Είδε τάχα μου πως ήταν μεγάλος, όχι απλά μεγάλος, γέρος, πάνω από εξήντα, πάνω από εβδομήντα σίγουρα, δεν αναγνώρισε τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά όπως συμβαίνει στα όνειρα ήξερε πως ήταν εκείνος, ο Μιχαήλ ο Κκάσιαλος από το χωριό Άσσια της Μεσαορίας, γιος του Χρίστου Μηλή και της Ελισάβετ, ρυτιδωμένο το πρόσωπο, σκαμμένο από τα χρόνια, τα χέρια ροζιασμένα, φορούσε τη βράκα, το καλπάκι στο κεφάλι και κρατούσε ένα κομμάτι πέτρα και μ’ ένα σμιλάρι τη χτυπούσε, τη σκάλιζε κι έφτιαχνε αρχαία όπως εκείνα που βρίσκανε κάποτε στα χωράφια όταν όργωναν κι έσπερναν, τόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμα χτυπούσε το ‘νι και η αξίνα σε γλυπτά κεφάλια εφήβων και γυμνά κορμιά κορών, έβγαιναν από τη γη πέτρινα λιοντάρια με τη γλώσσα έξω να τους κοροϊδεύουν και σωρός τα «πιατούθκια» με σχέδια διάφορα, τα λογής-λογής αγγεία, κούζες, κούππες, άλλοι τα έβαζαν στα σπίτια τους δίπλα από τα εικονίσματα και το αναμμένο καντήλι, άλλοι, οι πιο λίγοι αυτοί, τα παραδίνανε στο Μουσείο κάτω στη Χώρα, οι περισσότεροι όμως, ας όψεται η ανάγκη τα πωλούσανε σε διάφορους μυστήριους ξένους που τριγυρνούσανε στα χωριά και αφού τ’ αγοράζανε, τα βγάζανε από το νησί λαθραία κι αυτός, λέει, έφτιαχνε τέτοια «αρχαία» και τα πωλούσε ως αληθινά και τα κατάφερνε τόσο καλά που κανείς δεν καταλάβαινε τη διαφορά, ίδια ήτανε! είδε μάλιστα πως ένα τέτοιο «αρχαίο» δικό του, κατέληξε στην Αμερική σε κάποιο μουσείο και από εκεί δήθεν το στείλανε ξανά στην Κύπρο για εξακρίβωση της γνησιότητάς του, μόλις το είδανε εδώ, κάτι ψυλλιάστηκαν και τον κάλεσε ο Διευθυντής του Μουσείου «ίνταν πον τούτα» του έκανε, «έννεν καλύτερα που τους εδώσαμεν ένα ψεύτικο, αντί να μας επαίρνασιν ένα αληθινό;» τον αποστόμωσε και πήρε τη μαγκούρα του κι έφυγε· όλα αυτά στ’ όνειρό του! κι ύστερα πάλι είδε πως βρέθηκε με τους Κύριλλο και Νήφωνα, τους μοναχούς από το Καϊμακλί που χρόνια πριν είχαν έρθει στο χωριόν τους και αγιογράφησαν την εκκλησία τους, τον Άι-Γιώρκη και αυτός μικρός, παιδί τότε, τους παρακολουθούσε στην αρχή κρυφά από ένα παράθυρο μέχρι που τον είδαν και γελώντας τον κάλεσαν να έρθει κοντά τους και έτσι εκεί κάθε μέρα συνέχεια, για έξι μήνες σχεδόν· τι θαύμα, αλήθεια, ένας άσπρος τοίχος να γίνεται η Κόλαση με τους αμαρτωλούς και τους διαβόλους, να γίνεται η Γη και ο Ουρανός, να γίνεται ο Παράδεισος με τους αγγέλους του και να ‘χουνε φτερά πουλιών, ένας τοίχος να γίνεται η πλατυτέρα, ο τρούλλος ο ίδιος ο Παντοκράτορας! και τώρα στ’ όνειρό του, με μπογιές και πινέλα, γέρος πια και ζωγράφιζε και οι άσπροι τοίχοι γύρω του γέμιζαν με τα σπίτια του χωριού, το καθένα με το ανώι του φορτωμένο φκιόρα, τις πόρτες τις πολύχρωμες, τις στέγες κεραμίδι, γίνονταν το χωριό ολόκληρο, με την εκκλησία, τον καφενέ του και τα στενά καντούνια του και δίπλα ο κάμπος, η Μεσαρκά όλη χώρεσε σ’ ένα κομμάτι τοίχο, καλοκαίρι και τα στάχυα χρυσά, άλλοι θερίζουν, άλλοι συνάουν δεμάτια, άλλοι αλωνίζουν και άλλοι τρώνε πιλάφι πριν ξεκινήσουν δουλειά πάλι και ύστερα λέει έτσι απλά βρέθηκε ο ίδιος μέσα σε μια ζωγραφκιά του, νέος τώρα, με το μουστάκι του στριφτό, χωρίς μαγκούρα και μαζί με τους χωριανούς του, με βιολιά και λαούτα να συνοδεύουν τη νύφη στολισμένη με το άσπρο νυφικό της, πήγαινε στην εκκλησία στον καλό της και μετά άξαφνα μ’ ένα έτσι δα πηδηματάκι βρέθηκε δίπλα στα παλικάρια που χόρευαν το γαμήλιο κρεβάτι, στις τέσσερις γωνιές του οι κοπέλες του χωριού έραψαν σταυρούς κόκκινους και κύλησαν επάνω του παιδί αρσενικό για καλούς απογόνους, πριν ξυπνήσει είδε λέει πως άξαφνα άρχισε να ψηλώνει και δεν τον χωρούσε πια ούτε το σπίτι του το φτωχικό ούτε το χωριό του ούτε το νησί το ίδιο, τι σου είναι το μυαλό του ανθρώπου! και με δρασκελιές περνούσε πόρτες μεγάλες και κρέμαζε τους πίνακές του σε τοίχους ψηλούς και κόσμος πολύς μπροστά του τον χαιρετούσε κι αυτός συνέχεια ανήσυχος έριχνε κλεφτές ματιές στους χωριανούς του, εκεί στις ζωγραφκιές του, φοβόταν βλέπεις μήπως και ντραπούν, αμάθητοι ως ήταν από κόσμο και τέτοια, σηκωθούν και φύγουν από τους πίνακές του μαζί με τα σπιτάκια τους, τα ζώα και τον κάμπο τους· είδε μάλιστα πως έφτασε σε μια πόλη μεγάλη, πολύ μεγάλη, πιο μεγάλη κι από τη Χώρα την ίδια, με χτίρια ψηλά, δρόμους πλατιούς γεμάτους διαβάτες, μαύρους, άσπρους, κίτρινους, όλες οι φυλές του κόσμου, χιλιάδες να πηγαινοέρχονται, σα να γίνονταν πολλά πανηγύρια, πολλοί γάμοι μαζί ταυτόχρονα κι αυτός ανάμεσά τους, με τους πίνακές του αγκαλιά, το τελευταίο που είδε, ήταν πως ξαναβρέθηκε έσσω του κι άρχισε λέει να χιονίζει μέσα στο σπίτι, όλη νύχτα χιόνιζε και το πρωί που ξύπνησε, δίπλα ακριβώς από τα βόδι που κοιμούνταν μαζί τους, είδε πως φύτρωσαν δέντρα κάτασπρα και θολά από το χιόνι, θολά, όπως τα είδε ένα πρωί και… δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που χιόνιζε στο χωριό, πρώτη φορά ήταν που τα πρόσεχε και ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι, του ήρθε να κλάψει έτσι χωρίς λόγο, …τότε ήταν που ξύπνησε πριν δει τα παρακάτω, ευτυχώς, γιατί τα παρακάτω δεν ήταν πράγματα ούτε να τα χωρέσει ο νους του ανθρώπου, πολύ περισσότερο να τα δει κάποιος, ξύπνησε και δε θυμόταν τίποτα, συνέχισε παπουτσής όπως ήταν, και γύριζε τα διάφορα πανηγύρια, στις είκοσι τρεις του Απρίλη του Άι Γιώρκη στο χωριό του, στις δώδεκα του Δεκέμβρη του Άι Σπυρίδωνα στην Τρεμιθούντα, στις τριάντα του Νιόμβρη του Αποστόλου Αντρέα, μεγάλη η χάρη του, μεγάλη και η πανήγυρη στο μοναστήρι του εκεί στην Καρπασία και πωλούσε παιχνίδια και λογής-λογής παναυρκώτικα που έφτιαχνε ο ίδιος· διακοσμούσε καθρέφτες, ζωγράφιζε σε γυαλί και έπλαθε πήλινα αγγεία και άλλα πολλά, είχε παντρευτεί στο μεταξύ με την Ειρήνη το γένος Πέρου και απόχτησε έξι παιδιά, το Χρίστο, τον Παναγιώτη, το Μενέλαο, την Ελισάβετ, την Αρτεμισία και τον Κυριάκο και μια μέρα είδε στο καφενείο μια πέτρα αρχαία, από αυτές που βρίσκανε σε σπήλαια και στα χωράφια, σε τάφους των «παλιών» και τις πωλούσανε σε διάφορους αρχαιοκάπηλους, ας όψεται η ανάγκη, ήταν το κεφάλι μιας κοπέλας με τα μαλλιά μπούκλες και κάτι σαν στέμμα, τέτοια «αρχαία» φτιάχνω κι εγώ τους είπε, και γελάσαν οι άλλοι, τότε, επήε τζιαι ήβρεν πέτρες ‘που τον ποταμόν τζιαι εσκάλισεν πάνω τους κανένα δκυο ανθρωπούθκια τζιαι επάλιηνέν τα με το χώμα, στην αρχή δεν τον πίστεψαν πως αυτός τα έφτιαξε, τα πούλησε γι’ αληθινά και αποφάσισε να συνεχίσει μια και είδε πως αυτή η δουλειά άφηνε καλά λεφτά κι έτσι έφτιαχνε πια αγάλματα θεών κερατοφόρων, κεφάλια κορών και εφήβων και λύχνους με σκαλίσματα και με αυτά ανάγιωνε τα παιδιά του, τους πάντρεψε, απόχτησε εγγόνια και συνέχιζε μ’ επιτυχία, τα έφτιαχνε ίδια με τα αληθινά, όλοι τα μπέρδευαν· ίδια! κάποια από τα «αρχαία» του αυτά, που πώλησε μέσω ενός γνωστού σ’ ένα Γάλλο, ήταν, όπως συνήθιζε αργότερα να εξηγεί, «δκυο λιονταρούδκια το έναν εδίκλαν πάνω στο άλλον τζιαι ένα πιατούιν που είσσιεν μίαν κοπέλλαν που την μισή τζιαι πάνω, τζιαι που κάτω πουλίν τζιαι έτρωεν τα ψουμιά ‘που πά’ στο τραπέζι των αρχαίων θεών, τα ανακάλυψε τελικά η Αστυνομία και κατέληξαν στα εκθέματα του Μουσείου, τα είδε μία μέρα ο ίδιος, όταν πήγε να πάρει ιδέες για τα αντίγραφα που έφτιαχνε και το είπε στους υπεύθυνους, φανερά θιγμένοι αυτοί, τα σήκωσαν αναμασώντας κάτι «το ξέραμε αλλά… απλά…»· μέχρι που μια μέρα διάβασε κάπου πως ο Αρχιεπίσκοπος αγόρασε από κάποιαν έκθεση πίνακες, πληρώνοντας μάλιστα αρκετά λεφτά, έβαλε λοιπόν τη δύναμη του Θεού, γνώρισε και τον κύριο Διαμαντή το ζωγράφο από τη Χώρα, πάντα το έλεγε «να τον έσσιει καλά ο Θεός» κι έτσι άρχισε να ζωγραφίζει, καλά τι έπαθες, του άρχισε τη μουρμούρα η γυναίκα του, γρήγορα όμως κάλμαρε, μάλιστα έβγαλε και το καπνιστήρι τους το ασημένιο και τον κάπνισε, έκανε λοιπόν το σταυρό του και με τη βοήθεια του Θεού άρχισε, εβδομηνταπέντε χρονών έκανε την πρώτη του έκθεση εκεί στη Χώρα, ακολούθησαν κι άλλες στη Λεμεσό, στη Λάρνακα, πήγε και στο Λονδίνο με την κυρα-Ειρήνη του, δόξαζε εκείνη τον Πλάστη της που την αξίωσε να δει κι άλλους τόπους, πώλησε σχεδόν όλους τους πίνακες και με τα λεφτά, θέλησε να χτίσει μια εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο χωριό του, να μείνει το όνομά του και να τον μνημονεύουν μέσα-μέσα οι χωριανοί του, την αγιογράφησε όλη ο ίδιος, σκυφτός όπως ήταν πάνω από τους Αγγέλους και τους Αγίους του κοίταζε