Σε μια από τις επισκέψεις μου στα γραφεία της Popaganda ακολούθησε ένας διάλογος του οποίου ένα τμήμα παραθέτω:
-Το drone είναι συναυλιακό ιδίωμα, τελικά ή όχι;
-Εξαρτάται, αλλά που αναφέρεσαι για να μου κάνεις τέτοια ερώτηση;
-Στους Boris.
-Βάστα λίγο, το Pink δεν είναι drone.
-Μα drone παίζουν αυτοί.
Μέγα λάθος, γιατί αν κάτι είναι σίγουρο στην περίπτωση του γιαπωνέζικου ορισμού του power trio, αυτό είναι το ότι έχουν μια από τις πιο πολυσυλλεκτικές δισκογραφίες στην ιστορία της σκληρής/εναλλακτικής μουσικής. Χωρίς καμία υπερβολή, έχουν καταφέρει σχεδόν κάθε δίσκος τους να ακούγεται εντελώς διαφορετικός από όλους τους υπόλοιπους, με μόνο κοινό γνώρισμα μεταξύ τους το ωστικό κύμα που ξεχύνεται από το τείχος ενισχυτών μάρκας Orange. Ναι, έχουν σημεία που άλλοτε είναι ξεκάθαρα drone και άλλοτε φέρουν έντονη την αισθητική του εν λόγω ιδιώματος, αλλά η αλήθεια είναι πως δε μπορείς να καθορίσεις τι ακριβώς παίζουν, καθώς λίγο-πολύ έχουν πειραματιστεί με όλες τις εκφάνσεις του θορύβου. Η στιγμή, ωστόσο, που αποτυπώνει στην εντέλεια το κτήνος που κρύβουν μέσα τους οι τρεις αλλοπρόσαλλοι Ιάπωνες, είναι το άλμπουμ Pink.
Γιατί, όμως, επιλέγουν αυτή την περίοδο να παρουσιάζουν ζωντανά όλο το Pink (όπως ακριβώς θα κάνουν και στις 21 Δεκεμβρίου στο Fuzz) και όχι κάποια άλλη δουλειά τους; Τόσες δισκάρες έχουν βγάλει, το Amplifier Worship, το Akuma No Uta, το Smile… Η προφανής απάντηση του ότι είναι άψογος δίσκος, καθώς και η εγκυκλοπαιδική που θέλει αυτό να είναι και το καλύτερο LP τους σύμφωνα με αρκετούς, ωχριούν να περιγράψουν το μουσικό ταξίδι στο οποίο σε παρασέρνει το Pink, ένας δίσκος θορυβώδης αλλά απίστευτα μελωδικός, εύθυμος μα συνάμα βαρύς, άμεσος αλλά ταυτόχρονα περίπλοκος.
Από την πρώτη τσιρίδα που ακούγεται στο ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο, ξεκινάει ένα μουσικό πάρτυ άνευ προηγουμένου, όπου το ταχύρρυθμο rock ‘n’ roll παντρεύεται εις σάρκα μία την παραμόρφωση και προσφέρει στιγμές αγνής αδρεναλίνης. Τα ντραμς μετατρέπονται σε έναν βηματοδότη ο οποίος δίνει ζωή στο ηχητικό kaiju που ακολουθεί, οι κιθάρες χάνουν σχεδόν ολότελα των αρχικό τους ήχο για να μετατραπούν σε ένα ωστικό κύμα υψηλών ντεσιμπέλ, ενώ τα φωνητικά ακούγονται παράδοξα cool, χωρίς να μοιάζουν παράταιρα στη συνολική εικόνα. Κάτι σαν ένα χαλαρό ying μέσα στο αγχώδες yang. Και ο δίσκος μόλις έχει ξεκινήσει.
Βέβαια, για να μη λέμε ψέματα, το drone feedback είναι ένα από τα πολλά στοιχεία του δίσκου, κάνοντας εμφανέστατη την παρουσία του σε κομμάτια όπως το “Blackout”, το οποίο είναι το βαρύτερο πράγμα που έχεις ακούσει στη ζωή σου. Το σχεδόν δίλεπτο σφηνάκι του “Electric” αρκεί για να επαναφέρει την ανάσα σε όσους πνίγηκαν από το προηγηθέν τείχος drones σαν ένα ισχυρό ηλεκτροσόκ. Και είναι και αυτή η άψογη ψυχεδέλεια του “Afterburner”, με το fuzz της κιθάρας, τα τελετουργικά χτυπήματα στα πιατίνια και τα μαστουρωμένα φωνητικά να προκαλούν οργασμούς και, άθελά τους, να δημιουργούν την καλύτερη stoner στιγμή που καμία stoner μπάντα δε θα μπορούσε να γράψει.
Σε κάποιον που δεν έχει επαφή με το υλικό της μπάντας, τα τέσσερα τελευταία κομμάτια που σε σύνολο η διάρκειά τους αγγίζει τα πενήντα λεπτά, μπορεί να φανούν τρομακτικά. Πώς να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν τα έχει ακούσει ότι αυτά τα πενήντα λεπτά δεν πλατειάζουν πουθενά, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνουν το πόσο μεγάλο συγκρότημα είναι οι Boris; Εγχείρημα δύσκολο, αλλά το απλό και χάρη έχει: το πρώτο εξ’ αυτών, ονόματι “Pseudo-Bread” συμπυκνώνει όλη την ουσία της φασαριόζικης ροκ από MC5 και έπειτα. Και επιβεβαιώνουν τη θρασύτητα της μουσικής τους, κλείνοντας το με ένα πεντάλεπτο τείχος λευκού θορύβου που για άλλους μπορεί να φαντάζει μαρτύριο, αλλά μέσα στη ροή του δίσκου φαντάζει απόλυτα λογικό ως τελείωμα. Ακολουθεί το ξεκούραστο Pink Floyd-ικό “My Machine”, ένα πανέμορφο ηχοτοπίο post-rock βελούδου, ένα διάλειμμα από τα φωνητικά που αφήνουν την κιθάρα να κάνει τη δουλειά τους, με τρόπο απόλυτα επιτυχημένο. Το μελαγχολικό “Farewell” με το ονειρικό reverb σε συνδυασμό με τα πικρά φωνητικά αφήνει τον ακροατή στο έλεος μιας άνευ όρων ηχητικής ομορφιάς, προσεκτικά δομημένης σε βαθμό που είναι να απορεί κανείς πως αυτό το κομμάτι συλλήφθηκε από κάποιον ανθρώπινο νου.
Και επειδή το φινάλε είναι αυτό που αφήνει την τελική γεύση και ολοκληρώνει την συνολική εικόνα, το “Just Abandoned My-self” δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης και το γιατί είναι απλό μα και συνάμα περίπλοκο να ειπωθεί. Ίσως πρόκειται για το κομμάτι που συνοψίζει στην εντέλεια τα όσα έχουμε ακούσει στον υπόλοιπο δίσκο. Ξεκινώντας με άγριες διαθέσεις, ως ένα εκκωφαντικά πριζωμένο κομμάτι με οργασμικά χτυπήματα στα ντραμς και τις κιθάρες να οργιάζουν, σταδιακά αρχίζει και ρίχνει κάπως τους ρυθμούς, το uptempo γίνεται midtempo, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας διάθεσης γλυκόπικρα ονειρικής, η οποία φαντάζει ως η απόλυτα φυσική συνέχεια και όχι ως συνθετικός ψυχαναγκασμός. Και έπειτα έχουμε το λευκό θόρυβο του τέλους. Αυτόν που καθιερώνει πλέον οριστικά στο μυαλό του ακροατή τους Boris ως τους απόλυτους αντιπροσώπους αυτού του ροκ που έχει καταλήξει να απομακρυνθεί τόσο πολύ από τον επικίνδυνο χαρακτήρα του. Το ροκ που γυρνάει πίσω στις εποχές στις οποίες οι μουσικοί στο κλείσιμο της συναυλίας ίδρωναν μπροστά από τους ενισχυτές, παράγοντας ένα άνευ προηγουμένου feedback και σοκάροντας τα συνηθισμένα στη μελωδία αυτιά, που δε μπορούσαν με τίποτα να συλλάβουν αυτό το θόρυβο ως μορφή έκφρασης.
Και τελικά, καταλήγουμε στο γιατί το Pink είναι όντως ένας δίσκος τεράστιας σημασίας. Γιατί είναι ποικιλόμορφος, ωστόσο τα ψήγματά του ακούγονται σαν μια φυσική ηχητική ακολουθία. Καταφέρνει να σε περάσει από το στάδιο της πώρωσης στο μελαγχολικό τριπάρισμα με χαρακτηριστική άνεση. Συνδυάζει το θόρυβο με τη μελωδία και το ηχητικά βρώμικο με το καθαρό με την ίδια χειρουργική ακρίβεια που ένας ακριβοθώρητος σεφ καθαρίζει ένα δηλητηριώδες blowfish. Γυρνά τον ήχο που πρεσβεύει σε μια μορφή σχεδόν πρωτόγονη, αλλά με homo sapiens ευφυία.
Και, στο κάτω-κάτω, γιατί είναι ένας δίσκος με ειλικρίνεια, πέρα από τα όσα μπορούν να γραφτούν εν είδει καφενειακής συζήτησης, είναι ευθύς και πετυχαίνει το σκοπό του χωρίς εξυπνάδες. Επιβεβαιώνει ότι το πάθος στην ερμηνεία υπερβαίνει κάθε εξυπνακίστικη τεχνική φιοριτούρα (όχι πως τεχνικά δεν είναι άρτιοι, τουναντίον) και γι’ αυτό καταλήγει να μνημονεύεται ως ένας δίσκος ουσιαστικός και καθόλου δήθεν. Που θα μαγέψει τόσο τον εξοικειωμένο όσο και τον απαίδευτο στον ακραίο ροκ ήχο. Γιατί αυτός ο ήχος τέτοιους σωτήρες χρειάζεται τελικά, όχι ρετρολάγνους που γυρνάνε στο παρελθόν για να πουν αυτό που θέλουν με λόγια άλλων, αλλά χυδαίους εκφραστές που δεν αναπολούν στο παρελθόν, ούτε επιθυμούν να ακουστούν ως απεσταλμένοι από το μέλλον, αρκούνται στο παρόν και αυτό τους αρκεί.