Γεια σου ρε Ερασιτέχνη Ζιγκολό με τα ωραία σου

Ερασιτέχνης Ζιγκολό (Fading Gigolo) *****

ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: John Turturro

Πρωταγωνιστούν: John Turturro, Woody Allen, Sharon Stone

Διάρκεια: 90’

Διανομή: Village

Murray και Fioravante: δύο εκ διαμέτρου διαφορετικοί χαρακτήρες και φίλοι διατηρούν ένα βιβλιοπωλείο, του οποίου το κλείσιμο έπεται από μέρα σε μέρα. Dr. Parker: η μεσήλικας δερματολόγος του Murray που θέλει να δοκιμάσει ένα σεξουαλικό τρίο μεταξύ αυτής, της αισθησιακής φίλης της, Selima και ενός γοητευτικού αγνώστου άντρα, φυσικά με την ανάλογη αμοιβή. Ο Murray, έχοντας ανάγκη από τα χρήματα, θα προτείνει στον ρομαντικό Fiovarante να αναλάβει αυτό το ρόλο, δημιουργώντας έτσι μια ανθηρή επιχείρηση συνοδών γυναικών. Το παιχνίδι θα αλλάξει, όταν η νέα υποψήφια πελάτισσα, η Εβραία χήρα Avigal, θα γνωριστεί με τον Fioravante και τρυφερά αισθήματα θα αρχίσουν να αναδύονται. Οι καίριες λέξεις για να περιγράψουν την ταινία είναι «άκρως ευχάριστη», αυτό δε συνεπάγεται, παραταύτα, μια σημαντική πρόσθεση στην παρακαταθήκη του Woody Allen (στο κάτω-κάτω, για να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι δική του ταινία).

Όλοι γνωρίζουμε τη love or hate περσόνα του Woody Allen και το κύρος του. Όταν μια ταινία περιλαμβάνει στην αφίσα της το όνομά του ανάμεσα σε αυτά των υπόλοιπων πρωταγωνιστών, δικαιολογημένα το βάρος θα πέσει σε αυτόν, κάνοντάς μας συχνά να ξεχνάμε πως κάποιες από τις συγκεκριμένες ταινίες δεν είναι  δικά του δημιουργήματα. Έτσι και στην παρούσα περίπτωση, ο John Turturro μπορεί να είναι σίγουρος πως δεν είναι αυτός που με τον Ερασιτέχνη Ζιγκολό του θα αποτελέσει το κέντρο βάρους της ταινίας. Κακώς από τη μια, μα τουλάχιστον μπορεί να είναι σίγουρος πως θα ξεγελάσει πολύ κόσμο, μέχρι να μάθει πως η ταινία δεν ανήκει στον Allen και να διασκεδάσει με την όλη σκέψη.

Η ταινία, αν και δεν είναι του Allen, διατηρεί σε μικρό βαθμό ορισμένα από τα στοιχεία του. Οι πίσω γειτονιές της Αμερικής, με τα γραφικά σοκάκια, τα συνοικιακά μαγαζιά και τις μικρές σκάλες μπροστά από τις πόρτες. Η προτίμηση σε ρομαντικά μικρά διαμερίσματα που απαρνούνται την ψυχρότητα της μοντέρνας άπλας. Το εκπληκτικό jazzy soundtrack το οποίο μετατρέπει κάθε στιγμή της ταινίας σε 100% γουντιαλλενική, δίνοντάς της μια κλάση και urban φινέτσα. Εν γένει, αυτό το στιλιζάρισμα που, ναι μεν είναι αμερικάνικο, μα παραμένει εναλλακτικά ρομαντικό και διατηρεί ένα επίπεδο, οπτικά μιλώντας.

Ακόμα και το χιούμορ σε κάποιες στιγμές παραπέμπει στον Allen. Πλην του ότι ο ίδιος για άλλη μια φορά υποδύεται τον συνήθη ρόλο του νευρικού πολυλογά Εβραίου (θα μπορούσε και αλλιώς; Έχει παίξει ποτέ διαφορετικά;) οι διάλογοι παραμένουν κατά βάση διασκεδαστικοί, τα gags θυμίζουν κάτι από το ιδιαίτερο χιούμορ του (χωρίς να το φτάνουν εννοείται), και, τελικά, καταλήγει να είναι μια ταινία αν μη τι άλλο διασκεδαστική. Μπράβο σας κύριε Turturro, τα πήγατε περίφημα μέχρι εδώ.

Και λέω μέχρι εδώ, καθώς από εκεί και πέρα δεν ξεπερνάτε το «συμπαθητικό» παρά ορισμένες μικρές στιγμές. Το σενάριο (αν και ποτέ δε γίνεται σαχλό και ανούσια πρόστυχο, προς τιμήν σας) και οι χαρακτήρες σας πάσχουν, πολλές από τις πράξεις τους δεν έχουν βαρύτητα προκειμένου να μιλήσουμε είτε για κορύφωση είτε για «ξεδίπλωμα», ενώ παραμένετε ακραία «συνήθης» στο γράψιμό σας. Δεν έχετε το κάτι παραπάνω, μα ξέρετε να φτιάχνετε ένα χαλαρό κλίμα. Και να σκηνοθετείτε τους ηθοποιούς σας με τρόπο τέτοιο ώστε να παραβλέπουμε τα λάθη σας, χωρίς να τα συγχωρούμε αν τα εξετάσουμε πιο σοβαρά.

Άλλο ένα παράδειγμα ταινίας που απευθύνεται στην ευχαρίστηση και όχι στην επιμονή στον χρόνο. Και αυτό το καταφέρνει μια χαρά, έστω και μέσα από την ακίνδυνη «κανονικότητά» του.

Το Τρίτο Πρόσωπο (Third Person) *****

Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Γερμανία, Βέλγιο, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Paul Haggis

Πρωταγωνιστούν: Liam Neeson, Mila Kunis, Adrien Brody

Διάρκεια: 137’

Διανομή: Odeon

Τρεις διαφορετικές ιστορίες σε τρία διαφορετικά μέρη του κόσμου συνδέονται μεταξύ τους κατά μυστηριώδη τρόπο, με κοινό γνώμονα την αγάπη. Ένας συγγραφέας φεύγει για Παρίσι για να σκεφτεί μοναχικά την πορεία του, ένας τουρίστας τριγυρίζει στη νυχτερινή Ρώμη και γνωρίζει μια τσιγγάνα, ένας μεσήλικας ζει μια απλή καθημερινότητα στη Νέα Υόρκη με το γιό του και την κοπέλα του. Όμως τι είναι αυτό που συνδέει τους τρεις χαρακτήρες, πέρα από μια κοινή συναισθηματική βάση; Παρά το ευρηματικό μοντάζ και τα τεχνάσματα, το αδύναμο σενάριο και ο γενικότερος αποπροσανατολισμός της την καθιστούν κενή νοήματος.

Θέλει τσαγανό για να γράψεις και να σκηνοθετήσεις μια μεγάλη σε διάρκεια ταινία με πολλές διαφορετικές υποπλοκές. Να λάβεις υπόψιν σου την ισομέρεια των ιστοριών, να μην πλατιάσει ή μείνει «στον αφρό» το σενάριο και, πάνω απ’ όλα, να βρεις έναν ευφυή τρόπο να τις συνδέσεις μεταξύ τους. Να έχουν ένα αλληλοσυμπληρούμενο νόημα εν ολίγοις. Πλην κάποιας σκηνοθετικής ευφυολογίας, Το Τρίτο Πρόσωπο δε δείχνει να προσπαθεί πολύ να καταφέρει τα άλλα δύο. Μοιάζει σαν άλλη μια από αυτές τις ταινίες που θέλει να κάνει τον θεατή να αισθανθεί έξυπνος, όχι επειδή έπιασε κάποιο (ανύπαρκτο) βαθύτερο νόημα, μα επειδή κατανόησε την περίπλοκη ιστορία. Άρα εξαρχής, αν πορευτούμε βάσει αυτής της υποθέσεως, δείχνει να μην έχει αντίληψη περί του τι είναι το πραγματικά ευφυές και ξεχωριστό στον κινηματογράφο και δεν προσφέρει μια εμπειρία βαθύτερη.

Από πλευράς γραψίματος δεν δείχνει ιδιαίτερη συνέπεια. Οι διάλογοι προσπαθούν να φανούν ως πιο «υπαρξιακοί» μα καταλήγουν να ακούγονται εν μέρει γραφικοί, ενώ οι τρεις ιστορίες δεν είναι κατανεμημένες με προσοχή, υπάρχουν μεγάλες ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές (και συνήθως η συνύπαρξη των δύο όρων είναι αντιστρόφως ανάλογη στη σχέση τους), ενώ παρά την ύπαρξη μεγάλων ονομάτων, κανένας από τους ηθοποιούς δεν αναδεικνύει το ταλέντο του και το εκτόπισμά του.

Αν τη σώζει ωστόσο κάτι, ώστε να συνεχίσει τον στίβο μέχρι τέλους, αυτή είναι η σκηνοθεσία της. Η φόρμα της, αν και δεν έχει κάτι το ριζοσπαστικό ή κατεξοχήν καλλιτεχνικό, με ταιριαστό τρόπο καταφέρνει να συνδέει τις τρεις μικροϊστορίες με πολύ καλό τρόπο, να αναδεικνύει σε ορισμένες περιπτώσεις τη σημασία του χώρου και του χρόνου για την ταινία και, βασικότερο απ’ όλα, να ενεργοποιεί την προσοχή του θεατή μόλις αυτή πάει να μειωθεί. Και είναι προτέρημα μια ταινία δυόμιση ωρών να κυλάει χωρίς ιδιαίτερη κούραση, μα όταν, τελικά, πέσουν οι τίτλοι τέλους αναρωτιέσαι αν αυτός ο χρόνος ξοδεύτηκε με αξιόλογο τρόπο. Και όταν η απάντηση είναι «όχι», η κάθε απογοήτευση είναι δικαιολογημένη.

Στην επόμενη σελίδα: Το Τραγούδι της Καρδιάς Μου / Η Μοναχική Σύζυγος 

Page: 1 2

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας