Όχι ότι το να στήσεις ένα μεσογειακό νουάρ, ήταν εύκολη υπόθεση, βέβαια. «Με γνώμονα ότι ήθελα τον Βαγγέλη πρωταγωνιστή, δουλέψαμε με βάση μια αρχετυπική ιστορία, που είναι ο μοναχικός ήρωας, ο οποίος διάγει έναν βίο καθημερινό, μια μικροαστική ζωή, φιλήσυχη και αδιάφορη φαινομενικά, η οποία όμως είναι μονάχα μια κάλυψη για το τι πραγματικά κάνει. Για το πώς είναι μπλεγμένος με τον υπόκοσμο, για το πώς έχει μια ακόμη πιο σκοτεινή πλευρά, ότι είναι πληρωμένος εκτελεστής, ε κι ύστερα, το τι του συμβαίνει μετά. Το τι του συμβαίνει μετά, είναι που μας παίδεψε. Είναι αυτό που λέμε ότι έχεις την ιδέα, αλλά δεν έχεις το σενάριο. Το να βρούμε το σενάριο, δηλαδή την ιστορία αυτού του ήρωα, αυτό κράτησε τρία χρόνια».
Δεδομένου ότι ο ήρωας θα ήταν στημένος πάνω στον Μουρίκη, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, είχε ενεργό ρόλο στη γραφή του σεναρίου. «Το δουλεύαμε μόνιμα μαζί, ο ένας έφερνε πράγματα, ο άλλος έλεγε κάτι άλλο κτλ», λέει. «Το δύσκολο, όμως, της όλης ιστορίας, ήταν να έχεις έναν ήρωα, ο οποίος να πατάει στιβαρά στα αρχετυπικά του ζητήματα, όπως ασούμε φιλία, εμπιστοσύνη, δίκαιο και άδικο, να έχει γνώσεις αυτών των πραγμάτων, και να μπορεί να τα προβάλλει απέναντι, στον θεατή, με τρόπο που ο θεατής να τον εμπιστευτεί, για να μπορέσει μετά ο ήρωας να κάνει την πορεία που πρέπει να κάνει. Πάντοτε, δηλαδή, το ζητούμενο ήταν να κάνουμε έναν ήρωα, τον οποίο ο θεατής να εμπιστευθεί εξ αρχής, γιατί αυτόν τον ήρωα τον θέλαμε εμείς κάποια στιγμή να δράσει κατ’ εντολήν του θεατή. Όταν έρθει, δηλαδή, η στιγμή που ο θεατής θα πει “ώπα, τα όρια αυτών των τύπων δεν τα παίζω ούτε κι εγώ, οπότε, αν μπορείς, κάνε κάτι για ‘μάς”, να έχουμε φτάσει στο σημείο που ο ήρωας θα έχει όλα τα εχέγγυα για να δράσει κατ’ εντολήν. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο σημείο, γιατί δημιουργείς έναν σχεδόν διαδραστικό κινηματογράφο, ασούμε».
Διαδραστικός είναι σίγουρα ο κινηματογράφος του Οικονομίδη. Οι προβολές του Σπιρτόκουτου, όσο και της Ψυχής στο Στόμα, προκαλούσαν από έξαλλες αποχωρήσεις μέχρι ιαχές ενθουσιασμού, έχοντας μπόλικες υστερικές εκφράσεις αμηχανίας στα ενδιάμεσα. Κι απ’ τα νευρικά γέλια στην πρώτη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας στο Βερολίνο τον περασμένο Φλεβάρη, μέχρι το αίσθημα λύτρωσης που μετέφεραν στον Μουρίκη οι θεατές της επίσημης ελληνικής πρεμιέρας της ταινίας πριν μερικές βδομάδες, το Μικρό Ψάρι δεν φαίνεται να πηγαίνει πίσω. «Κουβέντιαζα την ταινία με μερικούς θεατές», λέει ο Μουρίκης, «και στη σκηνή ασούμε που πάει ο ήρωας και καθαρίζει αυτούς που καθαρίζει, άλλοι μου λέγανε “ήμασταν έτοιμοι να χειροκροτήσουμε”, άλλοι ότι “θέλαμε κι άλλο, να τους σκίσει περισσότερο”. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν τραβάνε και κανένα ζόρι με την παρακάτω εξέλιξη του ήρωα. Τον εμπιστεύονται από ‘κει κι ύστερα και γι’ αυτό τους απελευθερώνει».
«Ο σκηνοθέτης κάνει το σινεμά που κάνει», έλεγε ο Οικονομίδης στη συνέντευξη Τύπου του στο Βερολίνο περίπου έναν μήνα πριν, και όσο κι αν ετούτη η ταινία του διαφέρει απ’ τις προηγούμενες, άλλο τόσο τους μοιάζει. Το κατ’ αρχήν σήμα κατατεθέν του, αυτή η ιδιότυπη χρήση της γλώσσας, που στήνει ένα μπεκετικό σκηνικό μέσα στον παραλογισμό του οποίου εγκολπώνει τον θεατή, ήταν πιθανότατα κι η βασική αιτία που ο διεθνής Τύπος δυσκολεύτηκε να βρει τη θέση του απέναντι στο Μικρό Ψάρι. «Εντάξει, δεν ξέρω, εγώ δεν χρησιμοποιώ τη γλώσσα με κάποιο κατασκευασμένο τρόπο», μου έλεγε ο Οικονομίδης τότε, λίγες ώρες μετά τα παγκόσμια αποκαλυπτήριά του. «Η γλώσσα υπάρχει εκεί έξω, είναι η γλώσσα που μιλάει ο συγκεκριμένος κόσμος, κάτω απ’ τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και κάτω απ’ τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Είναι στα σαλόνια τους. Αν μπεις, ας πούμε, στο YouTube και ψάξεις αυτό το κλιπάκι με τον Ψωμιάδη και το μπουκάλι κλπ, ε συγγνώμη κιόλας, κι αυτός την ίδια γλώσσα χρησιμοποιεί. Στη Βουλή, όταν ξεχνάνε καμιά φορά τα μικρόφωνα ανοιχτά και αρχίζουνε οι λεβέντες μας και χώνουνε, οι ήρωές μου κοκκινίζουνε ας πούμε».
Έτερο πρόβλημα των διεθνών κριτικών, ήταν η αδυναμία τους να χωρέσουν την ταινία στο καλούπι που έχουν σχηματίσει για μια Ελλάδα της κρίσης. «Εντάξει, καταλαβαίνω την ανάγκη των δημοσιογράφων να ταξινομήσουν τα πράγματα, να βάλουν ταμπέλες, να πιαστούν από κάπου, ας πούμε. Όμως κατ’ αρχήν την κρίση εγώ δεν την ανακάλυψα σήμερα. Απ’ το Σπιρτόκουτο θεωρούσα πως είναι μια κοινωνία σε κρίση η ελληνική. Κι έπειτα, το Μικρό Ψάρι δεν μιλάει για την κρίση, πώς να το κάνουμε τώρα; Όπως κι αυτή η ιστορία, ότι “α, ο Οικονομίδης, που έχει ήρωες λούμπεν, έχει ένα αυτό, με το περιθώριο και λοιπά”. Κατ’ αρχήν φαίνεται ότι οι πιο πολλοί Έλληνες δεν ξέρουν τι θα πει περιθώριο. Λένε για λούμπεν και περιθώριο, το ’χουν πολύ εύκολο, γιατί αρνούνται να δουν ότι αυτό το πράγμα είναι η μισή Ελλάδα, αν όχι ολόκληρη. Αμέσως για να ξορκίσεις κάτι από πάνω σου, να μην το δεις και να μην ασχοληθείς, αμέσως του βάζεις ταμπέλες».
Πώς τοποθετείται όμως, μια ταινία ως ώρας διχαστική, απέναντι σε ένα κοινό που έχει απομακρυνθεί απ’ το σινεμά σε τέτοιο βαθμό, που τα εισιτήρια να πέφτουν κάθε χρόνο σχεδόν κατά 10-12%; «Τι να πω, εμείς είμαστε συνηθισμένοι στα δύσκολα», λέει ο Οικονομίδης. «Δηλαδή προτιμώ να μην το πολυσκέφτομαι όλο αυτό. Έχουμε όλοι συγκεντρωθεί στο να προωθήσουμε μια ταινία, ένα δημιούργημα που το φτιάξαμε όλοι μαζί, κι όλοι παλεύουμε να μεταδώσουμε και να κοινωνήσουμε το μήνυμα ότι η ταινία, μάγκες, βγαίνει στους κινηματογράφους, κι η δουλειά που κάναμε για να φτιάξουμε μια ταινία που να είναι σε όλα της τζάμι, ταβάνι, την κάναμε για ‘σάς. Γιατί αυτή είναι κι η πραγματικότητα, αυτό έχω στο μυαλό μου απ’ όταν έκανα το Σπιρτόκουτο, είμαι παλαβός σ’ αυτό. Τη δουλειά μου την τιμώ, πώς να σου πω. Γιατί εκτιμώ και τον κόπο του αλλουνού, που θα σου δώσει το χρόνο του, και θα σου δώσει και τα λεφτά του, για να δει την ταινία σου. Και νιώθουμε πολύ καλά γι’ αυτό που έχουμε να προσφέρουμε στους συμπατριώτες μας: αυτό που λέμε καλό ελληνικό σινεμά. Μια ταινία που θα τον κάνει να νιώσει περήφανος, γιατί πηγάζει απ’ αυτόν, με έναν λαϊκό ήρωα, με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί, γιατί μπορεί να τον καταλάβει και να τον αγαπήσει».
Όσο για το αν θα σου μαυρίσει την ψυχή η πορεία του ήρωά του σ’ έναν κόσμο κατάτι ζοφερό, ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι σαφής: «Η ταινία δεν είναι καθρέφτης της καθημερινότητας. Δεν έχει κανένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά δηλαδή. Αυτή η ταινία είναι κινηματογράφος, με αρχή, μέση, τέλος, έχει έναν ήρωα, με έναν στόχο, έχει ένα πρόβλημα, θέλουμε να δούμε ποιο είναι το πρόβλημά του, πώς λύνει αυτό το πρόβλημα, τι γίνεται στην πορεία, και καταλήγει να είναι μια απελευθερωτική ταινία. Τώρα, αν αυτό γίνεται στην Ελλάδα, που κάποιος μπορεί στους χώρους που κινούνται οι ήρωες, να διαβάσει και τα δικά του τα περί Ελλάδας, αυτό μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ταινία, και με το Μίκυ Μάους ακόμα. Γιατί ό,τι δεις, έχει από πίσω ένα φόντο. Κι αν θες να ξεκολλήσεις τους ήρωες απ’ το φόντο και ν’ αρχίσεις να μιλάς για το φόντο με διαφορετικό τρόπο, μπορείς να το κάνεις, γιατί ο κινηματογράφος έχει κι ένα συμβολικό χαρακτήρα. Στην προκειμένη περίπτωση, η ταινία αυτή δεν κινείται εκεί. Κινείται σε μια κινηματογραφική δραματουργία, κινείται σε μια ανάπτυξη σεναρίου αρκετά ευανάγνωστη και καταλήγει για μένα με απελευθερωτικό τρόπο. Κι αυτή είναι και η αξία της. Από ‘κει και πέρα, όλα είναι καθρέφτης ενός πράγματος. Εκτός κι αν κινηθείς στο διάστημα ξερωγώ, κι αρχίσουμε να κάνουμε ταινίες για τον Άρη, τον Ερμή κι όλα αυτά. Εντάξει. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία».
*Το Μικρό Ψάρι του Γιάννη Οικονομίδη, με τους Βαγγέλη Μουρίκη, Βίκυ Παπαδοπούλου, Πέτρο Ζερβό, Γιάννη Τσορτέκη, Γιώργο Γιαννόπουλο, Όμηρο Πουλάκη, Πόπη Τσαπανίδου κ.ά. θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 27 Μαρτίου, σε διανομή της Feelgood Entertainment.
Page: 1 2