H Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, μέσα σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο, δεν πέτυχε μόνο να αποτελεί το πιο δυναμικό κομμάτι της μεγαλύτερης κρατικής μας σκηνής, αλλά και κάτι περισσότερο: είναι ένα σημείο της θεατρικής Αθήνας όπου μπορεί να είναι κανείς σίγουρος πως θα βρει κάτι ενδιαφέρον να δει, πως οι επιλογές που έχουν γίνει έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, πως δεν πρόκειται να χάσει τη βραδιά του.
Μπορεί όλες οι παραγωγές να μην εμπίπτουν απαραίτητα στην κατεύθυνση του θεάτρου που θα ονόμαζε κανείς «πειραματική» – όπως σίγουρα συνέβαινε με το εναρκτήριο της σεζόν (και εξαιρετικό) Πεδίο Βολής: Αγριόπαπιες – όμως η ερευνητική πλευρά είναι πάντα παρούσα.
Η Σοφία Μαραθάκη με την ομάδα της ATONAΛ σημείωσε πέρυσι – δικαιότατα – μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς και των τελευταίων ετών γενικότερα, με το Ο Φίλιπ Γκλας Αγοράζει Μια Φρατζόλα Ψωμί. Με την ίδια ομάδα ηθοποιών, με καίριες προσθήκες, καταπιάστηκε φέτος με το Ο Γενικός Γραμματεύς του Ηλία Καπετανάκη. Τολμηρή επιλογή: πρόκειται για ένα έργο εκατόν είκοσι ετών, με όλα τα χαρακτηριστικά της θεατρικής γραφής της Ελλάδας εκείνης της εποχής, – και όλα τα σημάδια του χρόνου που αυτό συνεπάγεται – βασισμένο ελεύθερα στον Γκόγκολ, και αρκετά μεγάλο σε έκταση. Η σκηνοθέτιδα προέβη ευφυώς σε δύο κινήσεις ματ: περιέκοψε επαρκώς το κείμενο, και συνεργάστηκε με τον συνθέτη Χαράλαμπο Γωγιό, που έγραψε τραγούδια που παρεμβάλλονται στη δράση, με τρόπο εξαιρετικά διασκεδαστικό, αλλά και σύμφωνο με το πνεύμα του συγγραφέα, που απαιτούσε κωμωδία «μετ’ ασμάτων».
Ο εύκολος δρόμος, που δεν μπορεί παρά να είναι αληθινός πειρασμός για κάθε επίδοξο σκηνοθέτη του Γενικού Γραμματέα, είναι προφανής: αλίμονο, ο χρόνιος παιδισμός της πολιτικής ζωής του ελληνικού κράτους διατηρεί ακέραια την επικαιρότητα του έργου στο μεγαλύτερο μέρος του, καθώς εξαιρώντας το ενδυματολογικό κομμάτι (συνήθως δεν φορούμε πλέον φέσια και φουστανέλες), όλες οι αιτίες της παθογένειας που κατατρύχει και σήμερα το ελληνικό κράτος (διαφθορά, νεποτισμός, αναξιοκρατία, διαπλοκή – ω ναι, υπήρχε ήδη το 1897!) ήταν ήδη παρούσες από τότε που αυτό ήταν νεοσύστατο κι ο Καπετανάκης έγραφε το έργο του. Όμως, η Σοφία Μαραθάκη αντιστάθηκε επιτυχώς στις σειρήνες και απέφυγε να στηρίξει την παράστασή της σε συνεχή κλεισίματα του ματιού προς το θεατή: δείχνει να γνωρίζει καλά πως στο θέατρο ο εύκολος δρόμος, αυτός που οδηγεί κατευθείαν στο αποτέλεσμα, σπάνια είναι ο ορθός.
Εκμεταλλευόμενη την πολύτιμη εμπειρία του Ο Φίλιπ Γκλας… , η Μαραθάκη πέτυχε να οικοδομήσει μια παράσταση εντελώς διαφορετική, χρησιμοποιώντας τις αρετές που έχει ήδη κατακτήσει: απόλυτη ακρίβεια, υποκριτική δομημένη με πολλές λεπτομέρειες – αληθινό κέντημα – από όλους τους ηθοποιούς, εξαιρετικός συγχρονισμός, δουλειά αληθινά ομαδική. Θα άξιζε να αναφερθεί κανείς ξεχωριστά στον καθένα από τους συμμετέχοντες: στην υποκριτική γκάμα του Λεονάρδου Μπατή στον κεντρικό ρόλο, στη σαγηνευτική σκηνική γοητεία της Ρένας Κυπριώτη, στη δαιμονική ταχύτητα των μεταμορφώσεων όλων των έμπειρων ΑΤΟΝΑΛ, στη συνεχή δουλειά του Νικόλα Χανακούλα, τόσο όταν τα φώτα είναι πάνω του, όσο κι όταν η δράση είναι αλλού… Θα ήθελα όμως να σταθώ στο πόσο καλή ηθοποιός είναι η ίδια η Σοφία Μαραθάκη: η Θεώνη της είναι αληθινά απολαυστική, ένας ρόλος χτισμένος στην εντέλεια, τόσο με τα λόγια, όσο και με τις σιωπές.
H συμβολή του Γωγιού είναι εξαιρετικά σημαντική: τα τραγούδια του, με τη θαυμαστή υφολογική τους ποικιλότητα, υπηρετούν αποτελεσματικά τη δραματουργία, απομακρύνουν τον κίνδυνο του ρεαλισμού, κάνουν το σύνολο πιο ανάλαφρο. Το παιγνιώδες ύφος και το υπόγειο χιούμορ του, γνωστό και χαρακτηριστικό εξ αρχής, από το πρώτο του ακόμα εκείνο Η Κοκκινοσκουφίτσα κι ο Καλός Λύκος, βρίσεκι εδώ πεδίον δόξης λαμπρόν. Το σκηνικό εύρημα του μουσικού κουτιού που “διαβάζει” τις παρτιτούρες λειτουργεί επίσης απόλυτα.
Η επιτυχία του εγχειρήματος έχει να κάνει με το πόσο σοφά τηρήθηκε μια πολύ ευαίσθητη ισορροπία: Ο Γενικός Γραμματεύς απέφυγε τα συνήθη κωμικά στερεότυπα παίζοντας διαρκώς μαζί τους, χρησιμοποιώντας τα ως την υπερβολή, σχεδόν σχολιάζοντάς τα, παραμένοντας ωστόσο εξαιρετικά διασκεδαστικός. Ξεγλίστρησε από την παγίδα του διδακτισμού, χωρίς να διαπράξει το ατόπημα της πλήρους ελαφρότητας. Κατέδειξε τα οικεία κακά χωρίς στιγμή να κουνήσει το δάχτυλο στο κοινό.
Το φινάλε της παράστασης εμπεριέχει την αμηχανία που προκαλείται από πρακτικούς λόγους – οι πολλαπλοί ρόλοι που έπαιζαν οι περισσότεροι ηθοποιοί σε όλη τη διάρκεια της παράστασης δεν μπορούν πλέον παρά να αποκαλυφθούν – αλλά μοιάζει να αναρωτιέται και για τα ίδια τα όρια του παιχνιδιού, καθώς το κλίμα πλέον μετατοπίζεται προς το δράμα: δύσκολο να συνεχίσει κανείς να αστειεύεται βλέποντας πού οδήγησαν όλα αυτά τα τερτίπια με την πάροδο του χρόνου.