Γιατί πάει ο κόσμος στα φεστιβάλ, Christian Jeune;

Δευτέρα βράδυ, η ώρα 10. Έξω από το Ιντεάλ, λεφούσι άνθρωποι στημένοι στο πεζοδρόμιο. Το 20,000 Days on Earth θ’ αργήσει. Ένα τέταρτο; Δύο; Τρία; Άγνωστο. Το να πετύχεις στις Νύχτες Πρεμιέρας προβολή χωρίς προβλήματα, είναι πιο σπάνιο κι απ’ το να βρεις κροκόδειλο στο Ρέθυμνο, το ‘χουμε μάθει αυτό 20 χρόνια τώρα. Αν βάλεις στην εξίσωση και το Ιντεάλ, περνάς σε επίπεδα ρουλέτας. Δεδομένου ότι η ταινία «έχει κυκλοφορήσει» για οικιακή κατανάλωση, που λένε, κι είναι και Δευτέρα βράδυ, θα περίμενες ο κόσμος να αρχίσει να σπάει. Μιάμιση ώρα αργότερα μπαίνουμε μέσα. Κι όχι μονάχα δεν έχει σπάσει, αλλά η αίθουσα σχεδόν τιγκάρει. Γιατί;

«Είναι πάντα πιο συναρπαστικό να συμμετέχεις σε μια μαζική εκδήλωση όπως είναι ένα φεστιβάλ, απ’ το να πας να δεις μια ταινία όταν βγει μεμονωμένα στην αίθουσα, ή ακόμη περισσότερο να την δεις σπίτι σου» λέει στην Popaganda ο Christian Jeune, ο δεύτερος τη τάξη προγραμματιστής του Φεστιβάλ των Καννών μετά τον Thierry Fremaux, καλλιτεχνικό διευθυντή της μεγαλύτερης κινηματογραφικής σύναξης του πλανήτη. «Είναι και για ‘μένα αρκετά περίεργο», παραδέχεται, «όμως απ’ αυτόν τον κόσμο που πηγαίνει στο φεστιβάλ, το 99% είμαι σίγουρος ότι θα πήγαινε να δει την ταινία και στην κανονική αίθουσα», καταλήγει. Η βεβαιότητά του, βέβαια, δεν αντιστοιχεί και πολύ με την ελληνική πραγματικότητα, όπου ταινίες που τσακίζουν στα φεστιβάλ, με sold out εισιτήρια και κόσμο να μένει έξω απ’ την προβολή, συνηθίζουν να πηγαίνουν άκλαφτες όταν ανοίγουν κανονικά μερικές μέρες αργότερα, ακόμη και στην ίδια αίθουσα. Αλλά, όπως λέει, «η Ελλάδα είναι μια εξαιρετική περίπτωση χώρας σε πάρα πολλά επίπεδα».

«Είναι μια κοινότητα πάντως όλοι αυτοί που πάνε στο φεστιβάλ», συνεχίζει. «Το έχω προσέξει, τους έχω δει εδώ, είναι μια ομάδα ανθρώπων, αρκετά νέοι, τους οποίους έχω που τους συναντώ και στα πάρτι μετά, όλη τη βδομάδα που είμαι εδώ. Είναι σαν γκρουπάκι στην πραγματικότητα. Κι είμαι σίγουρος ότι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, πηγαίνουν και κανονικά σινεμά. Διαφορετικά, δεν καταλαβαίνω γιατί μπορεί να έρχονται στο φεστιβάλ». Υπάρχει βέβαια κι η άποψη ότι τα φεστιβάλ έχουν γίνει για τις καλλιτεχνικές ταινίες, ό,τι οι ισοπεδωτικές διαφημιστικές καμπάνιες για τις μπλοκμπαστεριές: ένας τρόπος να αναγάγεις το έργο σε κάτι πάνω απ’ τον εαυτό του. Να το μετατρέψεις σε ένα ολόκληρο event. Γιατί ο κόσμος δύσκολα θα βγει απ’ το σπίτι του, αν δεν έχει να πάει σε κάποιο event. «Και ναι και όχι… Ξέρεις, νομίζω ότι τελικά όλο αυτό έχει να κάνει με την παιδεία του καθενός. Με την έννοια ότι φοβόμασταν πως οι ταμπλέτες και τα κινητά, όπως και το DVD, το βίντεο κι η τηλεόραση παλιότερα, θα βλάψουν το σινεμά. Όμως ο κόσμος εξακολουθεί να πηγαίνει. Γιατί είναι μια εμπειρία που μπορεί να απολαύσει. Απλώς, αν δεν έχεις στείλει ένα παιδί στο σινεμά, πώς θα μάθει ποτέ ότι το να είσαι σε μια σκοτεινή αίθουσα, μόνος σου με τις μεγάλες εικόνες να χορεύουν μπροστά σου, ότι αυτό είναι μια σπουδαία εμπειρία;». 

Αν υπάρχει πάντως ένα φεστιβάλ που έχει καταφέρει να αναγάγει τον εαυτό του πάνω απ’ τις ταινίες που δείχνει, αυτό είναι το φεστιβάλ των Καννών. Πιθανότατα η πιο αναγνωρίσιμη απ’ όλες, η κινηματογραφική γιορτή της Νότιας Γαλλίας είναι η μόνη που έχει σε τόσο μεγάλο βαθμό εισβάλλει στην παγκόσμια ποπ κουλτούρα, μετατρέποντας ακόμη και τα κτήριά της σε αυτόνομα κινηματογραφικά σύμβολα. «Ο κόσμος τείνει να το ξεχνά», μου λέει μ’ ένα συνωμοτικό χαμόγελο όταν του ζητάω το μυστικό, «όμως οι Κάννες είναι το μόνο φεστιβάλ στον κόσμο που απευθύνεται αποκλειστικά στην ίδια την κινηματογραφική βιομηχανία. Με την έννοια ότι δεν πουλάμε εισιτήρια. Δεν έχουμε κανονικό κοινό, σε αντίθεση με τη Βενετία και το Βερολίνο, ας πούμε. Στο μεταξύ, το φεστιβάλ πάντα είναι συνδεδεμένο με ένα film market αρκετά δυνατό ώστε να προσελκύει ολόκληρη την βιομηχανία απ’ όλον τον κόσμο -κανείς επαγγελματίας δεν πρόκειται να χάσει τις Κάννες, ας το παραδεχτούμε. Νομίζω όμως, πως ο βασικός λόγος για τον οποίο οι Κάννες έχουν γίνει τόσο δημοφιλές φεστιβάλ, είναι το ότι έχουμε αυτό το πράγμα που λέγεται Κόκκινο Χαλί».

«Εντάξει, οι Κάννες έγιναν δυνατές χάρη στο δυνατό τους πρόγραμμα», σημειώνει εν τάχει ο άνθρωπος που βλέπει γύρω στις 2.000 ταινίες το χρόνο για να απορρίψει τις 1.900 περίπου, συμπληρώνοντας όμως πως «κι η Βενετία και το Βερολίνο έχουν επίσης δυνατό πρόγραμμα. Όμως πέρα από τους Ολυμπιακούς, που συγκεντρώνουν από 7 έως 10 χιλιάδες δημοσιογράφους, οι Κάννες είναι το event με την μεγαλύτερη ετήσια μηντιακή κάλυψη στον κόσμο! Περίπου 5,5 χιλιάδες δημοσιογράφοι έρχονται κάθε χρόνο και -ας είμαστε ειλικρινείς- όταν έχεις 5μιση χιλιάδες δημοσιογράφους, ούτε όλοι τους είναι κριτικοί, ούτε όλοι τους ενδιαφέρονται για τις ίδιες τις ταινίες και το δυνατό μας πρόγραμμα. Γι’ αυτούς, το κόκκινο χαλί είναι πολύ σημαντικό, κι είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την τηλεόραση, γιατί όταν έχεις αστέρες, έχεις κάτι να δείξει η τηλεόραση. Και, ξέρεις, μια χώρα σαν το Μπανγκλαντές για παράδειγμα, αν στείλει έναν μόνο δημοσιογράφο, αυτός ο δημοσιογράφος θα έχει και τηλεοπτικό συνεργείο».

Αν οι Κάννες, με τους 5μιση χιλιάδες δημοσιογράφους, είναι το πιο industry-oriented φεστιβάλ στον κόσμο, οι Νύχτες Πρεμιέρας, με το βλέμμα τους στραμμένο σχεδόν αποκλειστικά στο κοινό τους, είναι το ακριβώς αντίθετο. «Εντελώς!», συμφωνεί κι ο Jeune. «Αλλά αυτός πρέπει είναι κι ο πρωταρχικός στόχος για ένα φεστιβάλ! Να φέρει ταινίες απ’ όλον τον κόσμο, καθώς κι απ’ την πατρίδα του, τις οποίες δεν θα μπορούσε αλλιώς να εντοπίσει το κοινό, ή να βοηθήσει άλλες ταινίες στο να βρουν διανομή. Δεν κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους προσπαθώντας να χτίσουν διαγωνιστικό υψηλού προφίλ, ούτε να στήσουν κόκκινα χαλιά, γιατί δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Κι επιπλέον, βοηθούν τους Έλληνες σκηνοθέτες φέρνοντας τους σε επαφή με ένα αληθινό κοινό, κι αυτό θα τους κάνει καλό όταν η ταινία τους βγει στη διανομή. Για ‘μένα, που είναι η πρώτη μου φορά εδώ, βρίσκω ότι οι Νύχτες Πρεμιέρας είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι».

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης