Η σχέση του Γιάννη Χουβαρδά με τον Μπέρτολντ Μπρεχτ είναι ανύπαρκτη. «Θα έλεγα ότι απουσιάζει παντελώς από τη σκέψη μου ο Μπρεχτ», παραδέχεται ο σκηνοθέτης. Φέτος όμως, συντονιζόμενος και λόγω συγκυριακών συμπτώσεων, με την επικαιρότητα, σκηνοθετεί στο Παλλάς έχοντας ένα θίασο πρωταγωνιστών τη διαχρονική «Όπερα της Πεντάρας» των Μπέρτολντ Μπρεχτ-Κουρτ Βάιλ. «Το έργο μιλά για τη υποπρολεταριοποίηση των μαζών, κάτι το οποίο ζούμε καθημερινά στο πετσί μας, εδώ στην Ελλάδα της κρίσης. Οι άνθρωποι που παλαιότερα είχαν τα προς το ζην και έπαιρναν 1500-2000 ευρώ καθαρά, τώρα είναι αναγκασμένοι, αν έχουν δουλειά, να τη βγάλουν πέρα με 500, με 300 ευρώ το μήνα. Δουλειές χάνονται, η ανεργία μεγαλώνει», εξηγεί στην Popaganda, σε μια συζήτηση που οδηγήθηκε στη ζωή μετά το Εθνικό Θέατρο, στο οποίο διετέλεσε πετυχημένος καλλιτεχνικός διευθυντής, στις απρόσμενες εξελίξεις στο Φεστιβάλ Αθηνών αλλά και στους χειρισμούς της ενός έτους κυβέρνησης. Μια συζήτηση που θα μπορούσε να έχει τίτλο μια λέξη:«ανησυχία».
Γιατί ειδικά φέτος «Όπερα της Πεντάρας»; Μπορούμε να πούμε τους λόγους για τους οποίους είναι ένα επίκαιρο έργο. Σχεδόν πάντα είναι ένα επίκαιρο έργο. Φέτος, απλά ήλθε η συγκυρία έτσι, ήταν στο ρεπερτόριο των Αθηναϊκών Θεάτρων, ήταν στη σκέψη τη δική μου και γενικά συνέπεσαν οι θελήσεις.
Ο Μπρεχτ δεν είναι γενικώς στη σκέψη σας. Όχι. Μάλιστα, θα έλεγα ότι απουσιάζει παντελώς από τη σκέψη μου ο Μπρεχτ.
Για ποιο λόγο; Γιατί έχει μια κατηγορία έργων που είναι πάρα πολύ δογματικά, μια κατηγορία έργων που είναι φανερά κατασκευές και θεωρούνται τα μεγάλα του έργα, όπως «Ο Κύκλος με την Κιμωλία», «Μάνα Κουράγιο». Είναι κατασκευές γιατί στόχο του έχει να προβάλλει ένα μοντέλο Ιστορίας, να το καταδικάσει και με έμμεσους τρόπους, μέσα από τα τραγούδια, να προβάλλει ένα άλλο μοντέλο πολιτικό. Φαίνεται η κατασκευή όμως, όσο καλογραμμένα έργα και να είναι. Η «Οπερα της Πεντάρας» ανήκει στην πρώιμη περίοδό του, την αναρχοαυτόνομη, όπου ανήκουν και άλλα έργα του που είναι πολύ δύσκολο να τα κατηγοριοποιήσεις, γιατί έχουνε πάρει δάνεια από παντού. Και από το πολιτικό καμπαρέ και από την σάτιρα και από την κωμωδία για ευρεία κατανάλωση και από την πολύ μεγάλη μουσική παράδοση της Γερμανία κ.λπ. Η «Οπερα» έχει και μια επικαιρότητα πάντα γιατί μιλάει για τη δομή της κοινωνίας μας, όχι όπως ιδανικά τη φανταζόταν ο Μπρεχτ, αλλά όπως ήταν. Το έργο μιλά για τη υποπρολεταριοποίηση των μαζών, κάτι το οποίο ζούμε καθημερινά στο πετσί μας εδώ στην Ελλάδα της κρίσης. Οι άνθρωποι που παλαιότερα είχαν τα προς το ζην και έπαιρναν 1500-2000 ευρώ καθαρά τώρα είναι αναγκασμένοι, αν έχουν δουλειά, να τη βγάλουν πέρα με 500, με 300 ευρώ το μήνα. Δουλειές χάνονται, η ανεργία μεγαλώνει. Αυτό είναι ένα έντονο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας της εποχής που γράφτηκε η όπερα, της δεκαετία του ‘30 αλλά και της σημερινής. Πάνω από αυτόν τον κόσμο υπάρχει μία κατηγορία μικροαφεντικών που είναι ο Μακχήθ, ο Πίτσαμ, ο Μπράουν, ο αρχηγός της αστυνομίας, η μαστροπός. Τα μικροαφεντικά. Πάνω από αυτά υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο αόρατο αφεντικό που θυμίζει πάρα πολύ έντονα το ίντερνετ αλλά και αυτόν που το διαχειρίζεται και βρίσκεται από πάνω μας. Γιατί κανείς δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός που μας κυβερνάει σήμερα σε αυτή την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Στο έργο είναι η νεαρή βασίλισσα που θα γίνει η στέψη της αλλά κανείς δεν την ξέρει και δεν την έχει δει ποτέ. Ε, αυτή η επικαιρότητα που έχει το έργο το κάνει πολύ άμεσο σήμερα.
Εσείς πηγαίνετε με τα νερά του ή το ανατρέπετε; Με τον Μπρεχτ δεν ασχολείσαι αν θες να έρθεις σε αντιπαράθεση μαζί του. Γι’ αυτό το λόγο και δεν έχω ασχοληθεί με το έργο του, εκτός από τον «Καλό Ανθρωπο του Σετσουάν» που είχα σκηνοθετήσει πριν από πάρα πολλά χρόνια, σε μια πειραματική παράσταση με κούκλες και ηθοποιούς, το 77-78, την εποχή που είχα τη Θεατρική Συντεχνία. Την «Οπερα» την αγαπώ και την περιποιούμαστε. Εχουμε απόλυτη συναίσθηση ότι πρέπει να ανεβάσεις ένα τέτοιο έργο με υψηλές προδιαγραφές -και παραγωγής και καλλιτεχνικές- και ότι ταυτόχρονα απευθύνεσαι σε ένα κοινό που πρέπει να γεμίσει το Παλλάς. Έχουμε απόλυτο σεβασμό στη μουσική του Κουρτ Βάιλ, την οποία εγώ προσωπικά λατρεύω, και για αυτό το λόγο θα εκτελείται για πρώτη φορά από πλήρη ζωντανή 12μελή ορχήστρα. Το έργο στην παράστασή μας είναι ακέραιο, η μετάφραση καινούρια, του Γιώργου Δεπάστα. Και το καστ είναι πρώτης γραμμής. Ολοι τους είναι και εξαιρετικοί τραγουδιστές. Οπότε η παράσταση ανεβαίνει για να τιμήσει τον Μπρεχτ και το σύγχρονο κοινό.
Έχουμε μείνει πάντως με τον απόηχο της παράστασης του Μπομπ Γουίλσον. Ο πήχυς είναι ψηλά. Αυτό λειτούργησε ως κίνητρο αναταγωνιστικότητας. Ο Μπομπ Γουίλσον είναι ένας πολύ αξιόλογος καλλιτέχνης, είναι μια μορφή της παγκόσμιας σκηνής και των εικαστικών τεχνών. Δεν μπορεί να μπει κανένας όμως σε ένα τριπάκι σύγκρισης μαζί του ή ανταγωνισμού. Έκανε μια παράσταση η οποία είναι πολύ ψηλά. Εμείς κάνουμε τη δική μας παράσταση απευθυνόμενοι σε ένα ελληνικό κοινό. Δεν εννοώ ότι έχουμε εξελληνίσει την παράσταση. Αλλά είναι μια δουλειά που γίνεται με έλληνες συντελεστές για ελληνικό κοινό. Η παράσταση του Γουίλσον έγινε στο Berliner Ensemble με Γερμανούς ηθοποιούς και ένα σκηνοθέτη που δίνει τεράστιο βάρος στο εικαστικό σκέλος. Εμείς δεν είμαστε τόσο πολύ προσανατολισμένοι προς το εικαστικό. Μας ενδιαφέρει πολύ το υποκριτικό κομμάτι. Αλλά η παράστασή μας, πιστεύω, στέκεται στο δικό της επίπεδο, είναι απολύτως ανταγωνιστική…
Η ζωή και η προσαρμογή μετά το Εθνικό Θέατρο πώς ήταν; Πολύ ευχάριστη. Το Εθνικό, από ένα σημείο και μετά, είχε συσσωρεύσει μέσα μου κούραση. Γιατί ενάμισι χρόνο αφότου ανέλαβα, ξέσπασε η κρίση. Οπότε στένευαν τα περιθώρια και ήταν μεγάλος ο αγώνας να στήσεις ένα θέατρο απ’ την αρχή στα πόδια του. Έπρεπε να ολοκληρώσουμε και την κατασκευή του Τσίλερ και να την παραλάβουμε, γεγονός με τεράστιες νομικές παγίδες που απαιτούσε χοντρή δουλειά. Αυτό κούρασε πολύ. Έκλεισε αυτός ο κύκλος. Γι’ αυτό δεν είχα και καμία διάθεση να συνεχίσω. Η προσαρμογή επομένως ήταν πολύ εύκολη. Συνέχισα τη δουλειά μου στο εξωτερικό -την οποία ποτέ δεν είχα ουσιαστικά διακόψει- και ασχολούμαι με το είδος του ρεπερτορίου που μου αρέσει και στο ελεύθερο θέατρο. Μ’ αρέσει να συνεργάζομαι με ανθρώπους, σχήματα και θέατρα που σέβομαι και εκτιμώ για δουλειές που μου κάνουν κέφι. Δεν έχω αυτή τη στιγμή καμία φιλοδοξία ούτε να αναλάβω κάποιο οργανισμό ούτε να δημιουργήσω δικό μου θέατρο. Είμαι πάρα πολύ καλά όπως είμαι.
Το μόνο που θέλετε να κάνετε, επομένως, είναι θεατρικές παραστάσεις; Τι άλλο να θέλω να κάνω κάνω; Κινηματογράφο, μουσική; Θα μπορούσα να ανοίξω ένα εστιατόριο, γιατί μ’ αρέσει το φαγητό, μ’ αρέσει να περιποιούμαι τους ανθρώπους. Αλλά είναι τόσο μεγάλος μπελάς και τόσο μεγάλο άγχος, πολύ μεγαλύτερο από το να ανοίξεις ένα θέατρο, που δεν το σκέφτομαι καν. Πρέπει να σου συμβεί κάτι πολύ ανατρεπτικό στη ζωή σου για να αλλάξεις ρότα όταν κάτι το ξέρεις καλά και το κάνεις 40 χρόνια.
Στην κρίση που ξέσπασε πρόσφατα στο Εθνικό, λόγω της παράστασης με αποσπάσματα απ’ το βιβλίο του Σάββα Ξηρού, εσείς ως διευθυντής τι θα είχατε κάνει; Θα είχατε κατεβάσει την παράσταση, όπως έπραξε ο Στάθης Λιβαθινός; Είναι μια πολύ υποθετική ερώτηση από αυτές που δυσκολεύεται κανείς να δώσει μια απάντηση που θα δικαιώσει αυτόν που τη ρωτάει. Γιατί εγώ μπορεί να μην είχα καν επιλέξει ένα τέτοιο έργο. Μην ξεχνάς ότι όλη αυτή η ιστορία ξεπήδησε επειδή αλλιώς ξεκίνησε το ρεπερτόριο στο Εθνικό, με τις επιλογές του Σωτήρη Χατζάκη, αλλιώς έπρεπε να συνεχίσει επί Στάθη Λιβαθινού, και ειδικά μέσα από τους ανθρώπους στα χέρια των οποίων έδωσε την Πειραματική Σκηνή, με λευκή επιταγή στην ουσία. Οπότε όλο αυτό προκάλεσε μια αναστάτωση. Από τους συντελεστές επιλέχθηκε, σε συνεργασία με την Πειραματική, μια θεματική που είχε να κάνει με την τρομοκρατία, και στα καθ’ ημάς, με τη 17Ν. Εντάξει, κατά τη γνώμη μου μπορεί να έχει κανείς την οποιαδήποτε αντίρρηση, να πει ότι ήτανε πολύ νωρίς, ότι ακόμα είναι νωπές οι πληγές. Από τη στιγμή που αποφασίστηκε όμως αυτό, νομίζω ότι έπρεπε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει η παράσταση. Αλλά καταλαβαίνω από την άλλη μεριά πολύ καλά και τις εξοντωτικές πιέσεις που δέχτηκε η καλλιτεχνική ηγεσία του Εθνικού για να κατεβάσει την παράσταση και την τεράστια ευθύνη που είχε στους ώμους της αν κάτι συνέβαινε. Όλα αυτά όταν είσαι έξω από το χορό είναι εύκολο να τα κρίνεις, όταν είσαι μέσα είναι πάρα πολύ δύσκολο. Το ξέρω γιατί το έχω βιώσει. Έπαιρνα κι εγώ αποφάσεις οι οποίες εύκολα κατακρίνονταν, αλλά πολύ δυσκολα θα μπορούσε κανείς να τις κρίνει αν ήταν μέσα στην ίδια την κατάσταση. Νομίζω ήταν μια ατυχής στιγμή, που καλό θα είναι να την ξεχάσουμε. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Για να προχωρήσει το Εθνικό. Γιατί ο Στάθης και οι επικεφαλής της Πειραματικής έχουν πολλά να δώσουν. Πρέπει να τους αφήσουμε να δουλέψουν απερίσπαστοι. Να μην δέχονται πολιτικές πιέσεις.
«Η επιλογή του Γιαν Φαμπρ ήταν μια μεγάλη, θετική έκπληξη. Αλλά όλα εξαρτώνται από τη δομή των πραγμάτων. Κάνω έκκληση, αν διαβάζει κανείς τη συνέντευξή μας, οτιδήποτε γίνει πρέπει να γίνει γρήγορα γιατί είναι πάρα πολλές δουλειές του καλοκαιριού στον αέρα. Για πάρα πολλούς ανθρώπους το αν θα έχουν ή όχι δουλειά εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα γίνουν όλα αυτά»
Τα τελευταία χρόνια της κρίσης τι άλλαξε κυρίως στο θεατρικό τοπίο; Το μόνο που βλέπω να αλλάζει σε μεγάλο βαθμό είναι να πηγαίνει το κοινό πιο συνειδητά στο θέατρο. Δηλαδή, πηγαίνει για να ασκήσει ένα κοινωνικό, ένα συλλογικό του δικαίωμα, να βρεθεί με άλλους ανθρώπους, να έχει μια κοινή εμπειρία, η οποία άλλοτε είναι ψυχαγωγική αμιγώς, και άλλοτε είναι μια ανάμεικτη εμπειρία, όπως θα είναι αυτή που θα έχει το κοινό στο Παλλάς. Θα ψυχαγωγείται και ταυτόχρονα θα προβληματίζεται για την κοινωνία μας σήμερα, την οικονομική δραστηριότητα κάνοντας συγκρίσεις με το παρελθόν και διαπιστώνοντας ότι δεν έχουν αλλάξει και πάρα πολλά πράγματα. Κατά τα άλλα, δεν βλέπω στο θέατρο να έχει αλλάξει άρδην κάτι. Προοδευτικά έχουν αλλάξει πολλά. Οι ηθοποιοί είναι πολύ πιο καλλιεργημένοι, έχουν μια γενικότερη μόρφωση, είναι πολύ πιο ανοιχτοί, οι νέοι σκηνοθέτες είναι επίσης πολύ πιο ανοιχτοί και περισσότερο διεθνούς και ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Τα άπειρα θέατρα και χώροι που έχουν ανοίξει, οι άπειρες προσπάθειες που γίνονται, είναι μια ζύμωση μεγάλη. Αλλά ήρθε σταδιακά. Έχε μεταβληθεί το τοπίο πάρα πολύ. Η πλειονότητα των παραστάσεων και των παραγωγών που γίνονται προέρχοντι από μικρές ομάδες, από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Εθνικό και οι μεγάλες σκηνές δεν έχουν την πρωτοκαθεδρία που είχαν. Έχει διαχυθεί το κοινό και στην αθηναϊκή περιφέρεια. Νομίζω, η κίνηση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά βεβαίως η πιο μεγάλη μεταβολή έχει γίνει στο DNA του κοινού. Το κοινό πηγαίνει πολύ περισσότερο να δει και μικρές παραστάσεις, νέους ανθρώπους.
Ισχύει η διαρροή ότι σας ζητήθηκε να αναλάβετε το Φεστιβάλ και αρνηθήκατε; Δεν μου έγινε πρόταση.
Αν γινόταν; Δεν θα δεχόμουνα. Το έχω πει πολλές φορές.
Η επιλογή του Γιαν Φαμπρ πώς σας φάνηκε; Ηταν μια μεγάλη, θετική έκπληξη. Αλλά όλα εξαρτώνται από τη δομή των πραγμάτων. Δηλαδή, υπό ποία ιδιότητα θα έρθει αυτός ο άνθρωπος εδώ; Το «Καλλιτεχνικός διευθυντής» είναι μια ευρεία έννοια. Θα έχει εξουσίες; Θα αποφασίζει αυτός για τους Έλληνες καλλιτέχνες; Αν δεν είναι αυτός, θα υπάρχουν Έλληνες που θα προτείνουν για λογαριασμό του και αυτός θα αποφασίζει; Είναι μια δύσκολη κατάσταση αυτή και είναι και η πρώτη φορά που δημιουργείται. Δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία για να πατήσουμε επάνω. Οπότε είμαι σε πολύ μεγάλη αναμονή και προσμονή να δω πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση μετά τη συνέντευξη τύπου που θα δώσει. Κάνω έκκληση, αν διαβάζει κανείς τη συνέντευξή μας, οτιδήποτε γίνει πρέπει να γίνει γρήγορα γιατί είναι πάρα πολλές δουλειές του καλοκαιριού στον αέρα. Για πάρα πολλούς ανθρώπους το αν θα έχουν ή όχι δουλειά εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα γίνουν όλα αυτά. Γιατί δεν είναι μόνο να αποφασιστούν. Είναι και να μπουν σε πράξη, να βγουν υπουργικές αποφάσεις, το τυπικό σκέλος που πρέπει να γίνει.
Κανένας δεν περίμενε την αναστάτωση που ξέσπασε στο Φεστιβάλ με την αποπομπή, τον διασυρμό, επί της ουσίας, του Γιώργου Λούκου. Αυτό που έγινε ήταν ατυχές. Πολύ ατυχές. Η χρονική στιγμή που έγινε ήταν λάθος. Ο τρόπος που έγινε ήταν λάθος. Αλλά δεν μπορώ να πω και περισσότερα γιατί αντικειμενικά υπάρχει μια δικαστική εκκρεμότητα. Ο Γιώργος Λούκος είναι ένας άνθρωπος που όλοι εκτιμούμε, τον έχουμε όλοι πολύ ψηλά από απόψεως καλλιτεχνικής, αλλά όταν μπαίνουν τέτοια ζητήματα νομίζω πρέπει να σταματά κανείς να ασχολείται παρασκηνιακά με την υπόθεση, σχολιάζοντάς την. Δεν θέλω να σχολιάσω όταν έχει μπει σε ένα δρόμο δικαστικής διερεύνησης. Βεβαίως, εμένα με εξέπληξε, γιατί ο άνθρωπος ήταν και ανιδιοτελής και έδωσε το είναι του για το Φεστιβάλ. Ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν πληρωνόταν. Έφερε τα πάνω κάτω στη φεστιβαλική σκηνή της Ελλάδας. Αν μη τι άλλο, έχει το τεκμήριο της αθωότητας. Είναι αστείο και να μιλάμε για ενοχές. Ελπίζω ότι όλα αυτά θα διαλευκανθούν γρήγορα, θα αποκατασταθεί το όνομά του και επίσης ότι θα προχωρήσει το Φεστιβάλ πολύ σύντομα.
Έχετε ετοιμάσει πρόταση για φέτος; Έχουμε προτείνει την «Ορέστεια» με τον Λυκιαρδόπουλο και πολύ σημαντικούς ηθοποιούς. Την Καρυοφυλλιά, τον Κουρή, τον Μαρκουλάκη.
Η κυβέρνηση έκλεισε ένα χρόνο. Η αίσθηση ποια είναι; Να απαντήσω ως πολίτης; Αυτό που σε μένα κατασταλάζει είναι η ανησυχία. Αυτή είναι η λέξη. Βλέπω πάρα πολλά πράγματα να ανατρέπονται με ένα τρόπο που δεν με καλύπτει. Βλέπω να γίνονται κάποιες κινήσεις στο ραδιοτηλεοπτικό-ιντερνετικό τοπίο, οι οποίες με ανησυχούν και βλέπω πολλές αντιφατικές κινήσεις. Δηλαδή, δεν αισθάνομαι ότι είναι μια κυβέρνηση με μια ενιαία γραμμή. Αισθάνομαι πολλές αντιφάσεις μέσα της. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει αφού και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αντιφατικό κίνημα, όπως επίσης και η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ είναι αντιφατική. Πιστεύω ότι υπάρχουν πάρα πολλές καλές προθέσεις, όμως ελλοχεύουν σε κάποιες γωνίες σκοτεινές προθέσεις, τις οποίες δεν μπορώ να τις αντιληφθώ ακριβώς. Υπάρχει και ένα έλλειμα ικανότητας στη διαχείριση κάποιων πραγμάτων. Αν αυτό είναι ζήτημα χρόνου, στη διάρκεια του οποίου όλα αυτά θα βελτιωθούν, μένει να αποδειχτεί. Είναι μια νέα κυβέρνηση, ένας χρόνος δεν είναι και πολύς. Και είναι σα να προσπαθούν να μιλήσουν μια καινούρια γλώσσα. Αλλά το θέμα είναι ότι πρέπει να μας πείσουν ότι την κατέχουν αυτή την άλλη γλώσσα, και σε αυτό μέχρι στιγμής δεν έχω πειστεί. Βλέπω ότι υπάρχει πολύς αυτοσχεδιασμός.
To προσφυγικό το διαχειρίζονται αυτοσχεδιαστικά; Οι Γερμανοί έχουν το jein, που είναι συνδυασμός δυο λέξεων, του ja και του nein. Του ναι και του όχι. Ε, θα σας έλεγα αυτή τη λέξη, για το προσφυγικό. Σαφώς είναι μια κεραμίδα που μάς έπεσε από εκεί που δεν την περιμέναμε. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν όλες οι ιδεολογικές τάσεις ενός κόμματος που θεωρεί ταμπού ορισμένα πράγματα. Κι αυτό με ανησυχεί. Υπάρχει μια ανθρωπιστική κρίση, η οποία είναι πολύ σοβαρή και πρέπει όλους μας να μας αφήνει εμβρόντητους και να μας ευαισθητοποιεί, από την άλλη δεν μπορεί παρά κανείς να κάνει προβολές στο μέλλον και να σκέφτεται τι θα γίνει αν κλείσουν τα σύνορα. Αν πολλαπλασιαστούν οι ροές και εγκλωβιστούν αυτοί οι άνθρωποι μέσα εδώ, τι θα γίνει;
Η απειλή της εξόδου μας από τη Σένγκεν έχει βάση ή είναι είναι ένας ακόμη εκβιασμός; Πιστεύω πως έχει βάση. Αν κάποιες χώρες αποφασίσουν μέσα από εκλεγμένες νόμιμα κυβερνήσεις ότι δεν μπορούν να δεχτούν παραπάνω πρόσφυγες και τα σύνορα κλείσουν, πού θα πάνε αυτοί οι άνθρωποι; Το αν μπορεί η Ευρώπη να αλλοιωθεί πληθυσμιακά, εθνοτικά, θρησκευτικά, είναι ένα θέμα προς συζήτηση
Αυτό θα συμβεί αναπόφευκτα. Θα συμβεί. Αλλά πρέπει να συμβεί ελεγχόμενα, να γίνουν μελέτες. Είναι ένα θέμα που ξεπερνάει ακόμα και την οικονομική κρίση που ζούμε. Είναι πολύ πιο μεγάλο.