Αν δεν κάνω λάθος, είχαμε συναντηθεί μία φορά στα γραφεία των εκδόσεων Οξύ, πριν από μία δεκαετία περίπου. Από τότε στοιχηματίζω ότι όλο και κάπου θα έχουμε συναντηθεί, ξανά και ξανά, αλλά δεν έχω ιδέα που και πότε. Τις προάλλες, πάντως, που ήταν σαν να τον έβλεπα ξανά μετά από καμιά δεκαριά χρόνια, την ίδια στιγμή μου φάνηκε σαν να τον είχα ξαναδεί μόλις την προηγούμενη μέρα. Σαν να ήξερα ότι θα έρθει στο ραντεβού φορώντας καμπαρντίνα, χοντρά κοκκάλινα γυαλιά (“χαίρομαι που είναι πάλι στη μόδα και δε κοιτάζουν πια περίεργα στο δρόμο”, μου είπε αστειευόμενος), κάτι που θα ήταν φουλάρι αν δεν ήταν κασκόλ τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του και μία τραγιάσκα με το γείσο της τόσο κατεβασμένο ώστε να χρειάζεται να δώσει μία ελαφριά κλίση προς τα πάνω στο κεφάλι του για να σε κοιτάξει στα μάτια. Τις δυο-τρεις στιγμές που αφαιρέθηκα στη συνέντευξη (ναι, συμβαίνουν κι αυτά), γιατί κάποιος τον χαιρέτησε ή γιατί με κάποιον γνωστό του (μιας και βρεθήκαμε στο στέκι του, στο καφέ Poems & Crimes) αστειεύτηκε εκείνος, μου έκανε εντύπωση ότι το μυαλό μου διακτινιζόταν στην Αριστερή Όχθη. Μέχρι που ξαναπιάναμε το νήμα της κουβέντας από εκεί που το είχαμε αφήσει και καταλάβαινα γιατί.
Στη λογοτεχνία φτιάχνουμε ανθρώπους για να τους χρησιμοποιούμε αναλόγως. Στον Διασυρμό δεν είμαι εγώ ο Νίκος Βελής. Είναι ένας ήρωας με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφικά, έχει όμως και άλλων ανθρώπων. Είναι σύνδεση προσώπων και σύνδεση χρόνων. Γιατί ήθελα να δείξω ότι αυτό που με νοιάζει είναι ένας τρόπος ζωής που κρατάει στις δεκαετίες και ότι δεν είναι απλά μια μόδα.
Αυτό το βιβλίο προέκυψε ως συνέχεια κάποιων άλλων πραγμάτων που έχω κάνει στο παρελθόν. Ορισμένα κεφάλαια γράφτηκαν το 2003. Πέρυσι όμως επιταχύνθηκε η διαδικασία γιατί είδα ότι η εποχή έχει ξεχάσει κάποια πράγματα, και περισσότερο απ’ όλα ένα τρόπο ζωής που στηρίζεται πιο πολύ σε μια λυρική, σε μια ποιητική διάθεση παρά σε ένα ωφελιμιστικό κυνήγι του χρήματος, της δόξας, της καριέρας, της ασφάλειας. Όλα αυτά ήθελα να τα θυμίσω και στον εαυτό μου και στους άλλους.
Δε με ανησυχεί αν κάποιοι διαβάζοντας το βιβλίο νομίσουν ότι “βλέπουν” τους εαυτούς τους. Κανείς δεν “φωτογραφίζεται”. Είναι ιστορίες που μπορείς ούτως ή άλλως να τις ακούσεις και στο δρόμο. Κυλάνε σαν μπλουζ τραγούδι. Το μπλουζ τι είναι; “Με άφησε η γυναίκα μου και είμαι με τη βαλίτσα στο δρόμο και περιμένω το τρένο”. Διακόσια εικοσιοχτώ χιλιάδες μπλουζ έχουν γραφτεί με αυτό το θέμα.
Ναι, είναι έντονο το αυτοσαρκαστικό στοιχείο στη γραφή μου. Έχουμε και χιούμορ, πως να το κάνουμε. Μόνο οι στρατιωτικοί δεν έχουν αυτοσαρκασμό.
