Το προηγούμενο βράδυ σε ένα μπαρ, αναφέρω στην παρέα ότι θα συναντήσω τον σκηνοθέτη που φέτος κάνει την πρώτη του απόπειρα στο θέατρο με το Στέλλα Κοιμήσου… Και το πρώτο σχόλιο είναι ότι τελικά ο Οικονομίδης όλη αυτή τη λούμπεν έκρηξη που πολιτικά εκφάστηκε με τη Χρυσή Αυγή και τους πάσης φύσεως ψεκασμένους, όντως την είχε δει από παλιά. Από τις πρώτες μέρες των 00s, για την ακρίβεια, όταν μας χτύπησε το ηλεκτρικό ρεύμα του Σπιρτόκουτου. Του το μεταφέρω. Κολακεύεται. Βάζει το δάχτυλο στον κρόταφο κι ανεβοκατεβάζει το κεφάλι. «Μα τα λέγαμε από τότε ότι θα φτάσουμε σε πάτο και θα ξεσπάσει η βία και μας έλεγαν υπερβολικούς. Μεξικό δεν έχουμε γίνει ακόμα και το απεύχομαι, αλλά προς τα κει πάει. Να σου θυμίσω την σκηνή με τον Τάκη και τον τοκογλύφο που του έλεγε “άμα ήμουνα καμιά τράπεζα θα σου είχα σκίσει τη σούφρα”. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, για πες μου εσύ τι γίνεται με τις τράπεζες;».
Ο Οικονομίδης φαίνεται σκληρός. Ίσως γιατί η εντύπωση που έχουμε σχηματίσει γι’ αυτόν προκύπτει από τη βία που κυριαρχεί στο πρώτο επίπεδο των ταινιών του (αν και πίσω της κρύβεται η τρυφερότητα και το διαλυτικό χιούμορ). Ίσως γιατί, ο ίδιος δεν το κρύβει καθόλου, ο ρεαλισμός είναι το βασικό ζητούμενό του. «Πάντα με ενδιαφέρει, είτε τώρα στο θέατρο είτε στο σινεμά, η όσο το δυνατόν πιο πιστή αναπαράσταση του πραγματικού κόσμου. Με ενδιαφέρει ο ρεαλισμός σε όλα τα επιπεδα – ψυχολογικό, φαινομενολογικό κτλ. Το ποιητικό, δοκιμιακό σινεμά είναι έξω από μένα. Φυσικά, θαυμάζω αυτούς που το κάνουν με αληθινό ταλέντο».
Το διακύβευμα της παράστασης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να ακούσει τη φωνή της αγάπης κόντρα στη φωνή της λογικής. Είναι μια κατάσταση που όλοι κάποια στιγμή βρισκόμαστε.Το θέμα είναι να κάνεις την κίνηση, κι όχι πάντα το αποτέλεσμα. Καμιά φορά χάνεις, αλλά είσαι νικητής
Το θεατρικό του ντεμπούτο είναι ένα από τα γεγονότα της σεζόν. Μοιάζει κι ο ίδιος εντυπωσιασμένος από το ενδιαφέρον που έχει προκαλέσει. Το Στέλλα Κοιμήσου που ανεβαίνει στην σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού στις 13/10, είναι μια ιδέα δική του με τη συνδρομή του μόνιμου συνεργάτη του Βαγγέλη Μουρίκη που τον βοήθησε «να κλείσει τις τρύπες της ιστορίας και να καλύψει το έργο φιλσοφικά και ιδεολογικά».
Με δικά του λόγια: «Είναι ένα κυριακάτικο πρωινό στη βίλα του Αντώνη Γερακάρη, ανθρώπου του υποκόσμου, στην Πολιτεία. Μια εβδομάδα πριν η κόρη του Στέλλα παντρευτεί τον Παύλο, γόνο πολιτικης οικογένειας. Εκεί πέφτει μια ατομική βόμβα. Η Στέλλα είναι ερωτευμένη με τον Μάριο Αγγελή, ανερχόμενο ηθοποιό τηλεοπτικών σίριαλ κι έχει αποφάσίσει να ματαιώσει τον γάμο. Ο πατέρας της το μαθαίνει και στέλνει τους μπράβους του να φέρουν τον Μάριο. Όλο αυτό φέρνει κάποιες αλυσιδωτές αντιδράσεις. Υπάρχει η Στέλλα που θέλει να διεκδικήσει τη ζωή της, αυτό που νιώθει. Υπάρχει ο Γερακάρης που θέλει να περάσει απέναντι, να ξεπλύνει το όνομά του. Υπάρχει η μεσαία αδερφή, η Ανθή, που ταυτίζεται με τον πατέρα. Τα υπόλοιπα θα τα δείτε στην σκηνή…».
Συζητάμε για το που τοποθετείται το έργο. Είναι μια ιστορία διαπλοκής που θα μπορούσε να έχει συμβεί στην Ελλάδα της τελευταίας 20ετίας, «στην Ελλάδα που προέκυψε από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΛΙΚ», όπως λέει. Θεωρεί όμως φθηνό να δίνεται στα έργα ένας επίκαιρος, δημοσιογραφικός χαρακτήρας. Δεν τον ενδιαφέρει καθόλου να βάλει την ιστορία στο πλαίσιο της Κρίσης. «Στόχος του έργου είναι να υπάρξει στο χρόνο. Το διακύβευμα της παράστασης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να ακούσει τη φωνή της αγάπης κόντρα στη φωνή της λογικής. Είναι μια κατάσταση, ένα σταυροδρόμι που όλοι κάποια στιγμή βρισκόμαστε. Ας πούμε, το αντιμετώπισα κι εγώ νεότερος. Είναι εκεί που ή θα γίνεις συστημικός και θα είσαι μια μετριότητα (ακόμα και πετυχημένη) ή θα σπάσεις αβγά και θα ακολουθήσεις τον δικό σου δρόμο. Ε, η Στέλλα στην παράσταση αποφασίζει να σπάσει αβγά. Το θέμα είναι να κάνεις την κίνηση, κι όχι πάντα το αποτέλεσμα. Καμιά φορά χάνεις, αλλά είσαι νικητής».
Το στοίχημα είναι να γίνουμε μάρτυρες μιας φέτας ζωής χωρίς τη διαμεσολάβηση της θεατρικής πράξης. Να μπούμε στο σαλόνι αυτής της οικογένειας.
Πώς όμως αποφάσισε να κάνει θέατρο; Και τι άλλαξε στη φιλοσοφία του, στον τρόπο που καθοδήγησε τους ηθοποιούς του από τις 2 Αυγούστου που ξεκίνησαν να δουλεύουν σε μια ζεστή Αθήνα που άδειαζε; «Είναι καιρό που φλερτάρω με την ιδέα, δεν το τολμούσα. Ήθελα να είμαι στην κατάλληλη φάση. Δεν είναι πιο απαιτητικό το θέατρο, είναι απλά διαφορετικός ο χώρος – άλλο το πεδίο. Εγω ως προς το coaching των ηθοποιών κάνω το ίδιο πράγμα. Ο μεγάλος μου στόχος είναι κάθε βράδυ να ανταποκρινόμαστε στις ίδιες υψηλές απαιτήσεις. Να έχουμε την ίδια ένταση και την ίδια θερμοκρασία (σ.σ. μια λέξη που χρησιμοποιεί συχνά, εμφανίζοντας το «ζ» της κυπριακής προφοράς του) κάθε βράδυ. Δεν υπάρχει εδώ η μαγική λήψη που παιδεύτηκες, την πέτυχες, προχωράς παρακάτω. Είναι σαν ένα μονοπλάνο 90 λεπτών που καλούνται οι ηθοποιοί να το ενσαρκώνουν κάθε βράδυ με την ίδια ορμή, με την ίδια κάβλα». Ερωτική προσέγγιση, γκομενική. «Ναι, πρέπει να έχουν μια ερωτικά παθιασμένη σχέση με αυτό που κάνουν κάθε βράδυ».
Κάποτε σε μια συζήτηση μεταξύ ηθοποιών κάποιος «θεατρικός» αναφέρει στην ομήγυρη ότι οι πρωταγωνιστές παλιότερα κρατούσαν δυνάμεις στον κινηματογράφο για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σανιδιού. Και ο, επίσης παρών, Μουρίκης του απάντησε «ναι, άντε πες εσύ στην πρόβα του Οικονομίδη ότι εγώ ήρθα σήμερα εδώ για να λουφάρω». Πάλι το σκληρό προφίλ. Αλλά και η αιτία που όλοι θέλουν να δουλέψουν μαζί του και καταλήγουν να τον αποθεώνουν. Ο λόγος στην Ιωάννα Κολλιοπούλου, το κορίτσι που εντυπωσίασε πέρυσι στα Παράσιτα, που παίζει την Στέλλα. «Ναι, ήμουν ψαρωμένη που θα συνεργαστώ μαζί του. Ήξερα ότι αγαπά πολύ τους ηθοποιούς του και το διαπιστώνω στην πράξη. Το πιο δύσκολο πράγμα που μαθαίνω μαζί του είναι το πόσο χρειάζεται να εκτεθώ, να βγάλω τον πραγματικό μου εαυτό. Θέλει να είμαστε τόσο αληθινοί όσο θα είμασταν (όχι με τον κολλητό μας αλλά) μόνοι στο σπίτι μας. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο, να σε εμπνέει κάποιος τόσο πολύ ώστε να βγάλεις το αληθινό σου πρόσωπο. Και είναι πολύ γοητευτικό να το πετυχαίνουν ταυτόχρονα 7 άνθρωποι πάντω στην σκηνή».
Οικονομίδης λίγα λεπτά πιο πριν… «Είμαι σκληρός γιατί πρέπει να πάρω αυτό που μου κρύβουν. Γιατί η τάση τους είναι να κρύβουν το κουκούτσι τους, την αλήθεια τους. Αλλά όπως εγώ ξεγυμνώνομαι απόλυτα και δε με νοιάζει τι θα πει ο καθένας, έτσι πρέπει να το κάνουν κι αυτοί. Το στοίχημα της παράστασης είναι να γίνουμε μάρτυρες μιας φέτας ζωής χωρίς τη διαμεσολάβηση της θεατρικής πράξης. Να μπούμε στο σαλόνι αυτής της οικογένειας».
Κι αυτό μάλιστα χωρίς στην ουσία να υπάρχει κείμενο. Η Ιωάννα Κολιοπούλου εξηγεί: «Είναι όλο από το μηδέν. Πρέπει να είσαι τελειώς alert. Έχουμε συμφωνήσει σε μια συνθήκη που περιλαμβάνει τις πληροφορίες για την οικογένεια του έργου, αλλά κάθε μέρα αυτοσχεδιάζουμε και μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά. Για παράδειγμα, ξέρουμε τι θέλουμε να ακουστεί σε κάθε σκηνή – όμως αυτό μπορεί να γίνει είτε στην αρχή είτε στο τέλος της απλά για να μας πάει παρακάτω. Πρέπει να είσαι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αρπάξεις την ατάκα από τον συμπαίκτη σου, δεν μπορείς να επαναπαυθείς – όλα γίνονται σε μια ανάσα».
Φτάνουμε προς το τέλος, ο θίασος μαζέυεται – το τηλέφωνό του χτυπά διαρκώς. Πολλές μικρές λεπτομέρειες που πρέπει να τακτοποιηθούν. «Είμαι ήδη ευχαριστημένος. Γιατί η μεγάλη μου αγωνία είναι η διαδικασία. Εκεί είναι που αναρωτιέμαι αν όντως έχουμε κάτι στα χέρια μας, εκεί έχω αγωνία/φόβο/ανασφάλεια μήπως έχουμε χάσει το δρόμο. Μετά ξεκινά η αγωνία για το χειροκρότημα που είναι άλλου είδους». Άραγε, η παράσταση θα βγάλει ατάκες; Οι τέσσερις ταινίες του πέρασαν με, πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα, τρόπο στην ποπ κουλτούρα, οι διάλογοί τους μπήκαν στην αργκό της κανονικής ζωής (ή μάλλον επέστρεψαν σε εκείνη), η καλτ τους παραμένει ακμαία στο ίντερνετ. Πρόσφατα, ο ίδιος ο Γιάννης Οικονομίδης επιμελήθηκε το διαφημστικό σποτ με τον Ερρίκο Λίτση να αναπαριστά τον ήρωα του Σπιρτόκουτου σε ανάλογα ντεσιμπέλ. «Το ότι έμειναν ατάκες από τις ταινίες επιβεβαιώνει την πεποίθησή μου ότι κάνω ανθρώπινες κωμωδίες. Μαύρη κωμωδία θα είναι και η επόμενη ταινία μου, “H Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς”. Δε νομίζω καθόλου ότι αυτό με κάνει συστημικό από την πίσω πόρτα», μου απάντά και συνεχίζει «χρειάζεται να βγάλεις από πάνω σου τη σοβαροφάνεια που είναι διάχυτη σε αυτή τη χώρα, να καταλάβεις ότι δεν είσαι το κέντρο του κόσμου».
Την ώρα που φωτογραφίζεται μου φωνάζει. «Να ορίστε, χαμογέλασα, το ‘χασες»