Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Γιατί σε μένα;

Φέτος δεν στόλισα δέντρο ούτε καράβι. Μέχρι που.

Παραμονές Χριστουγέννων ήρθε στον ύπνο μου ο Ιούδας και μου μίλησε. Σε ασπρόμαυρο όνειρο. Ολοζώντανος. Ακάλεστος κι ανεπιθύμητος επισκέπτης. Στα μαύρα σκοτάδια. Κακομούτσουνο ξωτικό που είχε ανέβει από το υπόγειο του σπιτιού μου.

«Οι τρεις Ιρανοί έφτασαν βράδυ», είπε. «Τους άνοιξα το σπίτι μου. Ευκατάστατοι. Με δώρα και δολάρια στις αποσκευές. Ήμουν κατάκοπος. Τα λογιστικά γραφεία», ξέρεις, «έχουν πολλή δουλειά στο τέλος της χρονιάς κι οι εταιρείες κλείνουν τους ισολογισμούς τους.

»Ζητούσαν, λέει, πολιτικό άσυλο. Πλαστές ταυτότητες, χαρτιά. Τέτοια. Έδιναν καλά λεφτά –μετρητά. Μου εξήγησαν. Ότι θα συναντούσαν έναν Εβραίο που μόλις γεννήθηκε. Για να πεθάνει. Ότι θα απονείμει Δικαιοσύνη. Ότι θα τον ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε. Ήξεραν αυτοί να διαβάζουν τ’ άστρα και τους σκοτεινούς χρησμούς. Ότι στα τριάντα τρία του θα έστηναν το σώμα του στο απόσπασμα. Άνθρωποι κι όχι θεοί. Θ’ ακολουθούσαν κι άλλοι πολλοί σαν Αυτόν. Χωρίς να προλάβει να χαρεί τα νιάτα του. Για μια πενιχρή προδοσία. Ένας μαθητής του, είπαν, θα τον κάρφωνε, και ίσια στα μάτια με κοίταξαν. Μ’ ένα φιλί. Που κοστίζει μια ολόκληρη ζωή, σχεδόν αιωνιότητα. Ήταν μεγάλη ανάγκη να τον δουν. Να ζήσει για λίγο τη ζωή του έστω σαν κυνηγημένος πρόσφυγας. Αρκεί να τον φυγαδεύσουν. Έστω με δεμένα τα μάτια. Αρκεί να γλυτώσει από το παιδομάζωμα του βασιλιά.

»Σκεφτόμουν. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα που θα του κρατά συντροφιά. Τον Μπάουι που θα υποδυθεί τον Πόντιο Πιλάτο. Τον Τελευταίο Πειρασμό. Τον Μπόρχες που κάποτε θα γράψει μια ιστορία για μένα. Κι έλεγα αξίζει τον κόπο. Εσύ Χριστέ, είπα, δεν μπορείς να λείπεις. Κι εγώ πρέπει να εκπληρώσω την αποστολή μου. Όλοι κρύβουμε μιαν ανάσταση μέσα μας.

»Με ρώτησαν λεπτομέρειες. Μου ζήτησαν εχεμύθεια και τους την πρόσφερα. Μεταμφιέστηκαν σε μαθητευόμενους μάγους της Αγάπης. Με μακριά μαλλιά και γένια. Όταν τους ρώτησα “γιατί σε μένα;” είσαι προορισμένος, είπαν, με μια φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Ο πιο πιστός μαθητής. Έσκυψα το κεφάλι και γονάτισα μπροστά τους. Να βαστάξω το βάρος της μοίρας μου. Αυτός, είπαν, θα ναυπηγήσει τις ελπίδες όλων μας. Αυτός θα πολλαπλασιάσει το ψάρι. Τα σύνορα θα καταργήσει. Το Κράτος και τη Βία θα συντρίψει. Τους αργυραμοιβούς από τους ναούς και τους οίκους θα διώξει.

Όταν οι Αρχές τούς συνέλαβαν σαν κατασκόπους, τους απελευθέρωσα χάρη στις προσωπικές μου γνωριμίες. Με όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις τους οδήγησα σ’ Αυτόν. Εκείνοι, είπαν, δε θα με ξεχνούσαν. Θα Του μιλούσαν. Γύρισα σπίτι και περίμενα. Και από τότε δεν σταμάτησε αργύρια να βρέχει μέσα μου».

Το πρωί που άνοιξα τα μάτια μου το δωμάτιο μύριζε μύρο. Σαν κάποιος να το είχε ραντίσει με αγίασμα. Έξω από το παράθυρό μου ένα αστέρι φώτιζε ακόμα τον συννεφιασμένο ουρανό. Αποφάσισα να κατέβω στο υπόγειο να βρω το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα στολίδια. Ξαφνιάστηκα. Ένας σταυρός. Τα σκουριασμένα καρφιά του Προμηθέα. Το ακάνθινο στεφάνι από τον Ιησού του Τζεφιρέλι. Τριάντα τυριανά σεκέλ πάνω στον πάγκο. Και το δέντρο μου με μια αγχόνη στα κλαδιά του.

Δεν ξέρω αν ήταν όνειρο. Αν είναι όνειρο, γιατί ποτέ του δεν τελειώνει; Κι εσύ, Ιούδα, λάθος μέρα διάλεξες να με επισκεφθείς. Τώρα μπροστά στο τζάκι θα κλείσω και πάλι τα μάτια και θα ονειρευτώ πως ποτέ δεν το ονειρεύτηκα το όνειρο τούτο.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στον Πειραιά. Οι Δημόσιες ιστορίες  είναι η πρώτη του συλλογή διηγημάτων. Αναμένεται και η δεύτερη με τίτλο Σπουδή στο κίτρινο (εκδόσεις Το Ροδακιό).
Δημήτρης Χριστόπουλος

Share
Published by
Δημήτρης Χριστόπουλος