Περπατώντας στην άγρια πλευρά της Νέας Υόρκης με τον George Pelecanos

Γη της Επαγγελίας ή Σόδομα και Γόμορρα; Δημιουργικό καζάνι εν βρασμώ ή μητροπολιτικό χαμαιτυπείο στα όρια της χρεωκοπίας; Το μέρος όπου αν έπιανες την καλή, μπορούσες να τα καταφέρεις παντού ή μια τσιμεντένια μαύρη τρύπα ονείρων; Η μήτρα του πανκ, της ντίσκο και του γκραφίτι ή «ψυχομαμά», όπως λέει και εκείνο το τραγούδι του Αγγελάκα, που σκότωνε τ’ αγόρια και τα κορίτσια της; Φυτώριο μιας πολυσχιδούς ανανεωτικής υποκουλτούρας ή ζούγκλα αποσύνθεσης κάθε έννοιας τάξης και ηθικής;

Το ποιο αφήγημα θα προτιμήσει κανείς σχετικά με την «πολυτραγουδισμένη» Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 70, έχει να κάνει με μια γενικότερη πολιτικοκοινωνική θεώρηση των πραγμάτων σε συνδυασμό με τις περί της ποπ κουλτούρας αναφορές που χαρακτηρίζουν μια κάποια στάση ζωής. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος, όχι υπό την έννοια ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι λάθος, αλλά υπό την έννοια ότι όλα αυτά ίσχυαν ταυτόχρονα, με το γιν του κάθε διπόλου εκπορευόμενο σε μεγάλο βαθμό από το γιανγκ του.

Πυρήνας αυτού του τρικυμμιώδη πλανήτη, κέντρο αυτής της παράξενης πόλης, με πιο εμβληματικό της τοπόσημο την Times Square στη συμβολή με τη λεωφόρο Broadway, ήταν ο 42ος Δρόμος (42nd Street), εκεί όπου όλα επιτρέπονταν: η αναζήτηση της αστικής περιπέτειας, υπαρξιακής ή έστω μέχρι να περάσει ο πυρετός του Σαββατόβραδου, το εμπόριο και η χρήση ουσιών, η εκτόνωση των όποιων καταπιεσμένων ή μη σεξουαλικών ορέξεων, είτε παρακολουθώντας κατά μόνας φτηνό πορνό στα straight ή gay σινεμά που ήταν παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, είτε με προσωρινά διαλείμματα στη μοναξιά και πρόσκαιρες συνευρέσεις μέχρι τουλάχιστον να πέσουν οι τίτλοι τέλους και οι σφυγμοί να επανέλθουν σε μια κανονικότητα, είτε φυσικά με πληρωμένη παρέα, για ένα «γρήγορο» μέσα στο αμάξι, σε κάποιο τούνελ ή -στην καλύτερη- για ένα «πρόχειρο» στα ναυλωμένα από τους προαγωγούς δωμάτια εργασίας των κοριτσιών.

Ένας αχαλίνωτος «παιχνιδότοπος» υπέροχων απόκληρων ήταν το The Deuce, όπως ήταν γνωστή η περιοχή από τις αρχές των 50s μέχρι τα πρώτα χρόνια των 80s, και εκεί ακριβώς, στη χωροχρονική φέτα των 70s, διαδραματίζεται η νέα, ομώνυμη σειρά του HBO που συνυπογράφουν ο David Simon και ο George Pelecanos.

Εκατοντάδες ταινίες, βιβλία, τηλεοπτικές παραγωγές, θεατρικά και τραγούδια έχουν γραφτεί για τότε, πριν καν η εποχή τελειώσει και μέχρι σήμερα. Αυτό που τοποθετεί το The Deuce στη σφαίρα των εν τη γενέσει classics είναι ότι αφενός δεν πέφτει στην παγίδα του glorification της θεματικής του («πορνεία μεν, σεξουαλική αυτοδιάθεση δε»), αφετέρου αποφεύγει την ευκολία ενός εκ του ασφαλούς, όπως είναι όλων των μετά Χριστού προφητών, διδακτισμού και μιας αδέκαστης επικριτικότητας («η πορνεία είναι φαινόμενο κοινωνικής σήψης, μα γιατί συνεχίζουν τα κορίτσια, γιατί δεν συλλαμβάνει κάποιος τους νταβατζήδες;»). Είναι σαν οι δύο δημιουργοί της σειράς να ήξεραν εξαρχής τι ήθελαν να αποφύγουν, έχοντας μία πολύ ξεκάθαρη και συγκεκριμένη ιδέα του τι ακριβώς ήθελαν να δείξουν στους θεατές, πριν καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα.

Mετά τα The Wire και Treme είναι η τρίτη φορά που ο George Pelecanos και ο David Simon συνυπογράφουν μία σειρά που αποθεώνουν οι κριτικοί.

«Κάθε άλλο», λέει στην Popaganda ο George Pelecanos. «Στην πραγματικότητα οι ιδέες μας εξελίχθηκαν στην πορεία. Είχαμε γυρίσματα εν μέσω προεδρικής εκστρατείας και ο ξεδιάντροπος μισογυνισμός του Τραμπ μας υπενθύμισε ότι τελικά δεν έχουμε προχωρήσει και πάρα πολύ σε ό,τι αφορά τον τρόπο που ο κόσμος αντιμετωπίζει και μεταχειρίζεται τις γυναίκες. Είναι βέβαιο ότι πενήντα χρόνια πορνογραφίας και βίαιης μεταχείρισης των γυναικών αποτυπωμένη σε εικόνες, έχουν επηρεάσει αρνητικά τον ψυχισμό των Αμερικανών ανδρών. Όλο αυτό έχει κάνει τον μισογυνισμό πιο αποδεκτό. Οπότε δώσαμε ιδιαίτερη προσοχή στο πως απεικονίζονται οι γυναίκες στο The Deuce».

Οι γυναίκες της σειράς είναι ως επί το πλείστον πόρνες που βγάζουν το νυχτοκάματό τους χρεώνοντας, ανάλογα με τις υπηρεσίες τους, τον κάθε πελάτη δέκα ή είκοσι δολάρια, μόνο και μόνο για να καταθέσουν, με το που ξημερώσει, το συγκεντρωμένο ποσό στην τσέπη του «προστάτη» τους. Ενώ και οι όποιες ηρωίδες δεν ασκούν το «αρχαιότερο επάγγελμα», μοιάζουν να βρίσκονται σε μια εξίσου επίφοβη, με τις πόρνες, πορεία ως άνθρωποι και συγκεκριμένα -ας μην το προσπερνάμε αυτό- ως γυναίκες, που μπορεί να τις οδηγήσει σε ανάλογα απότομο γκρεμό, όχι μόνο σε επίπεδο ψυχολογικής όσο και σε αυτό της καθαρά σωματικής υγείας. Τις διακατέχει όλες το ελευθεριακό και συνάμα νοσηρό κι επικίνδυνο πνεύμα μιας εποχής που η δημιουργικότητα πήγαινε χέρι χέρι με την αποσύνθεση (και τρεφόταν από αυτή ως άλλος φοίνικας από τις στάχτες) και το κόνσεπτ της γυναικείας χειραφέτησης, μετά την απογοήτευση που προκάλεσε το ξεφούσκωμα των 60s, έμοιαζε με άλλα λόγια να αγαπιόμαστε, αν μη τι άλλο για τα μη προνομιούχα κομμάτια του αμερικανικού πληθυσμού.

George Pelecanos«Είναι μια πολυ ανησυχητική περίοδος για την Αμερική. Τώρα πια ξέρουμε ότι σχεδόν η μισή χώρα υποστηρίζει ένα πρόεδρο που είναι κραυγαλέος ρατσιστής και μισογύνης. Ακόμη και αφού πάψει να είναι πρόεδρος, και αυτή η μέρα αργά ή γρήγορα θα έρθει, αυτό είναι κάτι που δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας».

Για κάθε Debbie Harry ή για κάθε Donna Summer που σημάδεψαν την εποχή χρησιμοποιώντας τη σεξουαλικότητά τους ως μέσο εφάμιλλου ειδικού βάρους για την καλλιτεχνική τους υπόσταση με το ταλέντο τους στο τραγούδι, υπήρχαν χιλιάδες γυναίκες που δεινοπαθούσαν εξαιτίας της δικής τους σεξουαλικότητας (ή, αν προτιμάτε, απλώς εξαιτίας της φύσης τους) υπό τον ζυγό του macho πουριτανισμού που διείπε τον μέσο σεξιστή άντρα, ενίοτε δε και υπό την ωμή ενδοοικογενειακή βία.

Σε προφανώς πολύ χειρότερη κατάσταση βρίσκονταν οι γυναίκες που εκδίδονταν και στη χείριστη βρίσκονταν εκείνες που εκδίδονταν στην περίμετρο του The Deuce, οι οποίες σε μία ιδιάζουσα εκδοχή του συνδρόμου της Στοκχόλμης, συμπλήρωναν το έλλειμμα ασφάλειας και το περίσσευμα επικινδυνότητάς του επαγγέλματός τους, αποζητώντας τα χάδια, τη στοργή και τα πρόστυχα γλυκόλογα των καλοντυμένων νταβατζήδων τους. Τα κέρδιζαν μόνο αν το προηγούμενο βράδυ είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν το απαραίτητο χρηματικό ποσό. 

Η Maggie Gyllenhaal σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της.

«Ίσως να της αρέσει η ζωή της έτσι όπως ακριβώς είναι. Το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό;», λέει σε μια ανήσυχη μπαργούμαν που κάνει την επανάστασή της από τον πλούσιο πατέρα της πιάνοντας δουλειά σε ένα dive bar με αμφιβόλου ηθικής υποστάθμης πελατεία, μία πόρνη που αν δεν είχε «γράψει» τόσα πολλά χιλιόμετρα περπατώντας σε ψηλοτάκουνα στα πεζοδρόμια της 42nd Street, πιθανότατα δεν θα είχε χάσει τόση πολλή από την ομορφιά που υπονοείται ότι είχε στα νιάτα της, πριν παραιτηθεί από τη ζωή ή έστω από την αυτοδιάθεση. «Ο μπαμπάς σου πλήρωσε το κολέγιο; Σε ξελασπώνει ακόμη; Σου πληρώνει το νοίκι και άλλα τέτοια σκατά; Μπαμπάδες, σύζυγοι και νταβατζήδες…είναι όλοι το ίδιο. Σε αγαπάνε γι’ αυτό που είσαι μέχρι που θα προσπαθήσεις να γίνεις κάτι άλλο. Τουλάχιστον οι νταβατζήδες είναι ντόμπροι με όλο αυτό».

«Το θέμα είναι ναρκοπέδιο. Δουλέψαμε πάρα πολύ για δύο ή τρία χρόνια πριν καν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα» λέει ο George Pelecanos. Την τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει ήταν Φεβρουάριος του 2014, τότε που είχε ήδη κυκλοφορήσει το νέο ότι με τον David Simon επρόκειτο να ετοιμάσουν κάτι που θα διαδραματιζόταν στην Times Square, πίσω στα 70s. «Αν τελικά προχωρήσει η σειρά, θα πρέπει να μετακομίσω για ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη, για να τη γνωρίσω ακόμη καλύτερα, όπως ακριβώς έκανα και για τη Νέα Ορλεάνη», μου είχε πει τότε, αναφερόμενος και στο εξαιρετικό Treme.

«Ποτέ πριν δεν είχα δουλέψει για τόσο μεγάλο διάστημα σε ένα project, είναι μια πολύ δημιουργική διαδικασία, ένα ακόμη “βουνό” που χαίρομαι γιατί το κατέκτησα. Έπρεπε να πετύχουμε ακριβώς τον σωστό τόνο, όπως επίσης και να διαχειριστούμε σωστά τη γύμνια και το πορνό» λέει σήμερα. «Ξέραμε ότι έπρεπε να το δείξουμε, αλλά η ιδέα ήταν να το κάνουμε όσο το δυνατόν πιο “μη όμορφο”».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η γύμνια στο The Deuce είναι πράγματι συχνή και έντονη, όπως πράγματι είναι και κάθε άλλο παρά όμορφη, ακόμη και όταν πρόκειται για τα καλλίγραμμα κορμιά ορισμένων από τις εκδιδόμενες. Γιατί πλάι σε αυτά ο Pelecanos και ο Simon τοποθετούν ζαρωμένα ανδρικά πέη και ιδρωμένες κοιλιές με παραπανίσια κιλά ή λιπόσαρκα τριχωτά πόδια, αποδομώντας τα περί ισχυρού φύλου μέσω στοιχείων που συνθέτουν μια πραγματικά γκροτέσκα εικόνα, και επαναφέροντας τον θεατή στην σκληρή πραγματικότητα, κάθε φορά που ο αναψοκοκκινισμένος, «ξαλαφρωμένος» άντρας βάζει το χέρι του στην τσέπη και δίνει μια χούφτα τσακαλωμένα δολάρια στην «πουτάνα» – και άμα λάχει της δίνει και μερικές μπουνιές.

«Υπήρχε πάντα η αγορά για την πορνεία, ακόμη και η πορνογραφία διακινούταν κάτω από το τραπέζι σε καφέ χάρτινες σακούλες, αλλά δεν υπήρχε βιομηχανία. Ήταν κάτι που δεν είχε βρει ακόμη όλο το εύρος του σε σχέση με την αμερικανική κουλτούρα και οικονομία, αλλά όλοι ξέραμε τι ερχόταν» δήλωσε πρόσφατα ο David Simon στην εφημερίδα Guardian. «Τώρα είναι μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων και επηρεάζει τον τρόπο που πουλάμε τα πάντα, από μπύρα μέχρι αυτοκίνητα μέχρι μπλουτζίν. H γλώσσα της πορνογραφίας είναι τώρα πια ενσωματωμένη στην κουλτούρα μας. Ακόμη και αν δεν καταναλώνεις πορνογραφία, καταναλώνεις τη λογική της. Η Madison Avenue έχει φροντίσει γι’ αυτό».

«Είναι γεγονός ότι πολύ λίγα πράγματα είναι τόσο αντι-ερωτικά όσο ένα γύρισμα πορνό σκηνών», λέει στην Popaganda ο Pelecanos. «Πρέπει να το “περάσεις” αυτό στον κόσμο. Από την άλλη, αν επιτρέψεις στην κάμερα να δείξει υπερβολικά πολλά, είσαι ένοχος για το ίδιο πράγμα που υποτίθεται ότι καυτηριάζεις. Είναι δύσκολο».

James Franco και…James Franco. Διπλός πρωταγωνιστικός ρόλος.

Είναι η αποφυγή του glorification και ταυτόχρονα του διδακτισμού. Είναι ακριβώς αυτό που ο George Pelecanos και ο David Simon κατάφεραν να κάνουν με το The Wire (όπου πορνεία, το εμπόριο ναρκωτικών) και το Treme (όπου Νέα Υόρκη των 70s, η Νέα Ορλεάνη μετά τον τυφώνα Κατρίνα) και καταφέρνουν σχεδόν σε κάθε σκηνή του κάθε επεισοδίου του The Deuce, με πιο χαρακτηριστικές εκείνες όπου όλοι οι αντιήρωες, μπάτσοι, νταβατζήδες, πόρνες και πελάτες, συναντιούνται τα ξημερώματα μετά το τέλος της βάρδιας σε ένα diner πρακτικά άβατο για τους «κανονικούς» Νεοϋορκέζους που εκείνη την ώρα ξυπνάνε για να πάνε στις δουλειές τους, για να φάνε ομελέτες, τηγανίτες, να πιουν δυο κούπες καφέ και μετά να πάνε για ύπνο. Είναι ο τόπος και ο χρόνος της ανάκτησης μιας πρόσκαιρης νορμαλιτέ, της προσωρινής ανακωχής. Άλλωστε, όπως λέει και ο Curtis Mayfield στο τραγούδι των τίτλων της σειράς: «Μην ανησυχείτε. Αν υπάρχει κόλαση, εκεί θα πάμε όλοι». 

«Κάναμε πολύ μεγάλη έρευνα και πολλές συνεντεύξεις πρόσωπο με πρόσωπο. Δουλέψαμε με συμβούλους όσο καιρό γράφαμε τη σειρά. Εννοώ πρώην ηθοποιούς ταινιών πορνό, αστυνομικούς, πόρνες, ιδιοκτήτες μπαρ, κ.α. Πραγματικά εξέτασαν εξονυχυστικά τα σενάριά μας», λέει ο Pelecanos.

Κανείς από τους ήρωες δεν είναι πιο σημαντικός για την πλοκή από τους υπόλοιπους, είναι κάπως σαν να μην υπάρχουν πρωταγωνιστές (κανείς πέρα από την ίδια τη Νέα Υόρκη, δηλαδή. Όπως πολύ σωστά επισήμαναν οι New York Times: «ο πιο συνεπής χαρακτήρας είναι μάλλον η πόλη καθαυτή, μια Νέα Υόρκη πριν από δύο γενιές, την οποία οι δημιουργοί αιχμαλώτισαν με ακρίβεια μέσω των διαλόγων, των σκηνικών και της ατμόσφαιρας που θυμίζει ταινίες σαν το The French Connection και το The Taking of Pelham One Two Three. Χωρίς ποδήλατα που μοιράζεται ο κόσμος, χωρίς artisan καφέδες, χωρίς σούσι. Τότε που έπαιρνες το άτιμο το μετρό, έπινες κακό καφέ – και αν ήθελες φρέσκο τόνο, πήγαινες στην ψαραγορά πριν την αυγή») ακόμη και αν στη μαρκίζα φιγουράρουν δύο πρωτοκλασάτα ονόματα του Χόλιγουντ: ο James Franco σε δύο ρόλους και η Maggie Gyllenhaal.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Υπάρχει, λοιπόν, ένας ήρωας για τον κάθε θεατή. Ο συμφιλιωμένος με την παρακμή αλλά επιμένων ηθικά αστυνομικός για όσους διακατέχοντται από κυνισμό αλλά έχουν ακόμη κάποιο ηθικό έρμα, η επαναστατημένη φοιτήτρια για όσους ελπίζουν ότι κάποτε θα καταφέρουν να πουν μερικά όχι στη ζωή τους, ο αφελής εργατικός μπάρμαν που τακιμιάζει με τη μαφία ανοίγοντας επιτέλους το δικό του μαγαζί, για όσους πιστεύουν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, η πόρνη που αρνείται τη βοήθεια των προαγωγών διακινδυνεύοντας τη σωματική της ακεραιότητα από τους πελάτες, για όσους προσπαθούν να πορευτούν με το γνώθι σ’ αυτόν και τους δικούς τους όρους σε αυτή τη ζωή, όποιο κι αν είναι το τίμημα. Και είναι αυτός ο τελευταίος χαρακτήρας, η ηρωίδα που υποδύεται η Maggie Gyllenhaal που αρκετοί θεωρούν ότι είναι ο πιο κομβικός για την πλοκή του The Deuce. Μια γυναίκα που προσπαθεί να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού της και την ίδια στιγμή αντικειμενικοποιεί το σώμα της, ορμώμενη και από ένα πείσμα αυτοκυριαρχίας. Είναι μια lose-lose κατάσταση μυαλού και πραγματικότητας που μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει και ως μεταφορά για τα όσα υπομένει εδώ και δεκαετίες ένα ολόκληρο φύλο. «Έχεις δίκιο», λέει ο συνδημιουργός της σειράς. «Αλλά μείνετε συντονισμένοι. Σκοπεύουμε να πάμε την “Candy” σε απροσδόκητα μέρη».

To πρώτο επεισόδιο της σειράς προβλήθηκε στις 25 Αυγούστου και λιγότερο από ένα μήνα μετά είχε ήδη ανακοινωθεί από το HBO η ανανέωση του συμβολαίου με το δίδυμο Simon-Pelecanos για τουλάχιστον ένα ακόμη κύκλο. «Στην επόμενη σεζόν θα μεταφερθούμε στο τέλος των 70s, τότε που στη Νέα Υόρκη υπήρξε η κορύφωση της παρακμής».

Πριν ακολουθήσουν οι επόμενες, ακόμη και σε ένα πλαίσιο εξευγενισμού και μηδενικής ανοχής, που καθάρισαν την Times Square και μετέφεραν το, με καλοραμμένο περιτύλιγμα πια, «παιχνίδι» στα ρετιρέ των golden boys με τα ερεθισμένα ρουθούνια, για να δώσουν και αυτοί με τη σειρά τους τη σκυτάλη στο 1% που μέσω (και) του real estate έχει αλλάξει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία αν όχι και των πέντε διαμερισμάτων της Νέας Υόρκης, τότε σίγουρα του πιο σημαντικού από αυτά, στο κέντρο του οποίου από το πρώτο μισό των 80s δεσπόζει και ο πύργος του σημερινού Προέδρου των ΗΠΑ. Του ανθρώπου που από το πιο προβεβλημένο βήμα που θα μπορούσε να έχει κανείς, επιβεβαιώνει ότι μετά από δεκαετίες και δεκαετίες, ο μισογυνισμός και η μισαλλοδοξία παραμένουν δυστυχώς κομμάτια της ανθρώπινης συνθήκης. Ο George Pelecanos συμφωνεί: «Έτσι είναι. Και τώρα, στην πατρίδα μου, νιώθω το ίδιο πράγμα για τον ρατσισμό. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο μισογυνισμός και ο ρατσισμός είχαν εξαφανιστεί, αλλά νόμιζα ότι είχαν φύγει από το προσκήνιο, ότι τα είχαμε αφήσει πίσω μας, ότι τέλος πάντων τα βλέπαμε από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Είναι μια πολυ ανησυχητική περίοδος η τωρινή για την Αμερική. Τώρα πια ξέρουμε ότι σχεδόν η μισή χώρα υποστηρίζει ένα πρόεδρο που είναι κραυγαλέος ρατσιστής και μισογύνης. Ακόμη και αφού πάψει να είναι πρόεδρος, και αυτή η μέρα αργά ή γρήγορα θα έρθει, αυτό είναι κάτι που δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας».

George Pelecanos: «Μείνετε συντονισμένοι. Σκοπεύουμε να πάμε την “Candy” σε απροσδόκητα μέρη»

«Ας πάμε πίσω στα 70s για το τέλος», του λέω. «Έχοντας μεγαλώσει τότε, τι είναι αυτό που σας λείπει από εκείνες τις μέρες, και τι αυτό από το οποίο έχετε ξεμπλέξει και χαίρεστε γι’ αυτό;»

«Κοίταξε, λατρεύω να γράφω βιβλία, και πρόσφατα τελείωσα το 21ο μυθιστόρημά μου με τίτλο The Man Who Came Uptown, το οποίο θα κυκλοφορήσει το 2018. Αυτό το πράγμα ονειρευόμουν να κάνω από τότε που ήμουν παιδί. Η ζωή μου δηλαδή είναι μια καλή βόλτα.  Όμως μου λείπει η νιότη μου φίλε, όπως λείπει και σε όποιον είναι αρκετά ειλικρινής για να το παραδεχτεί. Μην αφήσεις κανέναν να σου τα πει αλλιώς: τα 70s είχαν πολύ πλάκα. Αν μπορούσα να τα ξαναζήσω ίσως να χτένιζα διαφορετικά τα μαλλιά μου. Αλλά για εκείνη την εποχή, το white boy afro που είχα, “φυσούσε”. Άκου που σου λέω».


Περισσότερα για το The Deuce: facebook.com/thedeucehbo
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος