«Η ταινία είναι εμπνευσμένη από προσωπικές εμπειρίες», λέει ο Γκέρστερ, «αλλά προσπάθησα να κρατήσω μια απόσταση ανάμεσα στο προσωπικό και το ιδιωτικό». Έχει στοιχεία, αλλά δεν είναι αυτοβιογραφικός, διευκρινίζει, για τον ήρωά του που «έχει χάσει το δρόμο του στη ζωή, κι έτσι περνάει τις μέρες του γυρίζοντας άσκοπα στο Βερολίνο και προσπαθώντας να βγάλει άκρη με το τι θέλει να κάνει». Δεν έχει δουλειά, δεν έχει κοπέλα κι όπως διαπιστώνει σύντομα, πλέον δεν έχει και λεφτά: ο πατέρας του τού μπλοκάρει την κάρτα, οξύνοντας ακόμη περισσότερο τη σύγχυση, το φόβο και τη μοναξιά που νιώθει.
Συναισθήματα ενδημικά στην πλειοψηφία των Millennials, της γενιάς του Πήτερ Παν, που μεγάλωσε χωρίς τείχος στο Βερολίνο, χωρίς Πολυτεχνείο στην Αθήνα, χωρίς την ανάγκη να βρει την παραλία κάτω από την άσφαλτο του Παρισιού. «Ίσως να υπάρχει μια σύνδεση με την Γενιά Υ», λέει ο 35άρης σκηνοθέτης. «Δεν ήταν πρόθεσή μου να κάνω ένα πορτραίτο γενιάς, αλλά υπάρχει κι αυτό στην ιστορία, και πολλοί άνθρωποι ταυτίζονται μ’ αυτό. Όχι μόνο στη Γερμανία. Έχω δείξει την ταινία σε πολλές χώρες, και δεν μπορείς να φανταστείς πόσοι έρχονται και μου λένε “η ταινία σου μιλάει για το γιο μου”, ή “ο χαρακτήρας σου μού θυμίζει την κόρη μου”. Εντοπίζουν κάτι στην ταινία, δηλαδή, μια διάσταση που δεν είχα φανταστεί. Αλλά χαίρομαι που προέκυψε αυτό, γιατί προφανώς δεν είμαι ο μόνος που έχει περάσει τέτοια σύγχυση».
Οριακά ανάμεσα στις Generation X και Y ο ίδιος, ως γεννηθείς το ’78, ίσως να ‘χει μια σαφέστερη οπτική για το τι είναι αυτό που μας συμβαίνει, σε όσους γεννηθήκαμε μέσα στα ‘80s: «Νομίζω είναι προφανές το γιατί υπάρχουν τόσοι νέοι αυτή τη στιγμή, οι οποίοι δυσκολεύονται να διαχειριστούν όλη αυτήν την ελευθερία που έχουν, σχετικά με το να βρουν τη θέση τους στη ζωή. Αυτή η ελευθερία μπορεί να γίνει και εμπόδιο. Πάρε τη γενιά των γονιών μου, για παράδειγμα. Αυτοί δεν είχαν καμία τέτοια ελευθερία, υπήρχε μια εντελώς διαφορετική, πολύ πιο πραγματιστική άποψη της ζωής, απ’ αυτήν που έχουμε σήμερα». Οι κυνικοί λένε πως το ταλέντο πηδάει μια γενιά, οπότε ίσως η επόμενη, να είναι πιο αποτελεσματική στο να βρίσκει το μπούσουλα της. Ο Γκέρστερ, το νιώθει ήδη: «Μπορεί να είναι δική μου εντύπωση, αλλά νομίζω ότι οι σημερινοί 20άρηδες είναι πολύ πιο συγκεντρωμένοι. Μπορεί να έχει να κάνει με την κρίση, με το άγχος για το μέλλον, αλλά οι νέοι σήμερα, μου φαίνονται πολύ πιο αποφασιστικοί σε σχέση με μερικά χρόνια πριν».
Που σημαίνει, δηλαδή, ότι θα μας φάνε ζωντανούς. Αλλά απ’ την άλλη, οι σημερινοί 20άρηδες θα φάνε την κρίση της μέση ηλικίας τους κανονικά στη μέση ηλικία τους, ενώ εμείς θα την έχουμε περάσει πριν διανύσουμε καν τα τριάντα, όπως η ήρωας της ταινίας, σωστά; «Πάντα έλεγα ότι αυτό που γίνεται στην ταινία, είναι ότι πετυχαίνουμε τον ήρωα ακριβώς τη μέρα που βιώνει ταυτόχρονα την καθυστερημένη του ενηλικίωση και την κρίση της μέσης του ηλικίας. Έχεις ακούσει όμως για το quarter-life crisis;» Όχι, και δεν ξέρω καν πώς λέγεται αυτό στα Ελληνικά. «Κάποιος μου το ανέφερε, δεν το είχα ξανακούσει. Ίσως είναι το καινούριο thing τώρα, να περνάς την quarter-life crisis, αντί γι’ αυτήν της μέσης ηλικίας». Ας ελπίσουμε να είναι “αντί για”, και να μην είναι “εκτός από”…
Οι κρίσεις, βέβαια, δεν είναι μόνο ατομικές, και λίγο πριν την εβδομηκοστή επέτειο απ’ το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το συλλογικό υποσυνείδητο της χώρας του Γκέρστερ, δε θα μπορούσε να απουσιάζει από μια ταινία που ανασαίνει βερολινέζικη καθημερινότητα. «Ήταν σημαντικό να έχω αναφορές και στην Ιστορία της Γερμανίας. Όχι για να κάνω κάποια πολιτική δήλωση, αλλά γιατί είναι ένα απτό κομμάτι της πραγματικότητας. Μπορείς να πεις ότι η ταινία είναι για έναν τύπο που ψάχνει την ταυτότητά του, ακριβώς όπως οι Γερμανία ψάχνει κι αυτή την ταυτότητά της, πώς να ισορροπήσει με το παρελθόν της και τη σύγχρονη εικόνα της».
Όταν τον ρωτάς την άποψη των σύγχρονων Γερμανών για τη σύγχρονη εικόνα της Γερμανίας, ως νέο, οικονομικό δυνάστη της Ευρώπης, και δη συγκεκριμένων χωρών της, χάνει για λίγο τα Αγγλικά του. «Δεν έχω ιδέα… Ξέρεις μένω στο Βερολίνο, κι αυτό είναι διαφορετικό απ’ την υπόλοιπη Γερμανία, όπως και το Παρίσι είναι διαφορετικό απ’ την υπόλοιπη Γαλλία, και η Αθήνα φαντάζομαι διαφέρει απ’ την υπόλοιπη Ελλάδα. Έχω όμως την εντύπωση ότι πολλοί άνθρωποι νιώθουν λίγο άβολα με την Γερμανία να υιοθετεί ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη… Ξέρεις, συζητείται συνέχεια, στις ειδήσεις, στα talk show… Δεν ξέρω».
Τη δική του κρίση ταυτότητας, πάντως, ο Γκέρστερ την πέρασε τριγυρίζοντας στο Βερολίνο κι σκοτώνοντας τις μέρες του στα μπαρ και τα καφέ της Γερμανικής πρωτεύουσας. Τώρα, αυτόν τον χαμένο χρόνο, τον λέει εξαντλητική έρευνα για την ταινία του. «Δεν αμφέβαλα ότι ήθελα να κάνω σινεμά. Ήξερα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης απ’ όταν ερωτεύτηκα τις ταινίες. Αυτό που δεν ήξερα, ήταν το αν είχα τη στόφα του σκηνοθέτη. Νιώθω τόσο σεβασμό και τόση αγάπη για τις ταινίες, που ήμουν πραγματικά τρομοκρατημένος με το ενδεχόμενο να τα σκατώσω στην πρώτη μου ταινία! Κι έτσι, αντί να βγω να την κάνω, περίμενα για πάντα, και την σκεφτόμουν. Κι όσο την σκεφτόμουν, τόσο οι προσδοκίες μέσα μου μεγάλωναν». Είχε φάει πολύ καιρό προσπαθώντας να γράψει φιλόδοξες ταινίες, με μπερδεμένες πλοκές και περίτεχνες ανατροπές, «κάτι μεγάλα ιστορικά δράμα και κάτι τέτοιες βλακείες, αλλά κάποια στιγμή, τα πέταξα όλα αυτά απ’ το κεφάλι μου και αποφάσισα ότι απλώς πρέπει να το ανακαλύψω, αν μπορώ να το κάνω, ή όχι. Και πρέπει να το κάνω με αυτήν την πολύ μικρή, low budget ταινία, γι’ αυτόν τον τύπο, που δεν κάνει τίποτα, είναι πολύ παθητικός και ψάχνεται».
Αυτή η μικρή, low budget ταινία, που φτιάχτηκε με 300 χιλιάρικα περίπου, μάζεψε πάνω από 2 εκατομμύρια στα γερμανικά ταμεία. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κέρδισε 6 βραβεία Lola τον περασμένο Απρίλη (τα γερμανικά Όσκαρ), συμπεριλαμβανομένων των καλύτερης ταινίας και καλύτερης σκηνοθεσίας, απέναντι στο Cloud Atlas, ενός κάποιου κυρίου Τομ Τίκβερ και κάτι αδερφών Γουατσόφσκι. Και βέβαια, χρίσθηκε Ανακάλυψη της Χρονιάς, στα European Film Awards στις αρχές του μήνα. Κι όλα αυτά, αφού είχε παίξει σε ένα τσουβάλι φεστιβάλ, στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Κι από την περασμένη Πέμπτη, παίζεται στις ελληνικές αίθουσες. Μήπως να πας να την δεις; Σε αφορά κι εσένα, εδώ που τα λέμε. Ή μήπως δεν έχεις νιώσει ποτέ να έχεις χαθεί;