κάθε τόσο πίσω του, μήπως και κάποιο παιδί κρυμμένο τον παρακολουθούσε· Αθήνα, Μπρατισλάβα, Μόναχο και Ζυρίχη, είχε πολλά ακόμα να κάνει, ήθελε να πάει και στη Νέαν Υόρκη, «το μόνον που θέλω να μου στείλεις καμιάν-δυο συστάσεις που να είναι γκαλερί, δηλαδή μέρος που κάμουν εκθέσεις», έγραψε σε ένα χωριανό του για να τον βοηθήσει «και άμα πάρω τις συστάσεις θα συνεννοηθώ εγώ μαζί τους»· ήθελε ακόμα να φτιάξει και ένα Λαϊκό Μουσείο και αγόραζε «λαϊκά είδη» και άλλα τέτοια, έστελνε σημειώματα σε υπουργούς και σε υπηρεσιακούς, να «τον οδηγήσουν τι α πράξει»· τον πρόλαβε όμως και αυτόν το μεγάλο κακό που έφτασε στο χωριό του· όπως έφτασε σε όλο το νησί, ογδόντα εννιά χρονών το 1974, αν δεν πέθαινε, θα ζωγράφιζε τα πάντα, μια βροχή φωτιά στον ουρανό, τα αεροπλάνα σαν μαύρα αρπακτικά και τους αλεξιπτωτιστές ομπρελίτσες, τις γυναίκες με τις πλεξούδες και τα χαμηλωμένα μάτια να νεκαλιούνται τους αντράες τους, τις μάνες να ψάχνουν τα παιδιά τους, θα ζωγράφιζε τους φονιάδες σαν αγρίμια άσχημα, ή μάλλον όχι, με τα αγρίμια δεν είχε τίποτα να μοιράσει, ή μάλλον όχι, αυτούς δε θα τους ζωγράφιζε, αλλά θα συνέχιζε να ζωγραφίζει όσα ήξερε, όσα έζησε, αυτά μόνο θα ζωγράφιζε, μήπως και ξεχαστούν, τον τόπο του θα ζωγράφιζε, μήπως και χαθεί, γιατί του καθενός μας πρέπει του ένας τόπος· μήπως και χαθεί όπως χάθηκαν τόσοι και τόσοι χωριανοί του, όλους τούτους τους χαμένους χωριανούς του, τους πλασμένους, όπως λέει και ο ποιητής για τις μικρές χαρές του κόσμου, τους νέους με τα μαύρα κορακάτα μαλλιά και τα στριφτά μουστάκια, τους νέους με τις βράκες και τα γελέκια, τους νέους στα χωράφια, στο ψάρεμα, στο κυνήγι, στους γάμους να χορεύουν, τις κοπέλες στον αργαλειό, στο θέρος και στο αλώνισμα, τους γέροντες στον καφενέν με το ναργιλέ, αυτό τον κόσμο τον απλό το θαυμαστό θα φρόντιζε να μη χαθεί, αυτό θα έκανε αν δεν πέθαινε δηλαδή· στις δεκαοχτώ του Αυγούστου συλλαμβάνεται και κακοποιείται, στις είκοσι οχτώ Αυγούστου τον αφήνουν ελεύθερο και σε τρεις μέρες πεθαίνει πρόσφυγας στη Λάρνακα· όταν τελειώσουν όλα τούτα, οι Ασσιώτες θα γυρίσουν πίσω, θα μπουν στο χωριό τους όλοι μαζί αντάμα, αγνοούμενοι και μη, νεκροί και ζωντανοί, με τραγούδια και ψαλμωδίες, εξαπτέρυγα και λουλούδια, με βκιολιά και λαούτα και με τις ζωγραφκιές του, εικόνες σε λιτανεία, ο Άης Γάμος και ο Άης Αργαλείος, το Άγιο Πότισμα και το Άγιο Τάισμα των Ζώων, οι Άγιοι Συνάουν Δεμάτια και οι Άγιοι Κόβουν Πλινθάρια, ο Άης Χορός του Κρεβατιού, η Αγία Χιονισμένη Μέρα και η Αγία Λεχώ· εκείνο το Άγιο Φτωχικό Σπίτι του προπάντων να μη λησμονήσετε.
Αντώνης Γεωργίου, Γλυκιά bloody life, Το Ροδακιό 2006.
Ο Αντώνης Γεωργίου γεννήθηκε το 1969. Σπούδασε Νομικά στη Μόσχα και εργάζεται ως δικηγόρος στη Λεμεσό. Γράφει ποίηση, θέατρο και πεζογραφία.