Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Αγαπητέ ποιητή, γιατί στην Ελλάδα των δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνεχίζουν να σας αποκαλούν «Φανφάρα»;

«Μαύρα κοράκια, άσπρα κοράκια». Πείτε μου πόσες φορές έχετε εκστομίσει ή έχετε σκεφτεί αυτή τη φράση όταν κάποιος σας αναφέρει ότι γράφει ποίηση; Ο «Φανφάρας» από το Ξύπνα Βασίλη ή «Είμαι η Βάνα και θα μείνω» από τους Απαράδεκτους είναι πρόσωπα εύκολα αναγνωρίσιμα από όλους και έχουν αναδειχθεί σε καλτ φιγούρες της ελληνικής ποπ παράδοσης. Γιατί όμως τόσος κόσμος αντιδρά με χαμόγελο, πείραγμα ή και ειρωνεία όταν μαθαίνει ότι κάποιος γράφει ποίηση; Στο κάτω κάτω της γραφής σαν χώρα οφείλουμε τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας σε ποιητές μας (Σεφέρης, Ελύτης) ενώ ποίηση έχει μελοποιηθεί από εντελώς διαφορετικούς καλλιτέχνες (π.χ. Θεοδωράκης, Παπαδημητρίου, Διάφανα Κρίνα) κι έχει αγαπηθεί και τραγουδηθεί από τον κόσμο.  Κι όμως παρά την πλούσια ποιητική μας παράδοση ο ποιητής παραμένει στο μυαλό των περισσοτέρων ως μια μορφή αλαφροΐσκιωτη, φευγάτη, ένας τύπος λίγο αλλού που γράφει πράγματα που δεν είναι κατανοητά από τους πολλούς.

Η Popaganda απευθύνθηκε σε τέσσερις ποιητές της νεότερης γενιάς ψάχνοντας να δει τι σκέφτεται η άλλη πλευρά, η πλευρά που γράφει. Ο Γιάννης Δούκας, ο Βασίλης Αμανατίδης, η Έλενα Πολυγένη και ο Βασίλης Νούλας μας απαντούν στο ερώτημα: «Γιατί στην Ελλάδα με την πλούσια ποιητική παράδοση και με τα δύο Νόμπελ λογοτεχνίας που έχουν απονεμηθεί σε ποιητές η ενασχόληση με την ποίηση προκαλεί συχνά ειρωνικές αντιδράσεις;».

Γιάννης Δούκας: «Για τις ειρωνικές αντιδράσεις που προκαλεί η ενασχόληση με την ποίηση μάλλον θα ήταν αρμοδιότεροι να απαντήσουν όσοι υιοθετούν ως στάση τους την ειρωνεία και όχι όσοι την υφίστανται. Ωστόσο, θα μπορούσαν να τεθούν με τη σειρά τους, ως απαντήσεις, κάποια ερωτήματα.

Έστω και αν οι αναγνωστικές συνήθειες, το γούστο ενός ανθρώπου, χτίζονται μες στα χρόνια κι εξελίσσονται, είναι από πολύ νωρίς πολύ αργά, αν δεν τεθούν εγκαίρως οι βάσεις. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν: πώς επιδρά η παρουσία της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση; Προκατασκευασμένο, σε γενικές γραμμές, το σύστημα· κανονιστική η ανθολόγηση, πάντα αργή στο να ενσωματώσει τρέχοντα ρεύματα και τάσεις, πάντα ξένη στον ψυχισμό των ανθρώπων, στους οποίους απευθύνεται· καθοδηγημένη και περιχαρακωμένη η ανάλυση των κειμένων, στο πνεύμα του «τι θέλει να πει ο ποιητής» – έστω και αν δεν λείπουν οι φιλόλογοι εκείνοι που βρίσκουν άλλους τρόπους, εναλλακτικούς για να διδάξουν, ανοίγοντας ρωγμές στον δισταγμό του νέου, δυνάμει, αναγνώστη. Και πέρα από την εκπαίδευση, πέρα, ίσως, και από την ποίηση, καλλιεργείται συστηματικά η ανάγνωση; «Χτίζεται» η τοπική κοινωνία γύρω από τη δημόσια βιβλιοθήκη της; Και πώς αυτή εφοδιάζεται και χρηματοδοτείται από τις κρατικές και περιφερειακές αρχές;

Από την άλλη, μήπως σε κάποιον βαθμό ευθύνεται και η ίδια η αυτοεικόνα των ποιητών; Υπάρχει, ομολογουμένως, η αίσθηση ότι συχνά κανείς, αντί να απασχολείται μόνο με τη γραφή, νιώθει και την ανάγκη να υποδυθεί έναν ρόλο, την πόζα εκείνη που θα ανταποκρίνεται στην ιδιότητά του. Επινοεί έτσι ο καθένας το προσωπείο του και τη ρητορική του: ο καταραμένος ποιητής, ο υποψήφιος αυτόχειρας, ο κατά φαντασίαν βασανισμένος, ο τύπος με το κόκκινο φουλάρι, η αλαφροΐσκιωτη κι αραχνοΰφαντη νεράιδα του αγρού. Είναι, επιπλέον, τέτοια η υπερπροσφορά ποιητικών συλλογών που εκδίδονται κάθε χρόνο, μερικές εκατοντάδες, τέτοια και η ασυλλόγιστη ευκολία της αυτοαναγόρευσης, εντός κι εκτός κοινωνικών δικτύων, που χάνεται ολωσδιόλου το κριτήριο. Πόσο μάλλον, όταν τα στερεότυπα αυτά αναπαράγονται και γίνονται κάποιες φορές η μόνη «εξαγώγιμη» εικόνα της ποίησης και των ποιητών που φτάνει ως το μέινστριμ της μαζικής ενημέρωσης.

Δεν αρκούν, όμως, αυτά, ούτε θα είχε νόημα ένα απλουστευτικό αυτομαστίγωμα. Ας αναρωτηθούμε, τελικά, τι ακριβώς θα μπορούσαμε να εννοούμε σήμερα ως «γράφω/μιλώ δυσνόητα» και ως «απλό λαό». Ζούμε, υποτίθεται, σε μια εποχή και σε μια κοινωνία όπου όλοι, σχεδόν, γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση και οι περισσότεροι έχουν ολοκληρώσει κάποιον κύκλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υπάρχει, επίσης, ανοιχτή πρόσβαση, διαδικτυακή, σε πολλά, βασικά ποιητικά κείμενα, όπως, λ.χ., με την «Ανεμόσκαλα» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (http://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/index.html) ή το «Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού» του Μανόλη Σαββίδη (http://www.snhell.gr/). Η ποίηση, κοινώς, είναι εκεί έξω, ελεύθερη, για όποιον θέλει να την προσεγγίσει.

Διότι, προκειμένου να κατηγορηθεί κάτι ως απρόσιτο, προϋποτίθεται να έχει υπάρξει μια προσπάθεια προσέγγισής του. Ο «απλός λαός» –που μόνο απλός δεν είναι και μόνο απλός δεν νιώθει– μπαίνει ποτέ στη διαδικασία ν’ ανοίξει ένα ποιητικό βιβλίο, να το ξεφυλλίσει και να σκεφτεί για λίγο πάνω σ’ έναν στίχο; Η ποίηση, λοιπόν, πληρώνοντας και το τίμημα ότι δεν λαϊκίζει, είναι μοιραίο να προκαλεί αμηχανία σε όποιον δεν έχει τα εργαλεία να την καταλάβει, αλλά και την επιθυμία να προσπαθήσει, έστω, ν’ αφεθεί στη συγκίνηση που βρίσκεται, κάποιες φορές, και πέρα από την κατανόηση. Και η αμηχανία αυτή είναι που εκφράζεται άλλοτε ως ειρωνεία, άλλοτε ως επηρμένη ημιμάθεια, μέρος ενός γενικευμένου, καθιερωμένου πνευματικού ορίζοντα, που προτάσσει, εξάλλου, να «ξεχαστείς» με τα ρομάντζα, να παρηγορηθείς με τα σκυλάδικα και ν’ απομνημονεύσεις ευλαβικά τις ατάκες των παλιών τηλεοπτικών σειρών».

Ο Γιάννης Δούκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και Digital Humanities στο Kings College του Λονδίνου. Βιβλία του είναι: Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (Κέδρος, 2001), Στα μέσα σύνορα (Πόλις, 2011, Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή του Περιοδικού Διαβάζω) και Το σύνδρομο Σταντάλ (Πόλις, 2013). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα σερβικά. Συνεργασίες του, κριτικά κείμενα και μεταφράσεις, έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ιδίως στο Διαβάζω και την Ποιητική, στης οποίας τη συντακτική ομάδα μετέχει από το φθινόπωρο του 2014. Μαζί με τον Χάρη Βλαβιανό, μετέφρασε τα ερωτικά ποιήματα του e.e. cummings (Πατάκης, 2014).

Φωτό: Πάνος Μιχαήλ.

Βασίλης Αμανατίδης: «Δεν ξέρω εάν το ζήτημα είναι απλώς οι ενδεχόμενες ειρωνικές αντιδράσεις των Νεοελλήνων προς την ποιητική τέχνη. Κι αυτό γιατί τέτοιες αντιδράσεις είναι –θα έλεγα– εύλογο να υπάρχουν, εφόσον μιλούμε για μια τέχνη που στην εντελή, γνήσια μορφή της εκφράζει και εκπροσωπεί έναν λόγο ανένταχτο, πρωτοφανούς ελευθερίας, που αντίκειται σε κάθε εδραιωμένη βεβαιότητα, σε κάθε καθεστηκυία τάξη και σκέψη. Πότε γίναμε σύσσωμα τόσο ελεύθεροι ώστε να μην απειλούμαστε διόλου –αλλά επιπλέον να επιβραβεύουμε– την ιδιότροπη, ευεργετική ελευθερία του ποιητικού λόγου;

Δεκτές επομένως και οι ειρωνικές αντιδράσεις, εφόσον η ποίηση από το δεύτερο μισό του 19ου και σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα απομακρύνθηκε –όπως και το σύνολο της τέχνης– από το ζήτημα της αναπαράστασης και καταβυθίστηκε στην κρυφή ενδοσυνεννόηση (και ας κατηγορηθώ τώρα κι εγώ με τη σειρά μου για κρυπτικότητα) των κατά μόνας υποκειμενισμών μας. Αυτά βεβαίως εάν μιλούμε για την ποίηση ως τέχνη (με αρχές, μεθόδους και ιστορία) και όχι απλά ως χώρο εναποθήκευσης των σπλάχνων και του καημού του καθενός μας.

Το «πρόβλημα» επομένως δεν το έχουμε με την ποίηση ειδικά (αντιθέτως: θα έλεγα πως στην Ελλάδα ο ποιητικός λόγος τραγουδήθηκε, υμνήθηκε, τοτεμοποιήθηκε αρκετά – τώρα το γιατί και το πώς είναι πράγματι άλλο θέμα συζήτησης), αλλά με τη μοντερνιστική τέχνη. Στην Ελλάδα συνέβη –όπως καλά γνωρίζουμε– μία προβληματική, καθυστερημένη, παραμορφωμένη ή απονευρωμένη διείσδυση του συνόλου της μοντερνιστικής τέχνης (στα πεδία του λόγου, της εικόνας, του ήχου, του χώρου), ειδικά όμως των “επαναστατικών” κινημάτων της Πρωτοπορίας, δηλαδή όσων κινημάτων είχαν ομολογημένη πρόθεση κοινωνικής διαμόρφωσης.

Εύλογο μού φαίνεται σε μια χώρα που κατατρύχεται από άλυτα ζητήματα σύγκρισης με αρχαία μεγαλεία, με κυρίαρχα τα συμπλέγματα ανωτερο-κατωτερότητας, αλλά και με μια ισχυρή απουσία μακραίωνης αστικής τάξης, να αντιμετωπιστεί π.χ. ο σουρεαλισμός (δηλαδή: ένα αστικό ανατρεπτικό κίνημα, με άξονες την απελευθέρωση του ασυνειδήτου και του ερωτισμού) άμα τη αφίξει του ειρωνικά και χλευαστικά, και οι εκπρόσωποί του να θεωρηθούν ως οι τρελοί του χωριού.

Είμαστε ένα ιδιόμορφο κράμα. Σίγουρα, πάντως, μια μάλλον συντηρητική κοινωνία που ακόμη και μετά από τόσα χρόνια ίσως να μην έχει μετακινηθεί και πολύ από τις γνωστές κοροϊδίες προς Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο στις παλαιές επιθεωρήσεις, αλλά και από το διαβόητο μοντέλο του ποιητή Φανφάρα στο “Ξύπνα, Βασίλη” του Δ. Ψαθά. Τούτο, βέβαια, είναι άδικο προς την ίδια τη σύγχρονη ποίηση, η οποία δεν ταυτίζεται βέβαια με τη σουρεαλιστική λογική, μα κι ούτε αρχίζει και τελειώνει με τον σουρεαλισμό. Είναι όμως άδικο και για εμάς τους ίδιους, αφού βολευόμαστε να εξορίζουμε από το πεδίο μας την ελευθερία που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πως έχουμε ανάγκη.

Θα έλεγα πως πρόκειται για μια τυπική περίπτωση μετωνυμικής κατηγοριοποίησης, μία συλλογιστική που βασίζεται πάνω σε αβασάνιστες διακρίσεις. Ας κάνω –χάριν παιγνίου– μια απόπειρα να τις αφουγκραστώ:

–       “Η Ποίηση δεν είναι πλέον μόνο Όμηρος και λυρισμός. Δεν είναι θεοκρατική, ενωτική, ρεαλιστική, άμεσα κατανοητή, δεν έχει ρίμα, δεν μπορώ να την απομνημονεύσω, δεν γίνεται τραγούδι. Ο καθένας πια κάθεται και γράφει τα δικά του. Όλοι ποιητές γίναμε. Αυτά μπορεί να τα γράψει ο καθένας, κι εγώ θα τα ’γραφα αν ήθελα, έχω όμως σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ, εσύ γιατί δεν έχεις;”

–       “Αυτή η Ποίηση με φοβίζει γιατί είναι πολύ παράξενη, δεν αναγνωρίζω τι θέλει να πει και γιατί έρχεται και μου το λέει”.

–       “Άρα η Ποίηση είναι μόνο παράξενη, λέει πράγματα σουρεαλιστικά, αν και σουρεαλισμός δεν καλοξέρω τι είναι. Μοντέρνα τέχνη, επίσης. Αυτά τα πρόσωπα με το μάτι στ’ αυτί, αυτά δεν είναι τα μοντέρνα;”

–       Όποιος γράφει ποίηση που δεν καταλαβαίνω είναι παράξενος, πετάει στα σύννεφα, δεν στέκει στα καλά του. Έτσι, θα συνεχίζω να ειρωνεύομαι ό,τι δεν γνωρίζω και ούτε θέλω να μάθω”.

Ναι, στην Ελλάδα, και αλλού, πολύ συχνά ο “απλός λαός” και ο “καθημερινός άνθρωπος”, αντιδρά κάπως έτσι.

Ο Χιμένεθ, ωστόσο, έλεγε πως η ποίηση είναι η υπόθεση της απέραντης μειονότητας. Θα πρόσθετα: Οι ίδιοι οι ποιητές είναι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι. Μόνο που: “απλός” και “καθημερινός” άνθρωπος δεν υπάρχει. Δεν ξέρω αν απάντησα στο ερώτημά σας».

Ο Βασίλης Αμανατίδης γεννήθηκε το 1970. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης. Έχει εκδώσει επτά βιβλία ποίησης (πρόσφατα: «μ_otherpoem: μόνο λόγος») και δύο συλλογές διηγημάτων. Δύο θεατρικά έργα του παίχτηκαν στη Θεσσαλονίκη, ενώ παρουσιάζει και ο ίδιος τα κείμενά του στο κοινό. Ασχολείται με τη μετάφραση πεζογραφίας και ποίησης (Gombrowicz, Singer, Cummings, Carson κ.ά.). Δημοσιεύει κριτική ποίησης σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ έχει ασχοληθεί και με την επιμέλεια εικαστικών εκθέσεων. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού Εντευκτήριο και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού [ΦΡΜΚ]. Βιβλία του έχουν εκδοθεί στα γερμανικά και στα ρωσικά, ενώ κείμενά του έχουν μεταφραστεί σε άλλες δέκα γλώσσες.

Στην επόμενη σελίδα η Έλενα Πολυγένη και ο Βασίλης Νούλας. 

Page: 1 2

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου