ήταν ένας από τους 3 καλύτερους. Ο καλύτερος μακράν του μαυρόασπρου κινηματογράφου, του παλιού εμπορικού ήταν ο Τζαβέλας. Δηλαδή αν δεις τα κάδρα του και τα σενάρια του καταλαβαίνεις πόσο μεγάλος σκηνοθέτης ήταν. Ο Γεωργιάδης με τη λιγότερο εμπορική του ταινία στην Ελλάδα είχε πάρει τα βραβεία στο εξωτερικό.

Η αγαπημένη σου ταινία από αυτές που έχεις γυρίσει ποια είναι;

Ε, η τελευταία πάντα. Μέχρι να την ξεπεράσω με την επόμενη.

Η ταινία “Ο Εχθρός Μου” βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου από την Odeon.

Θοδωρής Κανελλόπουλος

Share
Published by
Θοδωρής Κανελλόπουλος