Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τη συναυλία του Γιώργου Σπανού με τους άλλους σπουδαίους μουσικούς του Intergalactic Nucleus Trio στο φετινό Πανόραμα Τζαζ της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, δύσκολα θα την ξεχάσουν. Για όσους τον είχαμε επισημάνει από παλαιότερα, ως ανερχόμενο αστέρι της εγχώριας τζαζ σκηνής, η θαυμάσια εξέλιξη του Έλληνα ντράμερ είναι χαρά, αλλά όχι έκπληξη. Τα τελευταία χρόνια ζει κι εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Η Popaganda τον συνάντησε λίγο πριν φύγει από την Ελλάδα για την πόλη που υπόσχεται να πραγματοποιήσει τα όνειρά του…
Σε πετυχαίνω λίγο πριν φύγεις για τη Νέα Υόρκη… Χαίρομαι που ήρθα και είδα την οικογένειά μου, τους φίλους. Πεθύμησα την Ελλάδα, γενικώς τη σκέφτομαι. Αλλά πρέπει να επιστρέψω.
Όταν αποφάσισες να φύγεις οριστικά, πώς έγινε; Πάντα ήθελα να φύγω, γιατί ο αδελφός μου που είναι πιανίστας ζει εκεί 14-15 χρόνια. Είχα αποφασίσει πρώτη φορά να φύγω γύρω στο 2005, αλλά κόλλησα στην Ελλάδα! Προέκυψαν διάφορα θέματα τότε και ξέμεινα εδώ.
Ως μουσικός είχες αποκτήσει όνομα εδώ στην Ελλάδα. Θυμάμαι όταν έπαιζες με το Γιάννη Κασσέτα πως συζητούσαμε συχνά για σένα όσοι ακούμε τζαζ εδώ. Με το Γιάννη ήταν η καλύτερη φάση από όσα έκανα εδώ. Ένιωθα καλά να παίξω μουσική, δημιουργούσαμε. Αλλά και με το Γιάννη πάλι πολλές φορές δεν είχαμε ανταπόκριση. Έτσι αποφάσισα να αναζητήσω άλλα πράγματα, να ανοίξω τους ορίζοντές μου, να παίξω με άλλους μουσικούς. Τη δεύτερη φορά που γύρισα στην Αμερική με κάλεσε ο John Zorn να παίξω μαζί του, κι έτσι άνοιξαν οι πόρτες. Γνώρισα πάρα πολλούς μουσικούς, άρχισα να μαθαίνω καλύτερα πώς παίζουν αυτό το στυλ μουσικής, έχει αλλάξει ο ήχος μου και γενικότερα η αντίληψή μου για τη μουσική. Επίσης μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω με τον Marc Ribot, τον Steve Swell, κι άλλους κορυφαίους που παίζουν αυτό το στυλ πολύ καλά. Άλλαξαν τα πάντα από την πρώτη στιγμή που έπαιξα με τον Zorn. Επίσης, μετά από ένα live του John Zorn με Marc Ribot και Ikue Mori , ήρθε μια αμερικάνικη εταιρία και μου είπε: «Γιώργο, σου πληρώνω τα πάντα να πας στο στούντιο του Bill Laswell να κάνεις καινούριο δίσκο». Αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα…
Όντως…Bill Laswell! Μουσικός – σύμβολο για τη δική μου γενιά. Η κοπέλα που έχει την εταιρία είναι μουσικός και συνθέτης και συνεργάζεται με τον Bill Laswell, όπως και με τον τεχνικό του, τον James Dellatacoma, ο οποίος είναι κι ο τεχνικός της εταιρίας, κάνει τις μίξεις, το mastering. Είναι ο βασικός συνεργάτης του Laswell, και δουλεύει και με τον John Zorn, τον Herbie Hancock…
Αυτό που θυμάμαι, πάντως, από την πρώτη φορά που σε άκουσα να παίζεις, είναι ότι έχεις προσωπικό ύφος. Πώς κατέληξες σε αυτό; Δεν κατέληξα, βγήκε αυθόρμητα. Η μουσική είναι ο χαρακτήρας μας. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Πρέπει στη μουσική να γίνουμε ο αληθινός μας εαυτός, δεν υπάρχει λόγος να αποδείξουμε κάτι σε κανέναν. Το πιο σημαντικό για μένα στη μουσική είναι η ψυχή. Όσες νότες θα παίξεις, να έχουν νόημα. Είτε είναι τρεις, είτε χίλιες.
Τώρα ζεις στη Νέα Υόρκη. Υπάρχουν εκεί κάποιοι δικοί μας μουσικοί που έκαναν αυτό το βήμα όπως κι εσύ, όπως, π.χ. ο Πέτρος Κλαμπάνης. Βρίσκεστε εκεί μεταξύ σας οι Έλληνες τζαζ μουσικοί της Νέας Υόρκης; Μερικές φορές βρισκόμαστε τυχαία. Αλλά δεν είναι ότι κάνουμε και παρέα. Ο καθένας παίρνει το δρόμο του. Επίσης ο καθένας αγαπάει άλλο στυλ μουσικής, αλλά δεν υπάρχει θέμα με αυτό. Μιλάω με όλους. Το σημαντικό είναι η ενέργεια κι ο χαρακτήρας του ανθρώπου, όχι τι μουσική θέλει να κάνει κανείς.
Μετά την – εξαιρετική για μένα – εμφάνιση του γκρουπ σου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ακούστηκαν διάφορα. Και πολύ θερμά λόγια, αλλά και ενστάσεις που είχαν να κάνουν με το ύφος το οποίο εδώ στην Ελλάδα αντιλαμβανόμαστε ως free… H free, όπως είπες, είναι ύφος. Δεν είναι free όπως το νομίζουν κάποιοι. Κατ’ αρχήν, εδώ στην Ελλάδα δεν υπάρχει free jazz σκηνή και γενικώς avant garde. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που παίζουν τζαζ, και πολλά νέα παιδιά, αλλά νομίζω πως η αντιμετώπιση είναι λίγο στενόμυαλη. Επίσης στη free jazz υπάρχουν κανόνες! Το λέω γιατί έτυχε να διαβάσω μια κριτική από κάποιον που δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει. Πρέπει να ξέρεις να παίζεις αυτή τη μουσική.
Προφανώς κάποιοι αγνοούν πως και στη free jazz υπάρχουν συνθέσεις. Φυσικά και υπάρχουν συνθέσεις. Ο Ornette Coleman κι ο Sun Ra, αλλά και άλλοι συνθέτες, συχνά γράφουν με graphic notations, με σύμβολα, όπου το κάθε σύμβολο σήμαινε κάτι. Υπήρχαν κανόνες, ανεξάρτητα από τον αυτοσχεδιασμό. Kι ο Sun Ra, έγραφε συνθέσεις, ανεξάρτητα από τις ελευθερίες που μπορεί να είχαν οι μουσικοί, υπήρχε καθοδήγηση. Κι ο Ornette Coleman έγραφε κανονικά τις συνθέσεις του, τη μελωδία, κι όλη η rhythm section ήταν free, λειτουργούσε πιο αντιστικτικά.
Μα γραφιστικές παρτιτούρες υπάρχουν και στη σύγχρονη μουσική που παίζεται στις αίθουσες συναυλιών εδώ και δεκαετίες. Στον Γιάννη Ξενάκη, ας πούμε, που είναι ένας από τους αγαπημένους μου συνθέτες. Στην Αμερική τον λατρεύουν! Εδώ στην Ελλάδα και γι’ αυτόν ακούω άσχημα λόγια, ενώ κάποιοι δεν τον ξέρουν καν.
Νομίζω πως στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη, έχουμε μια ματιά προς τον κόσμο που είναι αρκετά διαφορετική από την αντίστοιχη της Αμερικής. Πώς βλέπετε λοιπόν από κει εσείς την κατάσταση, τώρα που είναι η βάση σου στην Αμερική; Μουσικοί υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Απλώς στην Αμερική, σε ότι αφορά τη τζαζ και γενικώς την αυτοσχεδιαστική μουσική, αλλά και τη ροκ ή τη φανκ, έχουνε ήχο. Είναι κάτι που λείπει από τη Ευρώπη, κι ειδικά από την Ελλάδα. Όπως και βιώματα, όλα ξεκινάνε από τον τρόπο ζωής. Είναι σαν να βάλεις κάποιον από το Χάρλεμ να παίξει ρεμπέτικα. Βέβαια η τζαζ κι ο αυτοσχεδιασμός είναι παγκόσμια μουσική γλώσσα.
Στη μουσική πώς πρωτομπήκες; Είχα αρχίσει οκτώ χρονών με πιάνο, όπως κι ο αδελφός μου – όλα τα αδέλφια είναι μουσικοί. Ο μεγάλος μου αδελφός παίζει κλασική κιθάρα, ο μικρότερος είναι πιανίστας κι είναι πολλά χρόνια στην Αμερική, έφυγε στα 19 του με πλήρη υποτροφία για master και διδακτορικό και ζει εκεί μόνιμα. Κι ο παππούς μου έπαιζε ακορντεόν, αλλά ερασιτεχνικά. Τώρα οι μόνοι επαγγελματίες στην οικογένεια είμαστε εγώ κι ο αδελφός μου στην Αμερική.
Και πότε κατάλαβες πως η μουσική θα ήταν η ζωή σου; Γύρω στα 14-15. Ξεκίνησα με πιάνο, και για περίπου τρία χρόνια έπαιζα και κόρνο. Αλλά κατά βάθος πάντα ήθελα να μάθω ντραμς. Χτυπούσα αντικείμενα, έπαιζα με τις καρέκλες. Αλλά οι γονείς μου ποτέ δεν με άφησαν, θεωρούσαν πως θα κάνω πολλή φασαρία… Για ένα χρόνο περίπου έπαιζα κρυφά στα μαξιλάρια με ένα ζευγάρι μπαγκέτες που μου είχε δώσει ένας φίλος μου. Δεν είχα κάνει ούτε ένα μάθημα ντραμς, μόνος μου δοκίμαζα, με ό,τι είχα ακούσει. Και κάποια στιγμή, κρυφά από τους γονείς μου, άρχισα να παίζω ροκ με μία μπάντα. Νοικιάζαμε ένα στούντιο και παίζαμε. Μετά από ένα χρόνο, αφού τους έπεισα, άρχισα μαθήματα ντραμς, αλλά με έβαλαν να κάνω και κλασικά κρουστά, ξυλόφωνο, μαρίμπα, βιμπράφωνο, τυμπάνια. Τελικά λοιπόν σε καλό μου βγήκε, γιατί με βοήθησε να εξελιχτώ μουσικά. Ό,τι μαθαίνεις καλό είναι, δεν πάει χαμένο.
Υπήρξε κάτι που σου έκανε ένα κλικ κι αποφάσισες να ασχοληθείς αποκλειστικά με τα ντραμς, ή ήταν μια φυσική εξέλιξη; Κοίτα, γενικώς μου άρεσε η μουσική γιατί ένιωθα καλά στην ψυχή μου. Ένιωθα μια ελευθερία. Όταν ήμουν μικρός έκανα διάφορα, έπαιζα και μπάσκετ, ζωγράφιζα… Αλλά η μουσική με έκανε να ξεχνάω τα πάντα.
Τώρα που μιλάμε σκέφτομαι πως ίσως η απαγόρευση και το γεγονός πως έπαιζες από μόνος σου επί ένα χρόνο στα μαξιλάρια να σε βοήθησε να αποκτήσεις το προσωπικό ύφος που λέγαμε… Ίσως. Ξέρεις, όταν ήμουν μικρός περπατούσα στο δρόμο κι άκουγα ήχους, άκουγα ρυθμούς στο μυαλό μου, ασταμάτητα. Στο σχολείο χτυπούσα τις καρέκλες με τα δάχτυλά μου, με πετούσαν έξω κι είχα φτάσει στο όριο να μείνω από απουσίες!
Και τι θα φέρει το άμεσο μέλλον μουσικά; Τώρα με το που θα γυρίσω στην Αμερική, αρχίζω πρόβες με τον Darryl Jones, έναν απίστευτο μπασίστα – φαινόμενο, και θα παίξουμε στο Iridium, στο Μανχάταν, ένα πολύ γνωστό τζαζ κλαμπ. Μετά θέλω να ετοιμάσω ένα νέο cd. Έχω συμμετάσχει και σε άλλα cd ως μουσικός, όπως με τους Downtown Avengers, αλλά ελπίζω μέσα στη χρονιά να είναι έτοιμη και το καινούριο δική μου άλμπουμ, που θα είναι κάτι διαφορετικό από το προηγούμενο…