Ο πρόσφυγας βρίσκεται εδώ και χρόνια, πολύ προτού ζήσουμε την πρωτοφανή προσφυγική κρίση μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, στον πυρήνα της δουλειάς της ανήσυχης σκηνοθέτιδας Γιολάντας Μαρκοπούλου, η οποία μόλις ολοκλήρωσε στο “Μπάγκειον” μια απόπειρα αποτύπωσης της σύγχρονης προσφυγικής εμπειρίας, με αληθινές μαρτυρίες, ενώ πρόσφατα σκηνοθέτησε τους “Εμιgrέδες” του Μρόζεκ, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (η παράσταση, με το Θάνο Τοκάκη και τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο συνεχίζεται).
Από το ξεκίνημά σου επέλεξες να κάνεις αυτό που θα λέγαμε πολιτικό θέατρο ή ένα θέατρο με πολιτικό προσανατολισμό: έχεις ασχοληθεί με τα βασανιστήρια των δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής και εξαιρετικά επίμονα με τους πρόσφυγες. Στην ίδια γραμμή, σήμερα ανεβάζεις τους “Εμιgrρέδες”. Το θέατρο πρέπει να συνομιλεί με τη συγκυρία; Εξαρτάται. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν σκέφτομαι το θέατρο που κάνω ως «πολιτικό» ή μη. Τα θέματα τα οποία επιλέγω είναι θέματα τα οποία όντως με απασχολούν τη συγκεκριμένη στιγμή. Προσπαθώ να είμαι πάντα συνδεδεμένη με την εποχή στην οποία ζούμε, την πραγματικότητα, προσπαθώ να παρακολουθώ τι συμβαίνει στον δρόμο.
Δηλαδή; Το “Tejas Verdes” του Fermin Cabal, ήταν η πρώτη μου παράσταση πριν από σχεδόν 10 χρόνια, σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, το οποίο και ονόμασα ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ. Ηταν ένα κατεξοχήν πολιτικό έργο που μιλάει για τη δικτατορία του Πινοτσέτ στη Χιλή και τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι «εξαφανισμένοι» τότε, βασισμένο σε αληθινές μαρτυρίες. Παρόλα αυτά όταν επέλεξα αυτό το έργο δεν το επέλεξα για να μιλήσω για το θέμα της δικτατορίας. Το επέλεξα γιατί με συγκίνησε πάρα πολύ η ιστορίας ενός κοριτσιού που εξαφανίστηκε άδικα. Τα θέματα τα οποία επιλέγω δεν τα βλέπω απαραίτητα από την πολιτική τους σκοπιά αλλά από μια πλευρά πιο ανθρώπινη, ίσως από το πώς υπάρχει ο άνθρωπος σε μια συγκυρία.
Δεν είχες τη ανάγκη να θίξεις κάτι σε σχέση με τη συγκυρία τότε; Τότε, μιλάμε για το 2007, ήταν λίγο πριν γίνουν τα γεγονότα του 2008. Ακόμα δεν είχε ξεκινήσει η κρίση και ήμασταν στα τέλη μιας ευημερίας, μιας χειμερίας νάρκης, θα έλεγα, απέναντι στο τι θα μας συνέβαινε τα επόμενα χρόνια. Τότε με είχε ρωτήσει μια δημοσιογράφος: «Εσύ, 24 χρονών, πώς επέλεξες να ασχοληθείς με ένα τέτοιο θέμα; Δικτατορία, τώρα;» Τα πράγματα το 2007 ήταν διαφορετικά από ό,τι είναι σήμερα. Τότε ένα τέτοιο έργο θεωρώ ότι ήταν όντως σπάνιο να ανέβει, δεν ήταν όπως τώρα που ανεβαίνουν πάρα πολλά έργα που θίγουν ευθέως τέτοια θέματα ή συνδέονται με μια πραγματική ιστορία.
Το ανέβασες αποκλειστικά για το ανθρώπινο σκέλος, το κορίτσι που εξαφανίστηκε; Τότε ένιωθα ότι κάπως έπρεπε να ξυπνήσουμε από αυτό το όνειρο, να είμαστε προετοιμασμένοι, να είμαστε πιο πολύ συνδεδεμένοι με το τί συμβαίνει πραγματικά. Και το Tejas Verdes είχε αυτή την πλευρά, ήταν ένα έργο με έντονα στοιχεία σοκ, μιλούσε για βασανιστήρια, μιλούσε για νέους ανθρώπους οι οποίοι εξαφανίστηκαν άδικα από το καθεστώς, για το θάνατο μιας νέας γενιάς επειδή είχε κάποια πιστεύω και κάποιες ανησυχίες.
Τους Εμιgrέδες του Μρόζεκ γιατί τους επέλεξες σήμερα; Αυτή μοιάζει να είναι μια κατά μέτωπο προς τη συγκυρία επιλογή. Αυτό είναι κάτι που με αφορά πάνω απ’όλα: Για ποιον λόγο ανεβαίνει αυτό το έργο σήμερα; Οι Εμigredes γράφτηκαν τη δεκαετία του ’70, μιλάμε για μια άλλη εποχή, μια άλλη πραγματικότητα πολιτική και κοινωνική. Οπότε σήμερα τί μπορείς να βρεις σε αυτό το έργο για να το φέρεις σε μια σύγχρονη πραγματικότητα; Επίσης αναρωτιέσαι από πού έρχονται, πού πάνε και γιατί αυτοί οι άνθρωποι; Για μένα είναι σχεδόν σαν να έχουν μεταναστεύσει στην ίδια τους τη χώρα, δηλαδή έχουν αλλάξει τόσο πολύ τον τρόπο ζωής τους τα τελευταία χρόνια που οι ίδιοι είναι σα να βρίσκονται σε μια άλλη χώρα, να ζουν μια διαφορετική ζωή.
Υπάρχει σημείο που τέμνονται οι πρόσφυγες του Μρόζεκ με τους πρόσφυγες της Ελλάδας σήμερα; Η ταυτότητα αυτών των ανθρώπων είναι πολλαπλή, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να καταλήξω σε μια ταυτότητα. Παρόλα αυτά για να συνδεθούμε με το σήμερα, ο ένας είναι ένας πολιτικός πρόσφυγας (Προμηθέας Αλειφερόπουλος) και ο άλλος ένας οικονομικός μετανάστης (Θάνος Τοκάκης). Οπότε μιλάμε για δύο διαφορετικές περιπτώσεις μετανάστευσης και για το πώς αυτοί οι δύο άνθρωποι συνυπάρχουν μέσα στο ίδιο δωμάτιο, πως συζούν. Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ προέρχονται από την ίδια χώρα, προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα οπότε αυτό αμέσως-αμέσως τους διαφοροποιεί τρομερά. Πιστεύω ότι το σημείο αυτό είναι εξαιρετικά σύγχρονο. Όσο κυλάει το έργο αποκαλύπτονται οι πολλαπλές τους πλευρές και αγωνίες, μέσα από ανθρώπινες στιγμές και βέβαια αρκετό χιούμορ.
Είναι επομένως ένα κείμενο και για τις ταυτότητες και πόσο εύκολα μετακινούνται, διασαλεύονται; Ναι. Είναι πολύ εύκολο ξαφνικά η ταυτότητά σου να αλλάξει, να βρεθείς κάπου αλλού και να γίνεις ένας άλλος άνθρωπος, να αλλάξεις τα πάντα γύρω σου. Οι συνθήκες είναι έτσι φτιαγμένες που είναι εύκολο να σου συμβεί αυτό είτε για καλό είτε για κακό. Οι σημερινοί πρόσφυγες δεν έρχονται εδώ επειδή ήθελαν να φύγουν από τις χώρες τους. Ο πόλεμος τούς αναγκάζει να φύγουν, οπότε αν ψαξουμε να βρούμε κάτι κοινό είναι ότι ο ένας χαρακτήρας είναι πολιτικός πρόσφυγας και δεν μπορεί να γυρίσει πια πίσω. Οικονομικοί μετανάστες πάντα θα υπάρχουν. Αναγκάζονται όλοι να βρουν ένα νέο τρόπο ζωής, να συνυπάρχουν με ανθρώπους που μπορεί να μη θέλουν να συνυπάρξουν, να κάνουν πάρα πολλές υποχωρήσεις, να ξαναχτίσουν από την αρχή την ταυτότητά τους, να χάσουν ο,τιδήποτε είχαν κατακτήσει στην πατρίδα τους. Αυτό είναι πολύ λυπηρό γιατί βρίσκεσαι ξαφνικά σε μια κοινωνία που δε σε δέχεται απαραίτητα με ανοικτή αγκαλιά αλλά σε κρίνει πολύ αυστηρά και πάντα με μια «ταμπέλα», την ταμπέλα του πρόσφυγα, που είναι πάρα πολύ δύσκολο να τη ξεφορτωθείς ή έστω να μην την αφήσεις να σε καταβάλλει.
Εχεις δουλέψει με φουρνιές προσφύγων τα τελευταία 5 χρόνια, στο πρόγραμμα Station Athens του ΣΥΝΕΡΓΕΙΟΥ και της ΜΚΟ ΑΜΑΚΑ. Πώς βιώνουν την προσφυγιά στην Ελλάδα αυτοί οι άνθρωποι; Οι πρόσφυγες με τους οποίους συνεργάζομαι είναι νεαροί. Μαζί τους κάθε χρόνο φτιάχνουμε μια παράσταση με ιστορίες και ντοκουμέντα από τη ζωή τους, με αληθινές μαρτυρίες και πρωτότυπα υλικά. Αυτό είναι κάτι το οποίο έχουμε καλλιεργήσει πάρα πολύ έντονα τα τελευταία χρόνια οπότε είμαι πολύ κοντά και προσωπικά πια στο τί συμβαίνει με το θέμα της προσφυγιάς, κάτι το οποίο είναι πλέον μείζον παγκόσμιο θέμα. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι δεν έχω έρθει σε πολύ επαφή με τις νέες γενιές προσφύγων από τη στιγμή που τρέχουμε ένα εργαστήριο που τα περισσότερα μέλη μας είναι σταθερά. Μην ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι που έρχονται εδώ δεν είναι οι άνθρωποι που θα έρθουν εύκολα σε ένα εργαστήριο τεχνών ή θα δουλέψουν σε μια σταθερή βάση, από τη στιγμή που έρχονται για να φύγουν. Ο τελικός σταθμός τους δεν είναι η Αθήνα -αν γίνει η Αθήνα θα το δούμε σε κάποιο καιρό. Παρόλα αυτά το να έχεις μια ενεργή ομάδα ανθρώπων οι οποίοι πιστεύουν στο θέατρο σαν μορφή τέχνης και βρίσκουν ένα τρόπο να εκφραστούν μέσα από αυτό, το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό και σπάνιο γιατί χρειάζεται πραγματική θυσία και δέσμευση. Αυτή η δέσμευση δεν είναι καθόλου δεδομένη και το θεωρώ πολύτιμο που το έχουμε καταφέρει και έχουμε φτιάξει την ομάδα μας η οποία συνεχίζει δυναμικά την πορεία της και είναι η μόνη σταθερή ομάδα με την οποία δουλεύω.
Η σταθερή ομάδα είναι η Station Athens, η οποία πέρυσι συμμετείχε στο Φεστιβάλ Αθηνών με την παράσταση «Είμαστε οι Πέρσες!»; Ναι. Στην ουσία, τα μέλη της ομάδας μας αντιπροσωπεύουν με κάποιο τρόπο τις κοινότητές τους, τους ανθρώπους οι οποίοι φτάνουν εδώ και δεν έχουν τρόπο να μιλήσουν. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες δουλεύουν ως διερμηνείς για τους πρόσφυγες που έρχονται. Οπότε μπορεί να μην έχω εγώ άμεση επαφή, αλλά μέσω του εργαστηρίου πάντα συζητάμε για το πώς είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή, για να προσφέρουμε βοήθεια σε αυτό τον πληθυσμό μέσω του θεάτρου και του εργαστηρίου.
Ακόμη μια δράση σου στο ξενοδοχείο «Μπάγκειον», το “Dome experience- Traces”, στα πλαίσια του Dome Event, μιας διεθνούς διοργάνωσης για το προσφυγικό ζήτημα, σχετιζόταν με τον πρόσφυγα. Ξεκίνησε ύστερα από πρόσκληση της Μάρθας Μπουζιούρη-η οποία οραματίστηκε το project και το συν σκηνοθετήσαμε- να δουλέψουμε μαζί πάνω σε υλικό από πρόσφατες μαρτυρίες και θραύσματα της προσφυγικής διαδρομής με σκοπό να δημιουργήσουμε μία βιωματική περιήγηση, μια απόπειρα αποτύπωσης της σύγχρονης προσφυγικής εμπειρίας μέσα από τη σκοπιά των ανθρώπων οι οποίοι κατοικούν στιγμιαία, προσωρινά ή μόνιμα διαφορετικά σημεία της διαδρομής. Το «Μπάγκειον» ως πρώην ξενοδοχείο χρησιμοποιήθηκε ακριβώς για να φιλοξενήσει αυτή τη φορά όλο αυτό το υλικό, που βασίζεται σε αυτή την προσωρινή ‘in transit’ διαμονή σε έναν τόπο. Μαζί με τη δημιουργική ομάδα δουλέψαμε με κοινό στόχο να φωτίσουμε τις μεμονωμένες ιστορίες των ανθρώπων, να σταθούμε εκεί, και να απομακρυνθούμε από τα «νούμερα» και το υλικό που μεταδίδεται καθημερινά στις οθόνες μας. Σημαντικό ήταν ότι θέλαμε να δείξουμε και την άλλη πλευρά στην ιστορία της διαδρομής και τους ανθρώπους που εμπλέκονται. Για παράδειγμα, οι performers που συμμετείχαν ήταν από την μία ο Ramzan Mohammad (μέλος της ομάδας μας Station Athens) ο οποίος ήταν σε ένα δωματιο ξενοδοχείου περιμένοντας…να πάρει την βάρκα για την Ελλάδα και από την άλλη ο Τηλέμαχος Τσώλης, ο οποίος ως εκπαιδευόμενος σε ξενώνα ανηλίκων προσφύγων στη Αθήνα δεχόταν τους επισκέπτες και τους έβαζε μέσα στον δικό του χώρο εργασίας. Η Βέρα Λάρδη με ενεργή δράση στη Λέσβο, υποδεχόταν τους «επισκέπτες» του ξενοδοχείου στην είσοδο του ξενοδοχείου και ο Ozgur Tonak έδινε τσάι στο σταθμό της Γευγελής.
Αισθάνεσαι με τέτοιες δράσεις ότι η τέχνη σου πιάνει περισσότερο τόπο; Ναι, τα εγχειρήματα με τα οποία είχα και έχω την τύχη να ασχοληθώ νιώθω ότι έχουν μεγάλη αξία αυτή την στιγμή. Η τέχνη σαν εργαλείο έρχεται να αποκαλύψει μια άλλη πιο ανθρώπινη πλευρά και να σταθεί στο πλάι ανθρώπων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και να τους δώσει μια μικρή έστω και στιγμιαία ώθηση. Ελπίζω σύντομα να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο, αλλιώς…
Είσαι σύζυγος του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Στάθη Λιβαθινού. Δεν σε είδαμε μέχρι στιγμής να περνάς ως σκηνοθέτιδα το κατώφλι του Εθνικού. Ζήτημα δεοντολογίας; Θα το περάσω σίγουρα, ως θεατής! Δεν πιστεύω ότι επειδή ο Στάθης Λιβαθινός είναι εκεί ως διευθυντής, εγώ -κι ας είμαι σκηνοθέτης- πρέπει να έχω μια θέση στο Εθνικό Θέατρο. Με ενδιαφέρει να έχω μια ανεξάρτητη πορεία στο θέατρο.
Πόσο εύκολο είναι να συνεχίζεις να κάνεις θέατρο σήμερα μόνη; Δεν είναι καθόλου εύκολο να κάνεις θέατρο σε αυτή την χώρα, πόσο μάλλον στην οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή όλο το φάσμα των τεχνών. Έχοντας και μεγάλη εμπειρία στην παραγωγή, βλέπω δυστυχώς ότι τα πράγματα δεν είναι βιώσιμα, είναι πάρα πολύ δύσκολο να φτιάξεις μια παράσταση που θα είναι επαγγελματικά και οικονομικά βιώσιμη και θα είναι όλοι οι συντελεστές ευχαριστημένοι. Η συνταγή δεν είναι απλή και δεν πετυχαίνει κάθε φορά. Είναι καθαρά θέμα επιτυχίας, θέμα ποιότητας, και ξεχωρίζουν συγκεκριμένα θέματα στο θέατρο. Το κοινό από τη μια έχει τόσες πολλές επιλογές λόγω της πληθώρας θεαμάτων που ανεβαίνουν κάθε σαιζόν, κι από την άλλη τελικά δεν ξέρω ποιος είναι ο τρόπος για να προσελκύσεις τον άλλον και να τον φέρεις σε σένα, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Παρόλα αυτά, πάντα αποτελεί μια πρόκληση, κι όταν πιστεύεις στη δουλειά σου και πιστεύεις αυτό που θες να πεις και να κάνεις, καλώς ή κακώς πάντα παίρνεις ένα ρίσκο και λες «πάμε, το κάνουμε και θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε!» Αυτό το «ό,τι καλύτερο μπορούμε» στις μέρες μας νομίζω έχει γίνει κανόνας… Άλλες φορές φέρνει καταστροφικά αποτελέσματα και άλλες φορές σε βγάζει ασπροπρόσωπο.