Συναντήσαμε τη σκηνοθέτιδα Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου και μιλήσαμε μαζί της για τη διασκευασμένη νουβέλα της Τζέννυ Έρπενμπεκ «Ιστορία του Γερασμένου Παιδιού» , για ένα κινηματογραφικό θέατρο και για την επικαιρότητα του έργου σε μια εποχή «όπου τα τείχη ανορθώνονται ξανά».
Πώς συνάντησες το κείμενο της Τζέννυ Έρπενμπεκ και γιατί επέλεξες να το ανεβάσεις; Αν θυμάμαι καλά, πρωτοδιάβασα τη νουβέλα το 2004, όταν δηλαδή πρωτοεκδόθηκε στην Ελλάδα. Από την πρώτη στιγμή, τις πρώτες σελίδες, ήξερα πως εγώ και το κορίτσι που περίμενε στον εμπορικό δρόμο με τον κουβά του θα ξανασυναντιόμασταν έξω από το χαρτί. Αν και η αρχική μου παρόρμηση θα ‘ταν να την ξαναβρώ στο celluloid, τελικά βρεθήκαμε στη σκηνή. Όχι όμως χωρίς την παρεμβολή της επαναγραφής, αφού διασκεύασα τη νουβέλα εκ νέου, χωρίς να αναζητήσω την ήδη υπάρχουσα γερμανική διασκευή για το θέατρο. Η διασκευή ολοκληρώθηκε με αρκετά κινηματογραφικό τρόπο στην Αγγλία, στην αυλή του σπιτιού μου, σε μέρες πρωτοφανούς για το νησί λιακάδας υπό το κρώξιμο γλάρων και κοράκων, πουλιών που είναι άρρηκτα συνδυασμένα με τις γερμανικές «μου» πόλεις, το Μόναχο και (λιγότερο) το Βερολίνο.
Πώς προσέγγισες την ιδιότυπη ηρωίδα; Τι σκηνοθετική οδηγία έδωσες στη Νικολίτσα Ντρίζη; Ενέταξα το κορίτσι σαν έναν ιδιότυπο παρατηρητή που φέρει τα στοιχεία ενός οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου σε μια περίεργη συγκυρία της ζωής αλλά και της ιστορίας. Το στοίχημα ήταν να καταφέρω να κάνω το κορίτσι να απευθυνθεί στο κοινό σε πρώτο πρόσωπο, να αρθρώσει τις προσωπικές του παρατηρήσεις, κάτι που στη νουβέλα δεν συμβαίνει ποτέ. Από την αρχή είχα τονίσει πως στη σκηνή η ιδιοτυπία του θα πρέπει να εκφραστεί διττά, με τη στάση του σώματός του (πώς το κορίτσι φέρει τον κατανοητό για το ίδιο μηχανισμό του σώματός του μέσα σε έναν κόσμο που του είναι ακατανόητος) και με μια ανεπαίσθητη ιδιομορφία στην εκφορά του λόγου ειδικά όταν «ανακαλύπτει» γλωσσικά εργαλεία που δεν έχει ιδέα ότι διαθέτει.
Χειρίζεσαι με λεπτότητα και υπαινικτικότητα τα ζητήματα που αναδύονται μέσα από το κείμενο της Έρμπενμπεκ, όπως η μνήμη, το παρελθόν, το ανήκειν, την ενηλικίωση, και αφήνεις χώρο στο θεατή να τα προσεγγίσει. Στη νουβέλα η αφήγηση ανήκει αποκλειστικά στη συγγραφέα. Στη δική μου διασκευή, φορείς της είναι τα υπόλοιπα παιδιά-τρόφιμοι του ιδρύματος και οι εκπαιδευτές. Τα παιδιά με κάποια κινησιολογικά κυρίως μοτίβα διαφοροποιούνται μέσα στη συνθήκη της ομοιομορφίας του ιδρύματος ως χαρακτήρες, ενώ οι εκπαιδευτές (πρωτόλειες μορφές εξουσίας που σηματοδοτούνται με μια… ενδυματολογική πινελιά) διατηρούν την αποστασιοποίησή τους. Η σχέση λοιπόν του κοριτσιού με τα περιβάλλοντα πρόσωπα είναι αυτή που αναδεικνύει τα θέματα αυτά, τα οποία ωστόσο υποστηρίζονται και ηχητικά, με συγκεκριμένες ηχητικές αναφορές, που στο κομμάτι που αφορά ιστορικά «ηχητικά» ντοκουμέντα, αναζητούσα κατά τη διάρκεια της διασκευής.
Προέρχεσαι από τον κινηματογράφο. Με ποιο τρόπο μετασχημάτισες την κινηματογραφική γλώσσα σε θεατρική; Τόσο από άποψη σπουδών αλλά και εργασιακής εμπειρίας έχω την ίδια θητεία στο θέατρο και το σινεμά. Η καταδήλωσή μου λοιπόν της ταυτότητάς μου ως σκηνοθέτη κινηματογράφου πρωτίστως βασίζεται κυρίως και ομολογουμένως στην προσωπική μου επιλογή… προτεραιοτήτων! Και αδυναμιών! Στη συγκεκριμένη παράσταση αυτό που στοιχημάτισα ήταν να καταφέρω, φωτιστικά κυρίως, να κατευθύνω το μάτι του θεατή με τον τρόπο που κάνει στο σινεμά ο φακός. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι και οι συνεργάτες μου, καινούριοι και παλιοί, η Ελένη Λομβάρδου στη μουσική, ο Νίκος Βούλγαρης στα φώτα και η Μιράντα Θεοδωρίδου στα κοστούμια επίσης προέρχονται ως επί το πλείστον από το σινεμά. Επιπλέον, είμαι φανατική αναγνώστης της Έρπενμπεκ και με την αρωγή των σημειώσεων του μεταφραστή της στα Ελληνικά, Αλέξανδρου Κυπριώτη, όλα πήραν εύκολα το δρόμο τους.
Η νουβέλα Ιστορία του Γερασμένου Παιδιού γράφτηκε το 1995, έξι χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Τί σημαίνει αυτό το έργο σήμερα, σε μια τέτοια πολιτική και κοινωνική περίοδο; Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η επανένωση των δύο Γερμανιών, ή καλύτερα η συγχώνευση της ΛΔΓ στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, είναι ιστορικά πολύ πρόσφατη. Οι επιπτώσεις της στη ζωή των κατοίκων της χώρας, και κατ’ επέκταση γενικότερα της Ευρώπης, είναι ακόμα εμφανείς. Από κει και πέρα, στη σημερινή ιστορική συγκυρία ενός εκ νέου διχασμού της Ε.Ε., όπου τα τείχη ανορθώνονται ξανά, φαντάζοντας σχεδόν μονόδρομος, είναι σαφής η επικαιρότητα του έργου.