Ακόμη και στην εποχή του ατέρμονου scrolling και της ακατάσχετης παραφιλολογίας σχετικά με το επικείμενο «τέλος του χαρτιού», κάποιοι επιμένουν να…ξεφυλλίζουν. Πόσο εύκολο, όμως, είναι να επιβιώσει, όχι απλά ένα περιοδικό εν έτει 2017, αλλά ένα fanzine; Ο Γιώργος Μάρκου πήρε πριν από δύο χρόνια την απόφαση να ξαναβάλει μπρος το gew-gaw, ίσως το πιο σημαντικό ελληνικό fanzine για τα της ψυχεδέλειας, το οποίο κυκλοφορούσε από τα μέσα των 90s μέχρι και τις αρχές των 00s. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του, αποδεικνύοντας ότι αν έχεις την τρέλα, όλα γίνονται. Λίγο πριν γιορτάσει την επιστροφή αυτή στο An Club μαζί με κάποιες από τις μπάντες που περιλαμβάνονται στο CD του νεόυ τεύχους, μίλησε στην Popaganda για την εμπειρία του ως φανζινάς από τα 90s ως τώρα.
Πώς ξεκίνησες στην όλη φάση με τα fanzines; Ξεκίνησα διαβάζοντας fanzines όπως το Merlin’s Music Box, ψάχνοντας να βρω άρθρα για ψυχεδελικά συγκροτήματα. Μάταια! Είχαν όλα κάποια σχετικά θέματα, αλλά όχι στο βαθμό που ήθελα. Είχα γνωρίσει ένα παιδί, τον Νίκο, που άκουγε τέτοια μουσική και το ρίξαμε σαν ιδέα το ‘94, να βγάλουμε ένα περιοδικό που θα ασχολείται με τα πιο ψυχεδελικά. Το ’95 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος.
Και πότε ξεκίνησε η σχέση σου με την ψυχεδέλεια; Από τα 8-9 μου χρόνια. Άκουγε ο μεγάλος μου αδερφός Doors και κάποια στιγμή άκουσα στο ράδιο Ultimate Spinach και άλλες μπάντες και λέω, εδώ είμαι! Άκουγα metal, punk κι άλλα πράγματα μέχρι τότε.
Πήρατε λοιπόν την απόφαση να βγάλετε ένα fanzine. Ποια διαδικασία ακολούθησατε; Αρχικά, έπρεπε να βρούμε συγκροτήματα για συνεντεύξεις, να σκεφτούμε άρθρα για μπάντες που μας άρεσαν, να κάνουμε reviews δίσκων και κυρίως, να αρχίσουμε να μαζεύουμε λεφτά. Μόλις τα κατορθώσαμε όλα αυτά, το κάναμε. Με τον Νίκο ήμασταν μαζί μέχρι και το δεύτερο τεύχος και μετά το συνέχισα μόνος μου. Έβαζα συγκροτήματα που άρεσαν σε μένα, έβαζα και διαφημίσεις αλλά όχι μεγάλες, κυρίως από δισκάδικα φίλων, κυκλοφορίες συγκροτημάτων κλπ. Και όταν έβαζα διαφημίσεις συγκροτημάτων από το εξωτερικό «τις πληρωνόμουν» συνήθως σε βιβλία και CD. Όταν τα συγκεντρώναμε όλα αυτά, πηγαίναμε στο τυπογραφείο, το οποίο ήταν πολύ εύκολο εκείνη την εποχή. Ωστόσο, στο πρώτο τεύχος ο τυπογράφος το κατέστρεψε και σώθηκαν μόνο 330 από τα 500 αντίτυπα, στα οποία το εξώφυλλο ήταν ζωγραφισμένο στο χέρι, ένα προς ένα, από την Ηλιάνα Νοέα. Τα εξώφυλλα ήταν κάτι που βοηθούσαν πολύ στο να φεύγει το περιοδικό. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά, σχεδόν, που πήγαμε τυπογραφείο, όλα τα άλλα βγήκαν σε φωτοτυπίες κι έτσι είχα και τη δυνατότητα να βγάζω όσα θέλω. Είχαμε δώσει και τρεις κασέτες με τα περιοδικά, μας άρεσε περισσότερο από τα σινγκλάκια, γιατί χωρούσαν περισσότερη μουσική. Στο τελευταίο, όμως, τεύχος δώσαμε CD. Ήταν το τελευταίο που βγήκε στα ελληνικά κάπου στο ’99-’00, είχε πουλήσει κοντά στα 800-900 αντίτυπα λόγω του CD και επειδή, δεν μου άρεσε πολύ αυτή η φάση, αποφάσισα τότε να το βγάζω στα αγγλικά. Έβγαλα τρία τεύχη στα αγγλικά και μετά, επειδή θα παύαμε να έχουμε τα artworks των εξωφύλλων, αποφάσισα να αλλάξω και όνομα και μέγεθος και έκανα το Peace Frog.
Πώς θυμάσαι τη σκηνή των fanzines στα 90s; Τότε υπήρχε μεγάλη υποστήριξη. Ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80, αλλά απογειώθηκε στα 90s. Ο κόσμος το στήριζε, πήγαινε σε συναυλίες, έπαιρνε περιοδικά, δίσκους. Από τα μέσα μέχρι τα τέλη του ’90 ήταν πολύ καλά τα πράγματα για τα περιοδικά. Σταδιακά, μειώθηκε όλο αυτό. Αναμενόμενο, πόσω μάλλον, τώρα, με το ίντερνετ. Επειδή, τώρα ήξερα ότι είναι ρίσκο αυτό που κάνω, για να μην είναι τόσο βαρετό, πρώτα απ’ όλα για μένα αλλά και γι’ αυτούς που θα το αγοράσουν, αποφάσισα η συλλογή του CD να είναι λίγο διαφορετική και σκέφτηκα όλα τα τραγούδια να είναι στα ελληνικά και από τα ελληνικά κι από τα ξένα συγκροτήματα.
Πώς πήρες την απόφαση μετά από τόσα χρόνια να το ξανακάνεις; Με ώθησε το κομμάτι «Σύννεφα από καραμέλα» των Drug Free Youth. Τις κυκλοφορίες των τευχών, αλλά και άλλες, τις βγάζω σε μία μικρή δική μου δισκογραφική. Είχα βγάλει την κυκλοφορία που περιείχε αυτό το κομμάτι και πρότεινα να κάναμε όλα τα κομμάτια στα ελληνικά, αλλά τελικά δεν ήθελαν. Αλλά, ήταν τόσο καταπληκτικό αυτό το τραγούδι που κάποια στιγμή πριν δύο-τρία χρόνια μου έσκασε η ιδέα να βγάλω ένα νέο τεύχος και να έχει κομμάτια στα ελληνικά. Ήταν και η γενικότερη «βίδα» για το τυπωμένο. Ήθελα να το βγάλω το 2015, αλλά, ώσπου να πείσω τις μπάντες και να μαζέψω τα κομμάτια, πέρασαν δύο χρόνια. Το έβγαλα μόνος μου και συνεργάστηκαν πέντε-έξι άτομα, κυρίως στις μεταφράσεις. Είναι δύσκολο να βρεις άτομα, έψαχνα συνήθως φίλους που να μπορούν να κάνουν συνεντεύξεις, κάποιο review, αλλά και γενικά, ό,τι τους έρθει στο κεφάλι για το περιοδικό. Αλλά, ουσιαστικά βοηθάει μόνο ένα παιδί.
Τί αποδοχή βλέπεις να έχει το καινούργιο τεύχος ως τώρα; Από την έκδοση με τα 100 σινγκλάκια, πλέον, έχουν μείνει μόνο 5 και περίπου τα 70 φύγαν από Bandcamp. Τα υπόλοιπα τα μοίρασα σε συγκεκριμένα δισκάδικα. Η έκδοση με το CD δεν συγκινεί.
Υπάρχει ελπίδα για αναβίωση των fanzines; Ναι, γιατί όλα τα πράγματα επανέρχονται. Όλα είναι θέμα «μιας στιγμής», όπως έγινε και με το βινύλιο.
Τί σημαίνει για σένα το DIY; Όχι κάτι περισσότερο από αυτό που εννοεί. Έχει πλάκα το να το κάνεις μόνος σου, με γεμίζει αρκετά αυτό το πράγμα. Έχει αρκετά συν γιατί το κάνεις όπως θες. Βέβαια, είναι ωραίο να το μοιράζεσαι όλο αυτό και με άλλους που το γουστάρουν, μου λείπει αυτό, δε λέω.
Πώς προέκυψε το event στο An Club; Μου πρότεινε ο Νίκος από το Διαφυγόν Κέρδος να κάνουμε μία συναυλία όπου θα συμμετέχουν μπάντες που είναι μέσα στο CD του gew-gaw. Έχει τρέξιμο, αλλά ήταν καλή ιδέα. Από τις 6 πιθανές μπάντες, τελικά θα παίξουν 5.