Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

To Fraternity Of Sound ήταν το φεστιβάλ των εραστών των υψηλών decibels

“Cum on feel the noize” προέτρεπαν πίσω στο 1973 οι (εσκεμμένα ανορθόγραφοι) Βρετανοί glam rockers, Slade και με αυτή την εντελώς περιεκτική φράση θα μπορούσε να περιγραφεί το Fraternity Of Sound.

Δηλαδή το φεστιβάλ που «έσκασε μύτη» σαν κομήτης για πρώτη φορά φέτος με ένα τετραήμερο σε δύο venues (στο άρτι αφιχθέν Temple στο Γκάζι και στο γνωστό και μη εξαιρετέο Fuzz) και έδειξε εξ αρχής την αγάπη προς το δυνατό ήχο από όπου κι αν προέρχεται, με line up που κινούταν πάντα σε δυνατή ένταση, από ηλεκτρονικό πειραματισμό μέχρι ζόρικες και σκληρές κιθάρες. Ας ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι όσων ζήσαμε κυριολεκτικά δυνατά το τριήμερο 27-29/10 στο Fuzz.  

Ποδαρικό λοιπόν την πρώτη ημέρα (Παρασκευή 27/10 -αν και είχε προηγηθεί το Π:26 την προηγούμενη στο Temple με Ζorz, Kontaktor, 3.14, Bill Kouligas και JK Flesh) και φερώνυμη ως White Day με άφιξη από νωρίς σε ένα πολύ χλιαρά ακόμη από κόσμο Fuzz. Με μια 20λεπτη καθυστέρηση (που κλιμακώθηκε μέχρι το τέλος της βραδιάς, όπου πριν τους headliners Soft Moon είχε μετατραπεί σε 45λεπτη) στη σκηνή ανεβαίνει η Σουηδή κατά κόσμον Linnea Olsson με το project της Maggot Heart, της οποίας ο δυναμικός ήχος που πότε «μετάλλιζε» πότε κινούταν σε πιο grunge μονοπάτια, ήταν ένα τιμιότατο ξεκίνημα για όσα θα ακολουθούσαν μέσα στη βραδιά. Αφού κυματίζει αρκετά ζόρικα την ξανθή της χαίτη, δίνει τη σκυτάλη στους δικούς μας Kooba Tercu οι οποίοι έδεσαν τον σκληρό τους ήχο με αφρικανικούς ρυθμούς στα κρουστά.

Με το πέρασμα της ώρας δημιουργούταν μια σχεδόν ψυχεδελική ατμόσφαιρα για να γλιστρήσει σε σχεδόν electro vibes προς το τέλος του σετ τους, που παρουσίαζε ενδιαφέρον αλλά ίσως ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο από όσο χρειαζόταν.

Maggot Heart

Cooba Tercu

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Πάντως (σχεδόν) κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό που θα εκτυλισσόταν στη συνέχεια στη σκηνή. Μία ορδή από χρωματιστά γυαλιστερά καλσόν που φέρναν στο μυαλό αναπόφευκτα τους Twisted Sister, γούνινες μπότες και περικάρπια με καρφιά σε καρπούς και μπράτσα που φάνταζαν περισσότερο σαν μέταλ πιεσόμετρα, φορεμένα από τους Φινλανδούς Circle που ανέβηκαν στη σκηνή, προμήνυαν οπωσδήποτε κάτι φαντεζί.

Μέτα από μικρά προβλήματα στον ήχο, ο φινλανδικός θίασος ξεκινάει την πομπώδη του εμφάνιση με ήχο που κινούταν σε metal λημέρια περασμένων δεκαετιών, κιθαριστικές ποζεριές που τελικά δεν πέθαναν μαζί με το NWOBHM και την αίσθηση πως και οι ίδιοι κάνουν την θεατράλε πλάκα τους. Η οποία, όμως, όσο περνούσε η ώρα μάλλον γινόταν ξαναζεσταμένο ανέκδοτο. Όπως και να ‘χει, άλλοι πείστηκαν ενθουσιωδώς από τον (θέλουμε να πιστεύουμε) αυτοσαρκασμό τους, άλλοι όχι τόσο, αλλά σίγουρα η φινλανδική τους επιθεώρηση δεν πέρασε απαρατήρητη. 

Circle

Πλήρης αλλαγή πλεύσης μετά τους Circle, με το Fuzz να πιάνει το πικ του από κόσμο για την ημέρα Στη σκηνή ένα μακρύ τραπέζι με κονσόλες περιμένει τους Nurse With Wound με τον Collin Potter να ξαναχαιρετά το αθηναϊκό κοινό μετά από την εμφάνισή του την Πέμπτη 26/10 στο Temple.

Οι Nurse With Wound βρίσκονται στη σκηνή για να αποδείξουν ότι δικαίως έχουν κερδίσει το όνομα των πρωτοπόρων του πειραματισμού και σε αυτό ακριβώς επιδίδονται για περίπου 50 λεπτά.

Σ’ ένα εγκεφαλικό θορυβωδώς ambient set που συνοδευόταν πολύ ταιριαστά στη γιγαντοοθόνη πίσω από τη σκηνή με μερικά σκίτσα που στο μεγαλύτερο μέρος τους έμοιαζαν με κολάζ του Man Ray αποτελούμενο από έργα του Dali. Το set ήταν οπωσδήποτε επιβλητικό, αν και ομολογουμένως, η ώρα και το συγκεκριμένο line up ίσως δεν ήταν τα πλέον κατάλληλα για την περίσταση.

Nurse With Wound

Μετά από τον σχετικό λήθαργο που υποβόσκει στην ατμόσφαιρα, οι Soft Moon κάνουν την έκρηξη, ανεβαίνοντας στη σκηνή με τα γκάζια στο τέρμα. Ατόφια post punk ατμόσφαιρα που στην πορεία ηλέκτριζε και μετατρεπόταν σε darkwave, με υποδειγματικά στακάτα drums που συνοδεύονταν αραιά και που από bongos και έναν μεγάλο τενεκέ σε ρόλο κρουστού (θυμάστε κι εσείς τους Stomp;) δια χειρός του ιθύνοντα νου της μπάντας, Luis Vasquez.

Ο οποίος δείχνει να την καταβρίσκει και να δίνει την ψυχή του επί σκηνής, ενώ στα συν της εμφάνισής τους (αλλά και σε όλη την πρώτη μέρα) ο πολύ καλός ήχος που ακόμη κι αν στεκόσουν κοντά σε ηχείο δεν μπούκωνε ούτε γινόταν απαγορευτικής έντασης. Αφού οι Soft Moon μας καληνύχτισαν μετά και από το encore τους, έμοιαζε λες και οι περισσότεροι από το κοινό με μία μικρή μετατροπή στο γνωστό άσμα “Louie, Louie”, τραγουδούσαν/αναφωνούσαν “Louis, Louis”.

Soft Moon

Με την πολύ ωραία επίγευση που μας άφησαν οι Soft Moon, επιστροφή το Σάββατο 28/10 στο Fuzz για την Black Day του FOS και την κατά γενική ομολογία πιο «βαριά» μέρα του φεστιβάλ που απευθυνόταν κυρίως στους λάτρεις του σκληρού κιθαριστικού ήχου. Και -ω, οποία έκπληξις!- κάποιοι συνήθεις ύποπτοι μεταμορφωμένοι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ο λόγος για τους Circle, με μικρές ανακατατάξεις στα μέλη τους και με απλά, λιτά και απέριττα μαύρα ρούχα αυτή τη φορά, έχουν μεταμορφωθεί σε Pharaoh Overlord. Με τα ονόματα στα δύο projects να είναι αντιστρόφως ανάλογα του βαθμού στόμφου που φέρουν, οι Pharaoh Overlord παίζουν με συνέπεια στο δυνατό stoner rock ήχο μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια που φέρνουν σε τζαμάρισμα και κυρίως αποδεικνύουν ότι τελικά όντως με τους Circle κάνουν κυρίως την πλάκα τους.

Pharaoh Overlord

Με το ταιριαστό για την ημέρα ξεκίνημα, σειρά για το αθηναϊκό heavy rock ντουέτο των Omega Monolith, οι οποίοι με μία κιθάρα, ένα set drums και ένα λαπ τοπ καταφέρνουν να παράγουν θόρυβο που θα ζήλευε και στόλος μουσικών και το Fuzz έχει αρχίσει ήδη να σείεται προοικονομώντας τη συνέχεια. Η οποία έπιασε τα πιο ακραία επίπεδά της με τους επόμενους στη σκηνή που δεν ήταν άλλοι από τους Βρετανούς Ghold για τους οποίους έπρεπε να πας προετοιμασμένος.

Και κυρίως εφοδιασμένος με ωτοασπίδες, καθώς τα decibels του sludge θορυβώδους ήχου τους ακόμη και στους εξωτερικούς χώρους του venue αντικειμενικά κινούνταν σε επικίνδυνα επίπεδα κι αν οι διμελείς Omega Monolith δημιουργούσαν ηχητικό όγκο ενός στόλου, οι τριμελείς Ghold παρήγαν αρκετό για δύο-τρεις. 

Omega Monolith

Ghold

Μετά την κήρυξη ηχητικού πολέμου των Ghold και με το Fuzz να είναι ελαφρώς πιο γεμάτο αυτή τη μέρα, στη σκηνή ετοιμάζονται να ανέβουν αυτοί που κέρδισαν τις εντυπώσεις της βραδιάς. Ο λόγος για τους Νεοϋορκέζους Unsane που με όχημα τον noise ήχο και με περίσσια αλητεία πάνω τους, απέδειξαν ότι δεν μασάνε, μπορούν να βολτάρουν μεταξύ alternative metal ήχου και hardcore punk με χαρακτηριστική άνεση και ζηλευτό ζόρικο attitude. Η Black Day έκλεισε δυναμικά -αλλά χωρίς να ξεπεράσει την εμφάνιση των Unsane- με το ντουέτο των Godflesh, οι οποίοι, εξαιρώντας ότι παρέτειναν την ήδη υπάρχουσα καθυστέρηση που πήγε ντόμινο ανάμεσα στις εμφανίσεις κάνοντας soundcheck ακριβώς πριν την εμφάνισή τους(!)- ανάμεσα σε καπνούς και εντυπωσιακά εφέ φωτισμού, παραδόθηκαν στον post metal και post industrial ήχο που τόσο καλά κατέχουν.

Το κοινό φαινόταν να το απολαμβάνει και κατά το μεγαλύτερο μέρος του να βρισκόταν απόψε εδώ κυρίως για αυτούς. Με ωτοασπίδες ή χωρίς κι αυτό το πλοίο σάλπαρε και πάμε για την τρίτη και τυχερή.

Unsane

Godflesh

Αφήνοντας τις μνήμες από την «Λευκή» και την «Μαύρη» ημέρα του FOS στο μουσικό yin yang τους, πάμε στην τρίτη ημέρα (Κυριακή 29/10) και «δυνατό χαρτί» του φεστιβάλ που θα μπορούσαμε να κηρύξουμε ως την «Χρυσή» του. Την βραδιά ανοίγουν οι δικοί μας Afformance που όπως και στο πρόσφατο live των Slowdive που επίσης άνοιξαν, επιδόθηκαν στο επιβλητικό post rock και ατμοσφαιρικό wall of sound τους στρώνοντας το κόκκινο χαλί της βραδιάς.

Για να ανέβει στη συνέχει στη σκηνή ο Σκοτσέζος Drew McDowall και πάλαι ποτέ δεξί χέρι των Coil και με χαρακτηριστική άνεση στο χειρισμό της κονσόλας έχτισε ένα υπνωτικό ηχοτοπίο που κλιμακωνόταν σε εσωτερική ένταση καθώς η ώρα κυλούσε. Ενώ κέρδισε τα εύσημά μας, μάλλον η ώρα εμφάνισής του δεν ήταν και η πλέον κατάλληλη για την αισθητική του πρόταση.

Afformance

Drew McDowall

Και κάπου εδώ οι ελαφρώς περισσότεροι αφιχθέντες από τις προηγούμενες δύο ημέρες του φεστιβάλ που βρισκόμαστε απόψε στο Fuzz έμελλε να γίνουμε μάρτυρες του act-αποκάλυψη του FOS που δεν ήταν άλλο από το ντουέτο των Zonal στα decks. Ο ένας εκ των δύο ήταν συνήθης ύποπτος μιας και πρόκειται για τον Justin Broadrick και frontman των headliners της προηγούμενης και Black Day του φεστιβάλ, Godflesh, που μοιράζεται την κονσόλα με τον Kevin Martin. Για μία γεμάτη ώρα γινόμαστε μάρτυρες ενός σαρωτικού dj set (μέσα σε γενναίες δόσεις από εφέ καπνού) που ακροβατεί μεταξύ dub και hip hop ρυθμών με μία υποβόσκουσα industrial πινελιά που τους χαρίζει μία διπλή δυναμική που δένει παραπάνω από καλά, με το μεγαλύτερο μέρος του κοινού να κινείται σε χιπ χοπ ρυθμικότητα.

Προς το τέλος του set τα decks πήραν φωτιά σε ένα ρυθμό παρεμφερή με αυτόν του “Jump Around” των House Of Pain που μας έκανε να θέλουμε να κάνουμε πράξη τον τίτλο του κομματιού. Πάντα τέτοιες ωραίες εκπλήξεις.

Zonal

Αφού η σκηνή αδειάζει από τις κονσόλες και «στοιχίζεται» έτοιμη να υποδεχτεί μπάντα -και ποιά μπάντα!- ένας φίλος από τα παλιά σε ρόλο roadie του εαυτού του βρίσκεται πάνω στη σκηνή.

Ναι, ο Thurston Moore «παίζει» με καλώδια, κιθάρες και πετάλια με ένα χαρακτηριστικό coolness και εκπέμποντας την αίσθηση του αιώνιου έφηβου ακόμη κι αν οδεύει αισίως στα 60.

Αφού τακτοποιεί τα «παιχνιδάκια» του, καλεί στη σκηνή την υπόλοιπη μπάντα: James Sedwards στην κιθάρα, Debbie Googe (των πατέρων του shoegaze, My Bloody Valentine) στο μπάσο και ο από τη Sonic Youth φαμίλια Steve Shelley στα drums -που λίγο πριν «άραζε» στο bar του Fuzz και απολάμβανε τον Drew McDowall.

Thurston Moore Group

“I don’t know if it’s time, but it feels like it” λέει ο Thurston πριν ξεκινήσουν (και ναι, ήταν ώρα να ξεκινήσουν, μιας και ήδη το ρολόι έχει «φύγει» με μία περίπου 45λεπτη καθυστέρηση) για να συνεπάρουν όλους εμάς τους «θερστονικούς» που ακόμη μνημονεύουμε την εμφάνισή του το 2015 και πάλι στο Fuzz. Όντας μακράν ο πιο επικοινωνιακός και χαμογελαστός καλλιτέχνης ολόκληρου του φεστιβάλ, ο Thurston αφήνεται στο διονυσιακό θόρυβο μέσα από το σχεδόν τελετουργικό και ηδονικό άγγιγμα της κιθάρας και το πάτημα των πεταλιών του.

Το κοινό πιάνει τα μεγαλύτερά νούμερα όλου του τριημέρου και με το φανερό του ενθουσιασμό αποδεικνύει ότι ήταν ο αδιαφιλονίκητος headliner ολόκληρου του FOS. Kάτι που αποδεικνύεται και από την ίδια την μονόωρη εμφάνισή του που επικεντρώνεται κυρίως στον τελευταίο και εντελώς στα Sonic Youth λημέρια κινούμενο δίσκο του, Rock ‘n’ Roll Consciousness. Όταν φτάνει η ώρα για το “Aphrodite” μας εκμυστηρεύεται -δεν ξέρουμε αν το κάνει με διάθεση ειλικρίνειας ή κολακείας- ότι είναι εμπνευσμένο από την τελευταία εμφάνισή του στην Αθήνα.

Μπορεί η μία αυτή ώρα να μην ήταν απόλυτα χορταστική για μία τέτοια εμφάνιση, ωστόσο ήταν μία γερή δόση κυρίως στους αιώνια ταγμένους στη μαγεία του «Θέρστονα». Κι αν αυτός στο “Ono Soul” μας είπε “Bow down to the queen of noise” εμείς το παραφράζουμε σε “Bow down to the king of noise” απευθυνόμενοι σε αυτόν. Αγαπητέ κύριε Moore, εις το επανιδείν. 

Thurston Moore Group

Ben Frost

Κι ένα τέτοιο φεστιβάλ δεν μπορούσε παρά να κλείσει μετά βόμβων με τον καλύτερο τρόπο, δηλαδή αυτόν του Ben Frost. H κονσόλα περιμένει τον Αυστραλό βίκινγκ του απόκοσμου μινιμαλισμού, ο οποίος έχοντας από πίσω του μία τεράστια διαφανή κουρτίνα που με τον φωτισμό αποκτούσε ένα μεταλλικό χρώμα, σείει κυριολεκτικά τα σωθικά των δυστυχώς ελάχιστων που έχουμε μείνει στο Fuzz (εμφανίστηκε με καθυστέρηση γεμάτης μίας ώρας από το προκαθορισμένο), καλώντας μας σε μια ψυχοσωματική εμπειρία της οποίας όπως φαίνεται είναι μάστορας.

Η downtempo δυστοπία του Ben Frost έμοιαζε να είναι η ιδανική αυλαία αυτού του φεστιβάλ που πράγματι ήταν μία «αδελφότητα του ήχου». Ενός φεστιβάλ που φαίνεται πως ήρθε για να μείνει και να γίνει υπολογίσιμος παίκτης της φεστιβαλικής Αθήνας. Μέσα από την πίστη στην ηχητική λιτανεία, είτε αυτή προέρχεται από ηλεκτρονικούς πειραματισμούς, είτε από τον πολλαπλώς παραμορφωμένο κιθαριστικό θόρυβο. Ήταν με λίγα λόγια το φεστιβάλ των εραστών των υψηλών decibels. Άντε και του χρόνου ακόμη πιο δυνατά.

Ελένη Τζαννάτου