Μπορεί όντως εκείνη την εποχή να ζούσαμε σε μια παράλληλη πραγματικότητα σε σχέση με την επίσημη. Και τώρα όμως συμβαίνει αυτό για πολλούς ανθρώπους. Κι εγώ σαν νεόγερος και πολλοί άλλοι νέοι και μη δε ζουν σκεπτόμενοι τι είπε ο Κατρούγκαλος ή πως αντέδρασε η Σώτη ή τι έγραψε ο Πρετεντέρης. Ζουν διαβάζοντας Τόμας Πίντσον ή ακούγοντας το καινούριο project του The Boy. Απλώς τα τελευταία 10-15 χρόνια η κοινωνία έχει υποστεί ένα φρικτό βομβαρδισμό ώστε να θεωρείσαι περίεργος αν ασχολείσαι με αυτά τα πράγματα.
Αν γράφεις βιβλία ή ποιήματα έχεις πάντα την αγωνία για το τι θα κάνεις με το επόμενο βιβλίο σου, με το επόμενο σχέδιο που έχεις στο κεφάλι σου. Δεν ξέρω βέβαια αν το ίδιο ισχύει για τη Χρυσηϊδα Δημουλίδου.
Μην κοιτάς που υπάρχει ένας πληθωρισμός με το Internet και το Facebook, που γράφει ο καθένας ό,τι θέλει. Είναι τεράστια ευθύνη να χρησιμοποιείς τις λέξεις. Όντως η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.
Το να φτιάξεις ένα σύμπαν ολόκληρο από την αρχή όπως ο Μπόρχες, ο Πίντσον, ο Σκαρίμπας, ο Τσίρκας, όλοι αυτοί, και τα τικ τα δικά σου να γίνουν κοινό κτήμα και να συζητιούνται μετά από χρόνια είναι τρομακτικά σημαντικό.
Όταν γράφω, συνέχεια συνομιλώ με πιθανούς αναγνώστες στο μυαλό μου. Κυρίως, όμως, σκέφτομαι αν θα μπορούσα να κάτσω στο ίδιο τραπέζι με τον Λου Ριντ της εποχής των Velvet Underground. Αν αυτό που κάνω μου δίνει το εισιτήριο, το δικαίωμα, να κάτσω να φάω μαζί του και να τα πούμε σαν φίλοι.
Τίποτα δεν είναι ο θάνατος του συγγραφέα. Είμαι πιο κοντά στη σχολή Μπάροουζ που χρησιμοποιούσε το ψαλίδι, την κόλλα και ήταν της άποψης ότι η λογοτεχνία είναι πενήντα χρόνια πίσω από τα εικαστικά, οπότε έβαλε στη λογοτεχνία εικαστικούς τρόπους, του Νταντά και του υπερρεαλισμού. Είμαι πιο κοντά σε αυτό πάρα σε μια νεολουδίτικη άποψη, περί επιστροφής στο χαρτί και στο μολύβι.
Από άποψη ρυθμολογίας ο τρόπος που γράφω δεν έχει αλλάξει με τα χρόνια. Και εξακολουθώ να κάνω την περισσότερη δουλειά όταν ξυρίζομαι. Τότε κατεβαίνουν οι περισσότερες ιδέες.
Δεν υπάρχει ωραιότερος ήχος από αυτόν της γραφομηχανής, όταν την κοπανάς. Από την άλλη, είναι ωραία να γράφεις στον υπολογιστή, αθόρυβα, τα ξημερώματα. Εδώ και καιρό γράφω πολύ στο χέρι και τα βράδια το γυρίζω στον υπολογιστή.
Ακόμη θυμάμαι τη μέρα που ο Αρανίτσης μου έδειξε πως γίνεται το copy-paste στον υπολογιστή. Όλο αυτό που ο Μπάροουζ το έκανε με ψαλίδι, κόλλα και σελοτέιπ.
Δε μπορείς να πας πίσω την εποχή σου. Ούτε διαλέγεις την εποχή που θα ζήσεις. Διαλέγεις τι στάση θα κρατήσεις. Μαθαίνεις να ελίσσεσαι πονηρά και άναρχα.
Δεν ξέρω τι θα πει ασφάλεια. Δεν υπάρχει ασφάλεια στον καλλιτέχνη. Το μόνο που υπάρχει είναι το να έχεις ένα όραμα στο κεφάλι σου και να προσπαθείς να το κάνεις χαρτί, να το κάνεις παράσταση στο θέατρο, να το κάνεις πραγματικότητα,
Αισθάνομαι μεγάλη ασφάλεια μόνο με τα γούστα μου. Ξέρω πολύ καλά τι μου αρέσει και τι δε μου αρέσει. Δε μπορώ πάντα να το εξηγήσω. Αν ζοριστώ μπορώ να το εξηγήσω αλλά πολλές φορές δε χρειάζεται. Γιατί να εξηγήσω γιατί μου αρέσει ο Μπομπ Ντίλαν; Ή γιατί μου αρέσει η Ντιαμάντα Γκαλάς;
Το τρίπτυχο “φιλοποσία, φιλοκαπνία, βιβλιοφιλία” που περιγράφω στον Διασυρμό δεν ήταν αυτοκαταστροφική στάση ζωής. Δεν πίνεις ένα μπουκάλι ποτό για να καταστραφείς. Είναι ενδεχομένως ένα φλερτ με τον θάνατο, όπως και το τσιγάρο – είναι φοβερό να βλέπεις τον καπνό – αλλά μέχρι εκεί.
Έμαθα να πίνω στα τσιπουράδικα του Βόλου. Βλέποντας τους γέροντες εκεί να πίνουν και να αγορεύουν, γραβατωμένοι, άψογοι, με τη χωρίστρα τους και τη χτένα μονίμως στο τσεπάκι, όλο αυτός ο κόσμιος αέρας της κατάστασης ασκούσε πάνω μου έντονη γοητεία.
Πιο αυτοκαταστροφικό από όλα είναι το διάβασμα, γιατί δε μπορείς να το κόψεις. Έχω κόψει και το τσιγάρο και το πότο, το διάβασμα δε μπορώ να το κόψω.
Αν μικρός ακούς όλη μέρα από μπομπινόφωνο Χατζιδάκι, Αττίκ, Δανάη, όσο και αν αργότερα, στα δεκαέξι, το γυρίσεις στον Τζόνι Ρότεν, αυτά ξανάρχονται, θες δε θες. Μπαίνουν από το παράθυρο. Ευτυχώς που το κάνουν δηλαδή.
Στον Διασυρμό προσπάθησα να βγάλω το ότι ήμασταν μία παρέα που λειτουργούσε κάπως σαν τους τζαζίστες. Παίζαμε ο καθένας τη δική του μουσική, αλλά στο ίδιο ευρύ γκρουπ. Τι ανταγωνισμό μπορεί να έχει ο Κολτρέην με τον Μάιλς Ντέιβις; Έχουμε παίξει και μπουνιές αλλά ουσιαστικά όλο αυτό ήταν μία συνενοχή. Όλοι ήμασταν ένα work in progress, από τον Βακαλόπουλο και τον Αρανίτση μέχρι τον Σταθόπουλο και μένα που ήμασταν πιο μικροί, τον μακαρίτη τον Λάγιο, όλοι συνθέτουμε κάτι κι ας έχει ο καθένας την αναπηρία του, την τρέλα του. Νομίζω ότι προσπάθησα να το βγάλω στο βιβλίο, για αυτό χαρακτηριστικά δικά μου τα έχει πάρει άλλος, άλλου τα χω πάρει εγώ και γίνεται ένα rave, ας πούμε, με τους χαρακτήρες να μην έχουν την ανάγκη να είναι πλασμένοι όπως στο παλιό, καθώς πρέπει μυθιστόρημα.
Ναι, είναι έντονο το αυτοσαρκαστικό στοιχείο στη γραφή μου. Έχουμε και χιούμορ, πως να το κάνουμε. Μόνο οι στρατιωτικοί δεν έχουν αυτοσαρκασμό.
Έχω ζήσει επί σειρά ετών χωρίς ψυγείο.
Μου αρέσει η έννοια του εργαστηρίου, του ατελιέ, του γραφείου. Κάπου που πας και δουλεύεις τα πράγματα που έχεις στο κεφάλι σου ώστε να τα μετασχηματίσεις σε τέχνη. Αυτό νομίζω ότι είναι είναι θαυμαστό.
Ισχύει για τους περισσότερους από τους συγγραφείς που με ενδιαφέρουν. Προσπαθούν και γράφουν το ίδιο βιβλίο, όπως λέγεται. Σαν τον Μπέκετ, που έγραφε διαρκώς για την εξόρυξη της βλακείας και του σκοταδιού, με τρομερό χιούμορ όμως. Και για μένα το ίδιο ισχύει.
Έχουμε γίνει λίγο ανάπηροι στο πως αντιλαμβανόμαστε την ευτυχία. Έχω περάσει ένα από τα πιο ωραία βράδια της ζωής μου, όταν ένας φίλος έφυγε από το στρατό πιο νωρίς από μένα, και σε μία άδειά μου τον επισκέφτηκα και καθίσαμε όλο το βράδυ στο τραπέζι της κουζίνας πίνοντας ουίσκι και λέγοντας χαζά πράγματα. Ήταν μια βραδιά που ένιωθα ότι ήμουν κομμάτι του σύμπαντος. Όλο αυτό το έχουμε χάσει λίγο. Κοντεύουμε να πιστέψουμε ότι το μόνο συναρπαστικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να πηδήξουμε από τον Ισθμό της Κορίνθου με το καλώδιο, πως το λένε. Ε, δεν είναι.
Ο άνθρωπος είναι ένα ον που πρέπει να εξοικειώνεται με τη συντριβή. Να μη ξεχνάει ότι είναι θνητός και φθαρτός.
Οι συγγραφείς δεν πρέπει να έχουν εγωισμό απέναντι σε αυτό που γράφουν. Πρέπει να το αλλάζουν και να το ξαναγράφουν μέχρι να βγει όπως πρέπει.
Η τελειότητα είναι μια απάτη. Και η καθαριότητα μου βρωμάει πολύ. Όταν βλέπω αμερικάνικες ταινίες που έχουν όλοι τέλειες οδοντοστοιχίες, για να στανιάρω βάζω μετά και ακούω δύο ώρες Pogues.
Έχω στα σκαριά ένα βιβλίο που θα εκδοθεί στις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Θα λέγεται «Λαϊκή Ψυχή» και θα αφορά το πώς βλέπω εγώ τα λαϊκά τραγούδια. Θα είναι σαν μικρό ντοκιμαντέρ αλλά με μυθοπλασία.
Η Αθήνα μου αρέσει τόσο πολύ που μετανιώνω για τα ταξίδια που έχω κάνει. Δε θέλω να ξαναφύγω από εδώ.Είναι χάσιμο χρόνου να ταξιδεύεις. Η ζωή δεν είναι καρτ ποστάλ.
Μόνο όταν είμαι καλά μπορώ να γράψω. Και όταν δεν είμαι, προσπαθώ να γίνω καλά για να κάτσω να γράψω.
Και ο περιπτεράς της γειτονιάς καίγεται με τα σωθικά του, και ο υπάλληλος του ΟΤΕ. Όλοι καιγόμαστε με τα σωθικά μας. Απλώς οι ποιητές είναι πιο ευαίσθητοι και καίγονται πιο πολύ, γιατί είναι σε μια διαρκή αγωνία.
Μην ξεχνάς ότι ένας καλλιτέχνης έχει να αντιμετώπισει όχι μόνο το μέλλον αλλά και το παρελθόν. Κάθεσαι και σκέφτεσαι τι έχει ζωγραφίσει ο Πικάσο ή τι έχει γράψει ο Raymond Chandler και αναρωτιέσαι τι νόημα έχει αυτό που κάνεις εσύ.
Δε μπορείς να έχεις την απαίτηση να σε καταλάβει κάποιος που δε τον καταλαβαίνεις ούτε εσύ.
Δεν είμαι καθόλου εγωιστής. Ούτε νοσταλγικός. Γιατί να είμαι; Δεν προλαβαίνω. Έχουμε απλώσει τραχανά, που έλεγε και ο Φλωράκης.
Τώρα που ερχόμουν με το αυτοκίνητο είδα ένα εκκλησάκι στη κατάληψη του πάρκου στα Πατήσια, με το καντήλι αναμμένο. Είναι βαμμένο ροζ και ροζ έχουν βάψει το διπλανό κολωνάκι. Μας ήρθε με τη γυναίκα μου η ιδέα να κάνουμε ένα βιβλίο για όλα αυτά τα κόλπα της Αθήνας.
Η δημιουργικότητα και η επαφή με τους ανθρώπους είναι το νόημα της ζωής. Και να μπορείς να πηγαίνεις για ύπνο μετά από μια μέρα δουλειάς και να ξέρεις ότι δεν κορόιδεψες κανέναν.
Θέλω το κάθε βιβλίο μου να είναι κάτι για το οποίο να μην ντρέπομαι μετά.
Δε παίζω πια σκάκι. Διαβάζω όμως παρτίδες άλλων. Πως ακούω μουσική αλλά δε παίζω μουσική; Κάπως έτσι.
Ο Διασυρμός του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί το Ουζομαυσωλείον Καπετάν Μιχάλης (σειρά: Αιφνίδια Ντοκιμαντέρ).