Κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου, ένας δεκαεξάχρονος που έχει να κοιμηθεί μέρες, ιππεύει το ψωράλογό του προσπαθώντας να ξεφύγει από τον κίνδυνο, όταν δέχεται επίθεση από έναν καβαλάρη. Τον πυροβολεί και έπειτα, του παίρνει το άλογο και εξαφανίζεται στην ουκρανική στέπα, πιστεύοντας ότι τον έχει σκοτώσει.
Δεκαετίες μετά, ο έφηβος είναι πια εμιγκρές στο Παρίσι, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος. Πέφτει στα χέρια του το βιβλίο «Θα έρθω αύριο», ένας τόμος με τρία διηγήματα από τα οποία το τελευταίο έχει τον τίτλο «Περιπέτεια στη στέππα» κάποιου Αλεξάντρ Βολφ και αφηγείται με λεπτομέρειες το επεισόδιο που έζησε στα 16 του. Πώς όμως είναι δυνατόν να περιγράφει ο συγγραφέας αυτή τη σκηνή, αφού δεν υπήρχαν άλλοι μάρτυρες;
Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια, επικοινωνεί με τον εκδότη του Βολφ στο Λονδίνο, ο οποίος δεν του απαντά. Όταν θα βρεθεί στη βρετανική πρωτεύουσα για κάποια δουλειά, επισκέπτεται τον εκδότη, ο οποίος όμως τον ενημερώνει ότι ο συγγραφέας είναι Άγγλος και άρα αποκλείεται να είναι το ίδιο άτομο. Επίσης, τον προτρέπει να σταματήσει να αναζητά τον Βολφ με διάφορους υπαινιγμούς.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ο δημοσιογράφος πηγαίνει για το μοναχικό δείπνο του στο μικρό ρωσικό εστιατόριο της γειτονιάς του. Πιάνει κουβέντα με έναν ηλικιωμένο θαμώνα, ο οποίος του μιλά για έναν νεανικό του έρωτα με μια κοπέλα που τον άφησε για τον φίλο του, τον συγγραφέα Αλεξάντρ Βολφ! Εμβρόντητος, ο δημοσιογράφος μαθαίνει ότι ο Βολφ φυσικά και δεν είναι Άγγλος αλλά Ρώσος και ναι, οπως στο διήγημα, γλίτωσε από του χάρου τα δόντια πριν από χρόνια στην Ουκρανική στέπα.
Η ιστορία περιπλέκεται ακόμα πιο πολύ, όταν ο δημοσιογράφος θα γνωρίσει τυχαία σε έναν αγώνα μποξ μια μοιραία χήρα, με την οποία στην πορεία θα συνάψει δεσμό. Μυστηριωδώς, η γυναίκα φαίνεται να σχετίζεται και αυτή με τον Βολφ.
Όταν τελικά ο δημοσιογράφος θα γνωρίσει τον Βολφ, ο τελευταίος θα επιβεβαιώσει το περιστατικό στη στέπα. Αν και έτσι λύνονται επιτέλους τα «μάγια» που στοίχειωναν τον αφηγητή μας σε ολόκληρη τη ζωή του, η γνωριμία με τον Βολφ τελικά θα του δημιουργήσει νέα προβλήματα που θα κορυφωθούν στην αναπάντεχη, τελική σκηνή του έργου.
Ο Γκαϊτο Γκαζντάνοφ (1903-1971) είναι ένα από τα ονόματα συγγραφέων που άρχισαν να βρίσκουν την αναγνώριση μετά θάνατον. Γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη, συμμετείχε με την πλευρά του Λευκού Στρατού στον ρωσικό εμφύλιο. Μετανάστευσε το 1920 στο Παρίσι (όπου εργάστηκε κυρίως ως οδηγός ταξί) και έπειτα στο Μόναχο, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Η προσωπική του ιστορία αλλά και η επιλογή του να γράφει στα ρωσικά του στέρησαν την όποια φήμη, όσο ζούσε.
Γραμμένο το 1948, το ατμοσφαιρικό και φιλοσοφικό νουάρ «Το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ» αποκτά νέες διαστάσεις υπό το πρίσμα της βιογραφίας του συγγραφέα. Το κυρίαρχο στοιχείο του πρωταγωνιστή/αφηγήτη είναι «η ζωή σαν όνειρο». Από την εναρκτήρια σκηνή του «φόνου» (όπου ο δεκαεξάχρονος αφηγητής πυροβολεί μέσα στην παραζάλη) ως την καθημερινότητα του δημοσιογράφου που ζει κυριολεκτικά στη νύχτα (εργάζεται αδιάκοπα, συχνάζει στα καταγώγια, γνωρίζει όλο τον υπόκοσμο), ο αφηγητής βρίσκεται παντα στα όρια της κατάρρευσης.
«Πάντα μου φαινόταν ότι η ζωή μοιάζει σε κάτι με ταξίδι με τραίνο – η βραδύτητα της προσωπικής ζωής, κλεισμένη σε μία ορμητική εξωτερική κίνηση, η φαινομενική ασφάλεια, η ψευδαίσθηση της διάρκειας». Στην μεταπολεμική Ευρώπη, ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα: πώς να ζήσει κανείς αφού πεθάνει; Ή αφού σκοτώσει κάποιον άγνωστό του και μείνει ατιμώρητος;
Η απάντηση που δίνει είναι ότι οι τυψείς δεν θα τον εγκαταλείψουν και μόνο η διαρκής εξουθένωση θα κάνει τις ημέρες να παιρνούν, αργά και άσκοπα. Η ζωή του είναι ένα σκοτεινό όνειρο δίχως τέλος. Ώσπου θα εμφανιστεί ο έρωτας, ο μόνος που μπορεί με την ορμή του να ξυπνήσει τον υπνοβάτη της ζωής.
Στο – μόλις 192 σελίδων – μυθιστόρημα, ο Γκαζντάνοφ μας δίνει έναν κεντρικό χαρακτήρα που μπορεί να υπάρξει μόνο ως μια θρυμματισμένη προσωπικότητα. Έτσι, μας τον παρουσιάζει ως δίπολο: ο αφηγητής υπάρχει πάντα σε σχέση με τον Βολφ. Μέσα από τις ατελείωτες συμπτώσεις, τις παράξενες συμπεριφορές του περίγυρου (π.χ. ο εκδότης που αποθαρρύνει τον αφηγητή), τις σκηνές της γνωριμίας των δύο και την τελική «αναμέτρησή» τους, τελικά βρίσκουμε έναν χαρακτήρα: ο αφηγητής είναι και ο Βολφ, δηλαδή ο Βολφ είναι η ζωή που θα μπορούσε να έχει ο αφηγητής που είναι όμως το alter ego του συγγραφέα.
Η γραφή είναι το μόνο που ενεργεί σε αυτό το κείμενο: χαυνωτική στη στέππα, ακριβής και ενεργή στην περιγραφή του πυγμαχικού αγώνα, αγωνιώδης στην τελική σκηνή, αλλάζει μορφές ανάλογα με τον σκοπό της και δημιουργεί τον χώρο όπου ο αφηγητης «ζει χωρίς να ζει».
Παράξενο κράμα μυθιστορίας και βιογραφίας, αυτό το κομψοτέχνημα διαθέτει ένα από τα στοιχεία που ξεχωρίζουν την υψηλή τέχνη: στοιχειώνει τον αναγνώστη για καιρό.